Ο Αντώνης Κρύσιλας γεννήθηκε το 1970 στο Βόλο και μεγάλωσε στην Αθήνα. Έχει εκδώσει βιβλία για ενήλικες και παιδιά και έχει γράψει θεατρικά έργα που έχουν παιχτεί με επιτυχία στην Αθήνα και την επαρχία. Σημερινός καλεσμένος μας στο yourearticles.com για να μιλήσουμε για το τελευταίο του αστυνομικό μυθιστόρημα: “Hotel Γαλήνη” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρια Δύση.
-Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας λίγα πράγματα ώστε να σε γνωρίσουμε καλύτερα;
Γεννήθηκα στον Βόλο το 1970 και από τα έντεκά μου ήρθα στην Αθήνα, όπου και μένω ακόμη. Την πρώτη μου απόπειρα να γράψω την έκανα σε ηλικία 13 ετών και διαπίστωσα ότι το εγχείρημα χρειαζόταν περισσότερη υπομονή από όση μπορούσα να διαθέσω στην ηλικία εκείνη. Κράτησα την πληροφορία και επέστρεψα μετά από μία δεκαετία, γράφοντας τον «Νούμερο Ένα», μία νουβέλα ΕΦ. Ήταν η πρώτη μου φορά! Από τότε δεν σταμάτησα ποτέ, παρ’ όλα τα μεγάλα διαστήματα αποχής. Οι πρώτες μου δημοσιεύσεις ήρθαν το 1996 από τις εκδόσεις «Ωρόρα» με τη συμπαράσταση και τη βοήθεια του, έκτοτε φίλου μου και συναγωνιστή, Θωμά Μαστακούρη. Από τότε και μετά η πορεία και η παρουσία μου παραμένει σταθερή, τόσο στον χώρο του τρόμου και της φαντασίας, όσο και σε άλλα, ρεαλιστικότερα κείμενα.
-Τι αγαπάς, τι φοβάσαι και τι έχεις χάσει στη ζωή;
Μεγαλώνοντας αγαπώ όλο και περισσότερα πράγματα: Τον ελεύθερο αλλά δημιουργικό χρόνο, το διάβασμα ενός καλού βιβλίου, τη μουσική, την ανεμελιά, την κόρη μου περισσότερο από όλα τα ανωτέρω μαζί. Επίσης, μεγαλώνοντας, αρχίζω να φοβάμαι όλο και λιγότερα πράγματα. Φοβόμουν τη μοναξιά, τα γεράματα, τον συνδυασμό των δύο τους… τώρα ελάχιστα με απασχολούν. Γνωρίζω ανθρώπους που δεν αξιώθηκαν να φτάσουν καν στην ηλικία μου, οπότε είμαι όλο και περισσότερο ευγνώμων με όσα έχω και μου έχουν δοθεί. Τέλος, δεν θεωρώ ότι έχω χάσει κάτι στη ζωή. Αντιθέτως!
-Οι συγγραφείς που σε συγκλόνισαν όταν τους διάβασες για πρώτη φορά;
Τους πιάνω με σειρά εμφάνισης στη ζωή μου και όχι με σειρά προτίμησης: Αγκάθα Κρίστι (στα 12 μου) μαζί της περνούσα τα καλοκαίρια μου, πάντα δανεισμένη από τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Καζαντζάκης (στα 18 μου) από τις πρώτες ανακαλύψεις του έφηβου εαυτού μου που με άφησαν άναυδο και συγκλονισμένο! Τον ξαναδιαβάζω τακτικά. King (στα 20 μου) λόγω προσφιλούς θεματολογίας. Σουρούνης (στα 28 μου) απολάμβανα πάντα το γράψιμό του. Γκάκας (στα 30 μου) συναρπαστικός. Ζητώ συγγνώμη αν μου διαφεύγουν κάποιοι, πάντα υπάρχουν κάποια ονόματα που έρχονται κατόπιν εορτής στο μυαλό…
-Πώς κρίνεις το αναγνωστικό κοινό σήμερα;
Το σημερινό αναγνωστικό κοινό είναι «προϊόν» της εποχής όπου όλα έχουν εμπορευματοποιηθεί. Παρ’ όλο που οι αναγνώστες είναι όλο και περισσότερο απαιτητικοί και υποψιασμένοι, δεν λείπουν τα βιβλία που διαγράφουν τροχιά διάττοντος αστέρα αλλά με μπόλικη διαφήμιση. Όπως ίσως κατανοείς, αυτό που θέλω να πω είναι ότι: το αναγνωστικό κοινό είναι μία χαρά. Το προσφερόμενο «προϊόν» είναι εκείνο που δεν είναι πια άριστης ποιότητας.
-Τι σημαίνει για εσένα η συγγραφή και πώς οδηγήθηκες να γράφεις;
Η συγγραφή είναι κάτι που, σχεδόν πάντα, το θεωρούσα ως αυτονόητο. Ανέκαθεν ένιωθα ότι κάποια στιγμή θα έγραφα. Παρ’ όλα αυτά έχει συχνά παίξει ρόλο «εξόδου κινδύνου», παιχνιδιού, επαγγέλματος, παντοτινού αγιάτρευτου έρωτα… Το γράψιμο, η συγγραφή είναι πάντα η κρυφή μου αναπνοή. Η βουτιά στον εαυτό μου προκειμένου να ενσωματώσω και να επεξεργαστώ τα όσα έζησα και ζω καθημερινά.
-Ποια πιστεύεις πως είναι τα σημαντικότερα στοιχεία που πρέπει να έχει ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα;
Ένα καλό αστυνομικό (πάντα κατά τη γνώμη μου) πιστεύω πως θα πρέπει να είναι «τίμιο» τόσο προς τους αναγνώστες του όσο και προς τον ίδιο του τον εαυτό. Μου έχει τύχει κατά καιρούς να διαβάσω αστυνομικά όπου, ένιωσα ότι, ο δολοφόνος επιλέχθηκε από τον/την συγγραφέα την τελευταία στιγμή και στην τύχη. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι οποιοσδήποτε άλλος από τους υπόπτους. Αυτό δεν μου αρέσει. Θέλω ο ένοχος να είναι διαρκώς κάτω από τη μύτη μου δίχως να τον έχω υποψιαστεί. Αυτή είναι όλη η μαγεία ενός καλού αστυνομικού. Η έκπληξη που αυτό προκαλεί στον αναγνώστη.
-Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι από τα πιο εμπορικά είδη με αποτέλεσμα να εκδίδεται πληθώρα έργων κάθε χρόνο, τόσο ελληνικής όσο και ξένης λογοτεχνίας. Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που το αναγνωστικό κοινό θα βρει στο έργο σας, ώστε να το προτιμήσει έναντι άλλων;
Παρ’ όλη την εμπορευματοποίηση και τον καταιγισμό νέων τίτλων σε ρυθμούς που ένα καινούριο βιβλίο παλιώνει μέσα σε μερικές εβδομάδες, νομίζω πως έχω τηρήσει όσα γράφω στην προηγούμενη απάντησή μου. Πάσχισα πολύ ώστε να είμαι τίμιος απέναντι στους αναγνώστες αλλά και στους ήρωες της ιστορίας και ελπίζω να τα κατάφερα.
-Πόσο εύκολο είναι για έναν συγγραφέα να γράφει διάφορα λογοτεχνικά είδη, από αστυνομικό μέχρι φαντασίας, δεν είναι ευκολότερο για τον ίδιο να μένει πιστός σε ένα είδος ώστε να καταξιωθεί κ γίνει αναγνωρίσιμος από το κοινό του;
Για μένα είναι το μόνο εύκολο, το να μεταπηδώ από είδος σε είδος. Σίγουρα δεν είναι συμφέρον. Έλα όμως που μου αρέσει να παίζω, και, όπως έχω πει και παλιότερα: Το γράψιμο είναι η προσωπική μου παιδική χαρά. Πάντα θεωρούσα το αστυνομικό ένα πολύ δύσκολο και απαιτητικό είδος, μέχρι που αποφάσισα να αναμετρηθώ μαζί του. Το κατά πόσο τα κατάφερα, θα το πουν οι αναγνώστες. Όσο για εκείνους που με διαβάζουν, έχουν μάθει πια πως σπάνια ακολουθώ ένα είδος μόνο. Θα ήταν σαν να επέλεγα μέσα στην παιδική μου χαρά να κάνω μόνο κούνια, μια που είμαι καλός σε αυτό. Και η τραμπάλα; Η τσουλήθρα; Το μονόζυγο; Να μην τα δοκιμάσω; Εντάξει, μπορεί καμία φορά να ματώσω και τα γόνατά μου, τι αξία έχει όμως μόνο το «ασφαλές» παιχνίδι; Έχει και το ρίσκο τη γλύκα του, ιδίως όταν τα «ματώματα» και οι «αποτυχίες» βρίσκονται κλεισμένα μέσα σε εισαγωγικά.
-Ποιο το συναίσθημα του πρώτου μυθιστορήματος. Υπάρχει ο ίδιος ενθουσιασμός με την έκδοση κάθε νέου και τα ίδια συναισθήματα ή γίνεται ρουτίνα;
Η αίσθηση του πρώτου μυθιστορήματος…! Πάντα έγραφα με την ελπίδα να φτάσει επιτέλους η ώρα να γράψω τη λέξη ΤΕΛΟΣ. Κανείς δεν μου είχε μιλήσει για το «πένθος» που ακολουθεί τη λέξη αυτή. Το άκουσα, χρόνια μετά, να το αναφέρει και η Ευγενία Φακίνου και σκέφτηκα «ευτυχώς, δεν είμαι ο μόνος». Και μιλάμε για πένθος κανονικότατο. Μέχρι να γραφτεί αυτή η μαγική λεξούλα, όλα, πλοκή, πρόσωπα, καταστάσεις, όλα υπήρχαν μέσα στο κεφάλι μου. Με το που γράφεται η λέξη ΤΕΛΟΣ, όλα έχουν φύγει από εκεί και στέκουν απέναντί μου, στο χαρτί. Τι μένει στη θέση τους; Ένα κενό, που ο χρόνος σαφώς το απαλύνει και το γεμίζει με άλλα καινούρια πράγματα, χρειάζεται όμως καιρός. Πένθος λοιπόν, κυρίως για τα πρόσωπα που, αν και φανταστικά, μαζί τους είχα περάσει άπειρο ποιοτικό χρόνο. Αλλά νομίζω πως είμαι εκτός θέματος. Μάλλον η ερώτηση μιλάει για την πρώτη έκδοση. Όσο για αυτή λοιπόν, το συναίσθημα δεν έχει αλλάξει καθόλου. Κάθε καινούριο βιβλίο είναι ένα ακόμη πνευματικό μου παιδί και τα αγαπώ όλα με την ίδια δύναμη. Με τον ίδιο ενθουσιασμό. Έχω για εκείνα τις ίδιες αγωνίες που έχω και για την κόρη μου: Θα είναι καλά; Θα τα καταφέρει; Θα έχει μία καλή σταδιοδρομία και διαδρομή; Το Hotel Γαλήνη είναι το 11ο βιβλίο μου (αν δεν κάνω λάθος) και ο ενθουσιασμός παραμένει ίδιος σαν και εκείνον της πρώτης μου φοράς.
-Αντιμετώπισες δυσκολίες στο ξεκίνημα σου; Τι είδους εμπόδια έχει να υπερβεί ένας νέος συγγραφέας για να εκδώσει το έργο του και να εδραιωθεί;
Ευθαρσώς αναφέρω ότι δεν αντιμετώπισα ιδιαίτερες δυσκολίες, παρ’ όλο, όπως θα έχεις προσέξει, δεν έχω «στεγαστεί» μόνιμα από κάποιον εκδοτικό οίκο. Βέβαια τότε οι εποχές και ο χώρος του βιβλίου ήταν διαφορετικά από ό,τι είναι σήμερα. Το να εκδώσει κανείς σήμερα είναι εύκολο. Αρκεί να βάλει το χέρι στην τσέπη. Η εδραίωση από την άλλη είναι εντελώς άλλο θέμα. Άλλο καπέλο. Αυτή έχει να κάνει με την επιμονή, την τόλμη αλλά και το θάρρος του συγγραφέα τόσο στο να προσπαθεί ασταμάτητα όσο και στο να βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου. Οπότε, μάλλον η εδραίωση βασίζεται σε δύο πτυχές: α) Την επιμονή και το συνεχές κυνηγητό του ιδανικού εκδότη, και β) Την συνεχή αυτοβελτίωση του συγγραφέα και του έργου του.
-Μπορεί η λογοτεχνία να κάνει τον κόσμο καλύτερο;
Πάντα η τέχνη σε αυτό αποσκοπούσε. Ποτέ στην προσωπική καταξίωση του καλλιτέχνη. Ναι, οι καιροί έχουν αλλάξει, εμπορευματοποίηση κλπ, τα είπαμε και πιο πάνω, αλλά ένα καλό έργο τέχνης, είτε αυτό είναι βιβλίο, είτε γλυπτό είτε πίνακας, σε αυτό θα αποσκοπεί και αυτός είναι ο μοναδικός του ρόλος. Άλλον δεν έχει.
-Και τέλος κλείνοντας, ποια συμβουλή θα έδινες σε έναν άνθρωπο για να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα;
Αν υποθέσουμε πως είμαι σε θέση να συμβουλέψω τον οποιονδήποτε σχετικά με αυτό, θα συμβούλευα να μη σταματά να ονειρεύεται, να οραματίζεται το έργο του ολοκληρωμένο και να συνεχίζει να προσπαθεί όσο και αν οι συνθήκες μοιάζουν αντίξοες. Κακά τα ψέματα, γράφουμε πρώτα για τον εαυτό μας. Ακόμη και αν αυτό που παράγουμε δεν αρέσει σε κανέναν, τι σημασία έχει; Αν σε μερικούς σταματά να αρέσει γιατί δεν άρεσε σε κάποιους εκδότες ή αναγνώστες, τότε εκείνοι δεν ήταν ποτέ πραγματικά συγγραφείς, απλά ήλπιζαν σε κάποια αναγνώριση. Ο συγγραφέας (και γενικότερα ο καλλιτέχνης) δημιουργεί πρώτα για την ψυχή του και μετά για όλους τους άλλους. Για κάθε σελίδα που έχω δημοσιεύσει, υπάρχουν άλλες 100 που δεν έχουν δει ποτέ το φως της δημοσιότητας και ούτε πρόκειται. Καθόλου δεν με πειράζει αυτό. Το αντίθετο.
Αντώνης Κρύσιλας – Hotel Γαλήνη: εδώ
Διαβάστε περισσότερα άρθρα για το βιβλίο και συνεντεύξεις συγγραφέων: εδώ