Οι διαταραχές της ανθρώπινης σεξουαλικότητας

Η σεξουαλικότητα είναι ένας βασικός και πολύπλοκος τομέας στην ζωή του ανθρώπου.

Από την πλευρά της βιολογικής εξέλιξης η αναπαραγωγή είναι απαραίτητη για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Από την άλλη, αποτελεί βασικό πυρήνα μιας στενής συναισθηματικής σχέσης, έναν από τους τρόπους για να εκφράσει κανείς την εγγύτητα με κάποιον άλλον άνθρωπο. Τέλος, ως υποκειμενικό βίωμα, οι σεξουαλικές εμπειρίες αποτελούν πηγή βαθιάς προσωπικής ευχαρίστησης.

Εντούτοις, η σεξουαλικότητα μπορεί κάποιες φορές να συνιστά πηγή ποικίλων δυσκολιών. Γι’ αυτό και είναι απόλυτα φυσικό οι άνθρωποι να αναστατώνονται με την παρουσία κάποιου σεξουαλικού προβλήματος. Ένα σεξουαλικό πρόβλημα απομακρύνει ερωτικά τους δύο συντρόφους και λειτουργεί ανασταλτικά στη σεξουαλική τους έκφραση και συμπεριφορά. Παράλληλα, οι δυσκολίες έχουν συχνά σημαντικές επιπτώσεις στη γενικότερη ζωή και λειτουργία του ατόμου.

Βασικό διαγνωστικό κριτήριο για τις σεξουαλικές διαταραχές είναι η έκδηλη ενόχληση και δυσφορία σε ατομικό και διαπροσωπικό επίπεδο που επηρεάζουν σημαντικά την λειτουργικότητά του. Αν η δυσκολία δεν τον δυσαρεστεί ή δε δημιουργεί προβλήματα με άλλα άτομα, τότε το πρόβλημα δεν εντάσσεται σε κάποια διαταραχή.

Το Διαγνωστικό Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM) προσδιορίζει τρεις βασικούς τομείς σεξουαλικών διαταραχών: τις σεξουαλικές δυσλειτουργίες (επιθυμία, διέγερση, οργασμός, πόνος), τις παραφιλίες (επιδειξιομανία, εφαψιομανία, παιδοφιλία, φετιχισμός, μαζοχισμός, σαδισμός, ηδονοβλεψία) και τις διαταραχές ταυτότητας του φύλου.

Ενδεικτικά, κάποια στατιστικά στοιχεία από έρευνες αναφέρουν ότι η μόρφωση και το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο του ατόμου σχετίζονται με την εμφάνιση σεξουαλικών διαταραχών. Ενώ γενικότερα ισχύει ότι, όσο πιο υψηλό το επίπεδο του ατόμου, τόσο λιγότερα πιθανό να εμφανιστεί κάποια διαταραχή, σημειώνεται ότι άτομα με μεγαλύτερη οικονομική ευχέρεια δηλώνουν περισσότερα προβλήματα από τα άτομα μεσαίων κοινωνικοοικονομικών τάξεων.

Η ηλικία φαίνεται επίσης να παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση των διαταραχών. Η σεξουαλική δραστηριότητα διαφέρει ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες όσο μεγαλώνουν φτάνοντας σε μεγάλες διαφορές μετά τα 50 έτη. Το 65% των ανδρών από 70 έως 75 ετών και το 30% των γυναικών είναι σεξουαλικά δραστήριοι. Το 20% των ανδρών αυτής της ηλικίας δηλώνει σεξουαλικές δυσλειτουργίες (π.χ. ανδρική στυτική διαταραχή). Αντιθέτως, η συχνότητα των σεξουαλικών προβλημάτων (π.χ. διαταραχές πόνου ή οργασμού) που αναφέρουν οι σεξουαλικά ενεργές γυναίκες μειώνεται σημαντικά με την αύξηση της ηλικίας. Γενικότερα, όμως, τόσο άνδρες όσο και γυναίκες που έχουν καλή υγεία αντιμετωπίζουν λιγότερα σεξουαλικά προβλήματα.

Παρόλα αυτά, οι σεξουαλικές διαταραχές δεν κάνουν διάκριση και μπορούν να εμφανιστούν σε όλους ανά πάσα ώρα και στιγμή. Σε κάθε περίπτωση, όταν έχουν αποκλειστεί οι οργανικές αιτίες, θα πρέπει να διερευνηθεί ο βαθμός στον οποίο οι ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες ενδέχεται να επηρεάζουν την σεξουαλικότητα.

Οι σεξουαλικές διαταραχές φαίνεται ότι συνδέονται με αιφνίδια στρεσογόνα γεγονότα στη ζωή, όπως το διαζύγιο, τα επαγγελματικά προβλήματα, οι οικονομικές δυσκολίες, η απώλεια ή η ασθένεια ενός αγαπημένου ανθρώπου και οτιδήποτε σχετίζεται με αλλαγή, ακόμη και η γέννηση ενός παιδιού. Η πίεση, το άγχος, η ανησυχία και τα συναισθήματα που βιώνονται σε τέτοιες συνθήκες μπορεί να έχουν αντίκτυπο στην σεξουαλική ζωή.

Ωστόσο, πίσω από ένα σεξουαλικό πρόβλημα μπορεί να υπάρχουν προβλήματα στην σχέση του ζευγαριού, να υπάρχει κάποια συγκρουσιακή κατάσταση ή συναισθηματική απόσταση. Επιπλέον, συναισθήματα κατάθλιψης ή χαμηλή αυτοεκτίμηση μπορεί να δημιουργήσουν δυσκολίες στην σεξουαλική σχέση.

Η ψυχολόγος Helen Singer Kaplan, πρωτοπόρος της σεξουαλικής θεραπείας, ερμήνευσε τις σεξουαλικές δυσλειτουργίες αναλύοντας τις άμεσες και τις έμμεσες – απομακρυσμένες αιτίες. Τα άμεσα αίτια μπορεί να είναι το άγχος της αποτελεσματικότητας για την σεξουαλική επίδοση, η υπερβολική ενασχόληση με την ευχαρίστηση του συντρόφου ή η έλλειψη επικοινωνίας. Οι απομακρυσμένες αιτίες σχετίζονται με νηπιακές ανάγκες που δεν εκπληρώθηκαν, ενοχή, άλυτα θέματα γύρω από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, με επώδυνες τραυματικές εμπειρίες και σχέσεις με σημαντικούς άλλους της παιδική ηλικίας.

Τα θετικά νέα είναι ότι, οποιαδήποτε και αν είναι η ανησυχία ή το πρόβλημα, υπάρχει μια ευρεία ποικιλία θεραπειών – από φαρμακευτική αγωγή μέχρι την ψυχοθεραπεία – που μπορούν να βοηθήσουν.

Για τις σεξουαλικές διαταραχές η καλύτερη μορφή ψυχοθεραπείας είναι η ψυχοθεραπεία που θα εστιάσει τόσο στην άμεση παρέμβαση για την αντιμετώπιση του σεξουαλικού προβλήματος όσο και στην βαθύτερη κατανόησή του. Μέσω της σεξουαλικής θεραπείας το άτομο θα αντιμετωπίσει σε πρακτικό επίπεδο τις σεξουαλικής φύσεως δυσκολίες και θα επανακτήσει την σεξουαλική του ζωή.

Η οριστική θεραπεία, όμως, του προβλήματος θα επέλθει μέσω της διερεύνησης του προβλήματος σε βαθύτερο επίπεδο εστιάζοντας σε σημαντικές εμπειρίες και σε πτυχές του ψυχισμού του ατόμου, διερευνώντας την τωρινή του ζωή, τις διαπροσωπικές του σχέσεις και τις συνθήκες διαβίωσης.

Επιμέλεια κειμένου: Ευγενία Κελαράκου

Πηγές:

Χριστοπούλου, Α. (2008). Εισαγωγή στην Ψυχοπαθολογία του ενήλικα. Στο: Σεξουαλικές Διαταραχές. Εκδόσεις: Τόπος, Αθήνα.

https://psychcentral.com/sex/

Απόφοιτη Ψυχολογίας από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Eιδικευόμενη Ψυχοθεραπεύτρια Συστημικής/Οικογενειακής Ψυχοθεραπείας. Πιστεύω η ψυχολογία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας και η ύπαρξη της ψυχικής μας ευημερίας και γαλήνης δημιουργούν τις συνθήκες για μια πιο ευτυχισμένη και παραγωγική ζωή. Μόττο μου: «Ας δείξουμε εμπιστοσύνη στη ζωή και στο ένστικτό μας. Ξέρουν να μας καθοδηγούν». (nikolidakiel.psy@gmail.com)