Καβάτζα κυριολεκτικά είναι η διαδικασία της φύλαξης μιας ποσότητας αγαθών ή χρημάτων στην άκρη, ως απόθεμα με σκοπό να τα χρησιμοποιήσω όταν τα έχω ανάγκη στο μέλλον. Χρησιμοποιώ την καβάτζα μου για την οποία έχω φροντίσει την ύπαρξή της, ως μια εναλλακτική λύση όταν τα πλάνα μου δεν εφαρμόζονται όπως τα έχω υπολογίσει. Η νέα εποχή μάς φανερώνει ότι υπάρχει «καβάτζα και στις διαπροσωπικές σχέσεις» και δεν έχει θετικό πρόσημο.
Τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί το φαινόμενο «breadcrumbing», όπου δίνονται «ψίχουλα» ενδιαφέροντος στις ερωτικές σχέσεις. Περιστασιακά τηλεφωνήματα και μηνύματα, μερικά από αυτά αναπάντητα για εβδομάδες, περίοδοι εξαφάνισης, ευκαιριακές συναντήσεις, ακυρωμένα ραντεβού, περιστασιακή αλληλεπίδραση μέσα από τα social media, επιφανειακές, τυπικές και γενικές συζητήσεις, ασαφείς εξηγήσεις, μπερδεμένα μηνύματα συναισθημάτων.
Κι όλα αυτά μέσα στο πλαίσιο του να μην υπάρξει διάθεση να συνεχιστεί ή να ολοκληρωθεί κάτι. Σκοπός είναι να διατηρηθεί αυτού του είδους η επαφή με απώτερο στόχο την περιστασιακή κάλυψη των αναγκών που θα του προσφέρει το άτομο που είναι διαθέσιμο όταν θα τον έχει ανάγκη. Αυτό το ενδιαφέρον που δίνεται στον αποδέκτη μοιάζει να του ενισχύει την έλξη, την επαφή, να του δίνει ελπίδες για δημιουργία και χτίσιμο μιας αληθινής σχέσης και σύνδεσης.
Αλλά είναι ένα «μοτίβο ζεστού & κρύου, μιας προσέγγισης» που σε κάνει να έχεις αντιφατικά συναισθήματα, είναι χειριστική και σε κρατά πίσω στην συναισθηματική και προσωπική σου εξέλιξη και ωρίμαση. Ξοδεύεται σημαντικός και ουσιαστικός χρόνος που θα μπορούσε να αφιερωθεί σε εκείνα και σε εκείνους που έχουν πραγματική αξία για σένα.
Το ερώτημα που τίθεται είναι «και αν τελικά η «καβάτζα» διαχέεται και στις υπόλοιπες σχέσεις μας, στις φιλικές, τις επαγγελματικές και οικογενειακές;» Κι αν πέρα από την καβάτζα στο σεξ και τον έρωτα, υπάρχει η «καβάτζα» στη φιλία, στην αγάπη, στις σχέσεις γενικότερα; Η καβάτζα με την μεταφορική ερμηνεία σημαίνει ότι δεν τοποθετώ το άτομο με το οποίο θέλω να συναναστραφώ στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μου, δεν τον έχω ως προτεραιότητα. Επικοινωνώ και αλληλεπιδρώ μαζί του όταν το έχω ανάγκη για να μου καλύψει πρόσκαιρα αυτά που επιθυμώ μια δεδομένη χρονική στιγμή.
Σημαίνει ότι τρέφω την κάθε σχέση περιστασιακά, αραιά και που, σε τυχαίο χρόνο, με «ψίχουλα» τρυφερότητας και ενδιαφέροντος με απώτερο σκοπό να διατηρήσω την σχέση αυτή για το μέλλον όταν θα έχω πραγματική ανάγκη. Όταν θα έχω ανάγκη για ευχαρίστηση, απόλαυση, ανεμελιά, τρυφερότητα, ενδιαφέρον, σεξουαλική επαφή, συναισθηματική έκφραση και παρηγοριά. Όποια ανάγκη κι αν είναι αυτή θα αποτελεί μια προσέγγιση που θα στηρίζεται στην εγωιστική μου τάση να αξιοποιήσω κάποιον για να την καλύψω. Αυτό αποτελεί αποτέλεσμα της εγωιστικής φύσης του ανθρώπου που παραβλέπει τον άλλον και τα συναισθήματά του και να τον αξιοποιεί προς όφελός του, όντας, παράλληλα, κάποιες φορές και ανειλικρινής.
Έτσι, πολύ συχνά αναφερόμαστε σε «κρίση σχέσεων», όπου δεν αφιερώνουμε ποιοτικό και ουσιαστικό χρόνο με τον άλλον για να τον γνωρίσουμε, να αλληλεπιδράσουμε, να περάσουμε καλά, να απολαύσουμε τις στιγμές και να συνδεθούμε τόσο συναισθηματικά όσο και πνευματικά και σωματικά. Γιατί «προτεραιότητα» σημαίνει να τοποθετήσω τον άλλον στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μου, να τον κατανοήσω και να συνδεθώ. Και σύνδεση σημαίνει τόσο ενσυναίσθηση και ενεργητική ακρόαση, όσο και αποκάλυψη των δικών μου πτυχών προσωπικότητας, «άνοιγμα» του εαυτού μου. Να «ανοίξω», να αποκαλύψω και να μοιραστώ κομμάτια του εαυτού μου για να έρθει ο άλλος πιο κοντά μου, ώστε να με μάθει και να ανακαλύψουμε κοινά στοιχεία για την επικοινωνία μας. Κομμάτια βαθύτερα, ίσως και ευαίσθητα, που θα φανερώσουν πέρα από τις δυνάμεις και τις αδυναμίες μου.
Αντιθέτως, όταν βάλουμε μπροστά τις ανάγκες μας, δηλαδή για παράδειγμα «μου λείπει η σωματική επαφή», ή «μου λείπει η επικοινωνία» απλά θα επικοινωνήσουμε με όποιον θεωρούμε ότι θα είναι διαθέσιμος με σκοπό να μας καλύψει προσωρινά. Το αποτέλεσμα πολύ συχνά είναι η επιφανειακή επικοινωνία και η ανθρώπινη απουσία. Η ύπαρξη κενότητας, η απουσία συναισθημάτων και η απάθεια που οδηγεί σε απελπισία και ματαιότητα.
Το αποτέλεσμα είναι, επίσης, η έλλειψη σταθερότητας στις σχέσεις, η έλλειψη δέσμευσης και ουσιαστικού ενδιαφέροντος. Και οι δυο πλευρές πάσχουν από συναισθήματα ενοχής, αναξιότητας και απαξίωσης, ενώ συναισθήματα θυμού και πικρίας αναδύονται. Εκλείπει η συναισθηματική επένδυση και η αμοιβαιότητα, δυο έννοιες που δημιουργούν συναισθήματα αγαλλίασης, ευφορίας και ελπίδας. Η συναισθηματική επένδυση και η αμοιβαιότητα μοιάζει σαν να γνωρίζεις ότι θα είναι δίπλα σου ο άλλος χωρίς ανταλλάγματα, ότι όσα του προσφέρεις, άλλα τόσα και περισσότερα θα σου δοθούν, χωρίς να υπάρχουν ενοχικά συναισθήματα. Δεν ζυγίζεις τα θετικά και τα αρνητικά, δεν ζυγίζεις τα συναισθήματα, δεν αμφιβάλλεις διότι το αμοιβαίο σε καλύπτει χωρίς να χρειάζεται να προσποιείσαι ή να προσπαθείς στο έπακρο.
Να είναι η «καβάτζα» μέρος της σημερινής κοινωνίας και του τρόπου σχετίζεσθαι; Ποιος ξέρει; Να είναι παράγωγο του τεχνολογικού ανθρώπου; Κι αυτό είναι ζήτημα υπό διερεύνηση. Να είναι θέμα ανασφάλειας; Να είναι ζήτημα φόβου της δέσμευσης και ότι θα χάσουμε τον εαυτό μας στην σχέση με τον άλλον; Να είναι ζήτημα απουσίας συναισθηματικής έκφρασης και συναισθηματικής διαθεσιμότητας; Κι αυτά χρειάζεται να εξεταστούν.
Το σίγουρο είναι με τα μέχρι τώρα δεδομένα πως ο άνθρωπος δυσκολεύεται να έρθει σε επαφή τόσο με τον εαυτό του, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του, όσο και με τους άλλους γύρω του. Μοιάζει να είναι διχασμένος, μπερδεμένος, να μην γνωρίζει τι θέλει και γιατί το θέλει, αλλά, παράλληλα, δυσκολεύεται να επικοινωνήσει και να αλληλεπιδράσει ποιοτικά με τους υπόλοιπους. Δυσκολεύεται να αισθανθεί βαθύτερα συναισθήματα, κάπως σαν να τον τρομάζουν, να ανοιχτεί, να βιώσει έντονες εμπειρίες, να δώσει και να πάρει ανιδιοτελώς. Του λείπει η ολοκλήρωση και η αληθινή επαφή.