Οι κοινωνικοί θεσμοί σε μία κοινωνία

Θεσμοί είναι σταθερές και οργανωμένες κοινωνικές σχέσεις που έχουν σκοπό να ικανοποιήσουν ορισμένες κοινωνικές ανάγκες. Βασικό χαρακτηριστικό ενός θεσμού είναι ότι παραμένει σταθερός και ικανοποιεί έναν σημαντικό κοινωνικό σκοπό. Βάσει των θεσμών η κοινωνία οργανώνεται και διασφαλίζει την διάρκειά της μέσα στον χρόνο, καθώς επίσης και τα άτομα που την απαρτίζουν έχουν τον δικό τους κοινωνικό ρόλο.  

Κάποιοι βασικοί θεσμοί είναι ο θεσμός της οικογένειας, της οικονομίας, της πολιτικής, της εκπαίδευσης, της θρησκείας. Οι σημερινές κοινωνίες εξελίσσονται ταχύτατα δημιουργώντας νέες ανάγκες και κατά συνέπεια νέους θεσμούς. Όταν αναφερόμαστε σε αλλαγή της κοινωνίας εννοούμε ότι άλλαξαν οι θεσμοί της π.χ. οι εκπαιδευτικοί θεσμοί-Πανελλήνιες εξετάσεις, Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, οικογενειακοί θεσμοί-Σύμφωνο Συμβίωσης, οικονομικοί θεσμοί- αποδιοργανωμένες εργασιακές σχέσεις κ.ά.

Οι παραδοσιακές κοινωνίες είχαν λίγους θεσμούς με πολλές λειτουργίες, τον θεσμό της οικογένειας, του σχολείου και της εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό συναντούσαμε σε αυτές τις κοινωνίες να αποφασίζει για ένα θέμα της οικογένειας και ο ιερέας του χωριού ή ο δάσκαλος. Οι θεσμοί αλλάζουν, αλλά και καταργούνται όταν δεν εξυπηρετούν πλέον τους σκοπούς τους και έρχονται αντίθετοι με το αξιακό σύστημα της κοινωνίας. Στην σημερινή εποχή, διάφορα ζητήματα της κοινωνίας και των ανθρώπων αναλαμβάνουν να τα διαχειριστούν εξειδικευμένοι επιστήμονες που εργάζονται σε νέους θεσμούς, κρατικούς και μη (Μ.Κ.Ο., Ειδικά Κέντρα, Ιδρύματα, Νοσοκομεία κ.ά.).

Αξίζει να επισημάνουμε ότι ένας θεσμός έχει φανερές ή κρυφές λειτουργίες. Ένα παράδειγμα είναι αυτό των Μ.Μ.Ε., που, ενώ έχει ως φανερή λειτουργία την ενημέρωση, πρεσβεύει ποικίλα καταναλωτικά πρότυπα, πρότυπα συμπεριφοράς και πολιτικές σκοπιμότητες. 

Πηγές:

– Φίλιας, Κουρουκλή, Ρούσσης, Κασιμάτη, Μουσούρου, Παπαρίζος, Χατζηκωνσταντή, Πετρονώτη, Βάρσος, Τσαλίκογλου- Κωστοπούλου, (1991), Κοινωνιολογία, έκδοση Θ’.

– Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία, Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή

Επιμέλεια άρθρου: Ευγενία Κελαράκου