Το φαινόμενο του Ιανουαρίου (January effect) είναι μια υπόθεση σύμφωνα με την οποία επικρατεί ένα ημερολογιακό φαινόμενο (calendar effect) στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Συγκεκριμένα το φαινόμενο του Ιανουαρίου υποστηρίζει ότι υπάρχει μια αύξηση στις τιμές των μετοχών το μήνα του Ιανουαρίου. Πρόκειται, δηλαδή, για μια τάση εποχιακής ανόδου (εποχικότητα) στις αγορές τίτλων για το συγκεκριμένο μήνα. Ωστόσο η άνοδος αυτή φαίνεται να αφορά περισσότερο τις επιχειρήσεις μικρής κεφαλαιοποίησης (small caps) σε σχέση με επιχειρήσεις μεσαίας ή υψηλότερης κεφαλαιοποίησης.
Ο επενδυτής – τραπεζίτης, Sidney B. Wachtel, παρατήρησε πρώτος το συγκεκριμένο φαινόμενο το 1942. Η βασική του παρατήρηση ήταν ότι από το 1925 οι πιο μικρές μετοχές είχαν υπεραποδόσει σε σύγκριση με την γενική τάση της αγοράς και μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος της απόκλισης αυτής εμφανιζόταν πριν από τα μέσα του Ιανουαρίου. Εξίσου σημαντική παρατήρηση ήταν η σύνδεση του φαινομένου με μια τετραετή προεδρική θητεία των Η.Π.Α. Το τρίτο έτος της θητείας παρουσίαζε ένα πιο έντονο φαινόμενο Ιανουαρίου.
Με το σκεπτικό ότι ισχύει το εν λόγω φαινόμενο, αυτόματα δημιουργεί το κίνητρο σε έναν επενδυτή να αγοράσει νωρίτερα μετοχές και συγκεκριμένα πριν τον Ιανουάριο. Όταν έρθει ο Ιανουάριος τότε θα είναι η κατάλληλη ευκαιρία να πουλήσει τις μετοχές διότι θα έχουν αυξηθεί σε σχέση με την τιμή αγοράς τους.
Έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες σχετικά με το λόγο εμφάνισης του φαινομένου. Πολλές επιχειρήσεις προκειμένου να πετύχουν φορολογικές ελαφρύνσεις, παρουσιάζουν ζημίες στον ισολογισμό τους πουλώντας τις μετοχές τους κατά το μήνα Δεκέμβρη. Στη συνέχεια αγοράζουν ξανά τις μετοχές τους τον Ιανουάριο, οδηγώντας σε μια αύξηση την τιμή τους. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί και ο ψυχολογικός παράγοντας του φαινομένου. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το νέο έτος σημαίνει και ένα νέο ξεκίνημα για τους επενδυτές. Έτσι, αυξάνουν τις θέσεις τους όσον αφορά τις επενδύσεις, κάτι που οδηγεί σε αύξηση των τιμών.
Το φαινόμενο του Ιανουαρίου -όπως και όλα τα εποχιακά φαινόμενα- αποτελεί και παράδειγμα ότι η αγορά είναι μη αποτελεσματική, επειδή σε διαφορετική περίπτωση ένα τέτοιο φαινόμενο δεν θα υπήρχε.