Είναι γενικά αποδεκτό ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή με αμείωτους ρυθμούς οι οποίοι κατά κόρον σχετίζονται με την εργασία. Υλοποίηση εργασιών, επίτευξη στόχων και πολλά άλλα που σχετίζονται με το αντικείμενο δουλειάς μας και που πρέπει να γίνουν εντός καθορισμένων χρονοδιαγραμμάτων. Αποτέλεσμα είναι να διαπιστώνει κάποιος από απλές συζητήσεις ότι ακόμα και στον «ελεύθερο» χρόνο μας είτε μιλάμε για την δουλειά μας είτε ασχολούμαστε με κάτι που σχετίζεται με αυτή είτε κάνουμε μια απλή αναφορά είτε ελέγχουμε τα email μας για την δουλειά είτε είτε είτε…. Και καταλήγει ο χρόνος εκτός δουλειάς να είναι μία συνεχής αναφορά σε αυτή. Εκεί δημιουργείται και το πρόβλημα της εμμονής κατ’ εμέ. «Τι θα πει αυτό;» θα αναρωτηθεί κάποιος.
Σημαίνει ότι αδυνατούμε πλέον να αφήσουμε την δουλειά εκτός σπιτιού, εκτός παρέας, εκτός σχέσης και γενικότερα εκτός του χώρου εργασίας και την μεταφέρουμε μαζί μας. Θα πει κανείς: «Μα, δεν θα συζητήσεις για τα προβλήματα που έχεις στην δουλειά σου;» Σαφώς και θα το κάνεις. Είναι ανθρώπινο, αλλά όχι μόνιμα και διαρκώς, γιατί τότε οδηγείσαι στον εγκλωβισμό μιας συνεχούς αναφοράς σε αυτή και δεν στο προκαλεί η φύση της δουλειάς σου ή οι συνθήκες ή οι ρυθμοί ή οτιδήποτε άλλο παρά μόνο εσύ ο ίδιος.
Ποιοι μπορεί να είναι οι λόγοι της συνεχούς αναφοράς ενός ατόμου στην δουλειά του;
Πρώτο και βασικότερο η ανασφάλεια που ενδεχομένως έχει. Για παράδειγμα, με το αν συμβεί κάτι και χάσει την δουλειά του και τι θα γίνει μετά. Ως εκ τούτου, ας δείξουμε υπέρμετρη αφοσίωση, ενδιαφέρον και ας δημιουργήσουμε μια εικόνα προσήλωσης σε αυτή. Λάθος, γιατί αν συμβεί αυτό, τότε θα απογοητευτείς έχοντας χαρίσει πολύ από τον υπόλοιπο χρόνο σου για κάτι που εν τέλει χάθηκε ή ήταν μοιραίο να σταματήσει για χίλιους λόγους. Και ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, είναι δεδομένο. Οπότε, ας μείνει η ενασχόληση με την δουλειά σου μόνο στο ωράριό της.
Δεύτερο, η τάση δημιουργίας εντυπώσεων και ικανοποίησης του «εγώ». Είναι μια προσπάθεια σύγκρισης με τον κοινωνικό περίγυρο προκειμένου να διαπιστώσει κάποιος ότι είναι σε καλύτερη κατάσταση από κάποιον άλλο είτε σε απολαβές είτε σε θέση κ.λπ, ώστε να «αισθανθεί» καλύτερα. Επιπλέον, η αναφορά στην δουλειά είναι απλώς μια επίδειξη του τι δουλειά κάνω, πόσα βγάζω, πόσα περισσότερα μπορώ να βγάλω από τον άλλο, τη σπουδαιότητα της δουλειάς μου σε σχέση με τον άλλο και πάει λέγοντας, δηλαδή η δημιουργία εντυπώσεων.
Η μανιώδης προσπάθεια αναφοράς στο περιεχόμενο της δουλειάς και των επιτευγμάτων μας σε αυτή, προκειμένου να λάβουμε το ενδιαφέρον του άλλου, ερωτήσεις ή ακόμη και εύσημα, για να καταλήξει στην φράση υποτιθέμενου συνειδητοποιημένου ατόμου: «Ε, δουλειά μου είναι». Ενδεχομένως, όλα αυτά ίσως να «μετράνε» για κάποιους ή σε κάποιους, αλλά, αν το καλοσκεφτείς, αυτό είναι στιγμιαίο, διότι, αν στο τέλος της μέρας γυρνάς σπίτι και είσαι μόνος, με μια αίσθηση μιζέριας, τότε μάλλον δεν μετράει πουθενά. Εκεί εστιάζει ο δεύτερος λόγος μιας συνεχούς αναφοράς για την δουλειά, που επί της ουσίας γίνεται από ματαιοδοξία. Για να προλάβω πολλούς, η αναγνώριση της όποιας δουλειάς είναι προτιμότερο να γίνεται από τον περίγυρό μας, τους συναδέλφους, τους φίλους κ.λπ. και όχι από εμάς τους ίδιους.
Τέλος, κάτι το αντιφατικό. Όταν γίνεται συνεχής αναφορά στην δουλειά με αρνητισμό, γκρίνια για τον όγκο δουλειάς, για τις απαιτήσεις που μπορεί να υπάρχουν και άλλα πολλά που μπορεί να σε κάνουν να μιλάς συνεχώς για αυτή σαν εξαναγκασμό ενδεχομένως να γίνεται, διότι δεν σου αρέσει πλέον η δουλειά σου, συνειδητά ή ασυνείδητα. Επειδή δεν σε γεμίζει ή γιατί έχει γίνει μια «λούπα» όπου ξέρεις ακριβώς τι θα κάνεις, πότε κλπ. Τι θα ήταν προτιμότερο να πράξεις; Να το συνειδητοποιήσεις και να πάρεις μια απόφαση δύσκολη. Άλλαξε δουλειά ή επάγγελμα. Πολύ απλό στα λόγια μεν, αλλά θαρραλέο ως πράξη, γιατί εκεί θα πρέπει να μετρηθείς με τον εαυτό σου και όχι με την δουλειά σου, δηλαδή στο αν φοβάσαι να απεμπλακείς από αυτή, γιατί κατά βάθος αισθάνεσαι εγκλωβισμένος.
Δεν αγνοώ ότι υπάρχουν και οι δύσκολες συνθήκες επιβίωσης για κάποιον που τον κρατούν σε μια δουλειά που δεν την θέλει – σεβαστό – αλλά και εκεί αυτό που τον κρατάει δεν είναι η ανάγκη, αλλά ο φόβος. Όταν ξεπεραστεί, τότε σίγουρα θα μπορέσει να κάνει το βήμα όσο δύσκολο και αν είναι αυτό.
Σε καμία περίπτωση δεν κρίνω την επιλογή της δουλειάς κάποιου. Όμως, δεν ζούμε για την δουλειά μας. Επιλέγουμε την δουλειά μας και την κρατάμε στα ωράριά της, στον χώρο της, ώστε να μην γίνεται για μας εμμονή, διότι τότε δουλεύεις γι’ αυτήν.
Επιμέλεια άρθρου: Ευγενία Κελαράκου