Γιώργος Μελιόπουλος, ο σημερινός καλεσμένος μας στο yourearticles. Θα γνωρίσουμε τον ίδιο και θα μιλήσουμε για το πρώτο του μυθιστόρημα: «Ο Γαλαξίας στην τσέπη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
-Αρχικά θα θέλαμε να σε γνωρίσουμε Γιώργο. Θα μοιραστείς λίγα πράγματα μαζί μας για εσένα και τη ζωή σου;
Τη μισή μου ζωή την πέρασα σ’ ένα χωριό της Πιερίας, τη Σκοτίνα, την άλλη μισή στη Θεσσαλονίκη, κάτι που ίσως μου κληροδότησε το κόμπλεξ του επαρχιώτη που θέλει να αποδείξει την αξία του. Ή ίσως πάλι το ίδιο αυτό κόμπλεξ να ήταν εκείνο που με ώθησε εξ αρχής να φύγω απ’ το χωριό μου. Όπως και να ‘χει, τώρα ζω στη Θεσσαλονίκη, με την οποία έχω μία σχέση αγάπης-μίσους, που εντοπίζεται και στο μυθιστόρημά μου. Θα μπορούσες να με χαρακτηρίσεις άνθρωπο με περιορισμένη κοινωνικότητα (αντικοινωνικό, πιο σωστά). Σπάνια συμμετέχω σε κοινωνικές δραστηριότητες και οι αλληλεπιδράσεις μου με τους άλλους γίνονται σε μικρές, ελεγχόμενες δόσεις. Όσοι με πρωτογνωρίζουν με θεωρούν μάλλον ντροπαλό.
Γράφω περίεργες ώρες. Πότε πρωί, πότε απόγευμα, πότε βράδυ (το ωράριο ύπνου μου είναι άστατο εντελώς). Προτιμώ όμως να γράφω τα χαράματα, όταν όλοι οι άλλοι γύρω μου έχουν βγάλει -το σκασμό- κοιμούνται. Η «νορμάλ» μου δουλειά είναι να διδάσκω -κατά βάση αχρείαστα για την κανονική ζωή- πράγματα σε ανθρώπους που δεν έχουν καμία διάθεση να τα μάθουν, ενώ παράλληλα μια έκρηξη από ορμόνες συμβαίνει στο σώμα τους. Με άλλα λόγια, είμαι καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, φιλόλογος.
-Τι αγαπάς, τι φοβάσαι, τι έχεις χάσει στη ζωή;
Στο τι αγαπάω η απάντηση είναι λίγο-πολύ κοινότοπη: αγαπάω τους δικούς μου ανθρώπους, την τέχνη και το να δημιουργώ. Εκείνο που ίσως θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα ‘ταν να με ρωτούσες πώς αγαπάω, οπότε εγώ θα σου απαντούσα: «με πράξεις».
Τι φοβάμαι: την ανοησία των ανθρώπων, ειδικά όταν αυτή αποκτά μαζικό χαρακτήρα. Και τη φοβάμαι περισσότερο απ’ την κακία τους, διότι η τελευταία συνήθως διέπεται από κάποιο, έστω ιδιοτελές, κίνητρο. Η πρώτη είναι απρόβλεπτη, αδιακρίτως καταστροφική και αυτοκαταστροφική.
Τι έχω χάσει: από μικρός νομίζω ότι έχω χάσει την αθωότητα και τον ρομαντισμό μου, με την ευρύτερη σημασία του όρου. Ποτέ δεν πίστεψα στον Άι Βασίλη, ούτε σε κάποιο μεγάλο αφήγημα, πολιτικό ή θρησκευτικό. Αυτή η κυνική προσέγγιση της πραγματικότητας έχει τα καλά και τα κακά της. Από τη μία με προστατεύει απ’ τις αρλούμπες και την εξαπάτηση, από την άλλη ίσως μου δημιουργεί ένα διαρκές αίσθημα καχυποψίας που δεν με αφήνει να έρθω εύκολα κοντά με τους άλλους.
-Ποια είναι η αγαπημένη σου στιγμή της ημέρας και πώς χαλαρώνεις;
Η αγαπημένη μου στιγμή της μέρας είναι η πρώτη γουλιά του πρωινού καφέ μου. Είναι σαν να ξυπνάει ο κόσμος γύρω μου, μαζί μ’ εμένα: τα χρώματα γίνονται πιο έντονα, οι ήχοι λιγότερο ενοχλητικοί, οι άνθρωποι πιο παλέψιμοι. Βέβαια, αυτό δεν κρατάει πολύ, γιατί ο καφές μετά με στέλνει στην τουαλέτα.
Μέσα στη μέρα χαλαρώνω με το να παίζω βιντεοπαιχνίδια ακούγοντας ταυτόχρονα podcasts ή με το να διαβάζω λογοτεχνία ακούγοντας ταυτόχρονα μουσική. Μ’ αρέσει αυτό το «ταυτόχρονα». Με ξεκουράζει το να διαχέεται η προσοχή μου σε διάφορες δραστηριότητες. Ίσως γιατί, όταν εστιάζω σε ένα μόνο πράγμα, το κάνω σε εξαντλητικό βαθμό.
-Ποιες οι συγγραφικές επιρροές που έχεις δεχτεί, υπάρχουν αγαπημένοι συγγραφείς και ξεχωρίζεις κάποια έργα τους;
Οι συγγραφικές επιρροές μου είναι πολλές, αλλά δεν μπορώ να τις προσδιορίσω με ακρίβεια, μιας και το να επηρεάζεσαι δεν είναι κάτι που συμβαίνει συνειδητά. Άλλωστε, αν έλεγα ότι επηρεάζομαι περισσότερο από την Χ ή τον Ψ συγγραφέα, θα ήταν μια έμμεση παραδοχή μίμησης, πράγμα που δεν επιδιώκω. Επιπλέον, οι επιρροές μου δεν είναι κυρίως συγγραφικές. Έχω συνειδητοποιήσει ότι το ύφος της γραφής μου χρωστάει περισσότερα στη σουρεαλιστική κωμωδία (όπως αυτή του David Firth), στην underground hip hop και στο σινεμά του David Lynch, παρά σε οτιδήποτε άλλο.
Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι κι αυτοί πάμπολλοι, ο καθένας για διαφορετικό λόγο. Αν θα ‘πρεπε να ξεχωρίσω έναν, χωρίς να αναφέρω κάποιο συγκεκριμένο του έργο, αυτός θα ‘ταν ο Bukowski. Όχι για την όμορφη πρόζα του, όχι για τους μοναδικούς του χαρακτήρες, ούτε για τη ενασχόλησή του με βαθιά φιλοσοφικά ζητήματα. Για την ειλικρίνειά του τον ξεχωρίζω. Μια ειλικρίνεια που υπάρχει στην αμεσότητα της γραφής του, στην ωμότητα των σκέψεων του και των συναισθημάτων του. Πολλοί δεν τον θεωρούν πλέον «πολιτικά ορθό», αλλά ποιος νοιάζεται; Τα τελευταία χρόνια δίνουμε μεγαλύτερη έμφαση στα λόγια κάποιου, παρά στην πρόθεση πίσω απ’ αυτά, κι αυτό καλλιεργεί το φαρισαϊσμό, την επιφανειακότητα.
-Πρώτο σου μυθιστόρημα: «Ο Γαλαξίας στην τσέπη», πρωτότυπος τίτλος, τι θα διαβάσουμε;
Θα διαβάσετε μια ιστορία ενηλικίωσης με έντονα στοιχεία σουρεαλισμού και παραλόγου, που εκτυλίσσεται σε διάφορα, αλληλοκαλυπτόμενα επίπεδα: ως οικογενειακό δράμα, ως φιλοσοφική αλληγορία και ως ψυχογράφημα. Ένας φίλος μού είπε πρόσφατα ότι το βιβλίο, έτσι όπως μπλέκονται σ’ αυτό το πραγματικό και το ονειρικό, του θυμίζει δέντρο στο οποίο έχει σκαρφαλώσει κισσός. Μ’ άρεσε αυτή η παρομοίωση. Κάπως έτσι το βλέπω κι εγώ. Τέλος, να πω ότι είναι ένα μυθιστόρημα με ιδιαίτερα υποκειμενικό ύφος, πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε ενεστώτα, σκληρή γλώσσα και κυνισμό. Αφηγητής, αναξιόπιστος.
-Πώς εμπνεύστηκες το βιβλίο;
Συνήθως οι εμπνεύσεις μου αφορούν ερωτήματα που μου γέννησαν ιδιαίτερες περιπτώσεις ανθρώπων, τα οποία στη συνέχεια επιχειρώ να απαντήσω στα κείμενά μου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το ερώτημα ήταν: «μπορεί ένας άνθρωπος να αποδράσει απ’ τις συνθήκες που γεννήθηκε;»
-Ταυτίζεσαι με κάποιον ή κάποιους από τους ήρωες σου περισσότερο;
Όλοι οι ήρωες αποτελούν κομμάτι μου, οπότε με όλους, ακόμα και με αυτούς που δεν συμπαθώ, υπάρχει ένας βαθμός ταύτισης. Αυτό είναι το σωστό, αυτή είναι η πρόκληση, αυτό το καθήκον του συγγραφέα. Να βλέπει τον κόσμο μέσα απ’ τα μάτια κάποιου άλλου, ακόμα κι απεχθούς, ανθρώπου. Να τον εξερευνά, να τον κατανοεί. Στο βιβλίο νομίζω ότι μεγαλύτερη ταύτιση υπάρχει με τον κεντρικό ήρωα, τον Αργύρη, που όμως αντιπροσωπεύει περισσότερο την άγουρη νεότητά μου, παρά τον τωρινό εαυτό μου.
-Αν το βιβλίο σου ήταν μουσικό κομμάτι, ποιο θα ήταν;
Θα ήταν σίγουρα κάποιο κομμάτι των Death Grips, μάλλον το Artificial Death in the West. Κοινά στοιχεία: η σπαραγματικότητα των εικόνων, η ωμότητα του λόγου, το αστικό χάος, η λαβυρινθώδης, γκλιτσαρισμένη πραγματικότητα. Ίσως και το απροσπέλαστο της σύνθεσης.
Ας σε κεράσω μερικούς στίχους:
Accustomed to these satin glitches drippin from my casket’s inners
Charmer play me out the basket last image I saw was splintered
My reflection wasn’t in it, in slow motion I give in
Hopeless premonitions
Tomorrow didn’t come some say it’s hiding
But they’re the ones who’ve hidden
Euphoria followed by visions of peasants eating pigeons
-Ποια τα μελλοντικά συγγραφικά σου σχέδια;
Στην παρούσα φάση διορθώνω το επόμενο μυθιστόρημά μου, μια σουρεαλιστική σάτιρα. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου έχω δεκάδες ιδέες για μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα. Όποιες απ’ αυτές αντέξουν στο χρόνο, ίσως υλοποιηθούν. Πάντως έχω σκοπό, όσο μου το επιτρέπουν οι συνθήκες, να γράφω.
-Kαι κλείνοντας αυτή τη συνέντευξη, θα ήθελες να μας δώσεις μία ευχή για το 2023;
Δεν πιστεύω στις ευχές. Κι όταν ακόμα δίνω ευχές σε άλλους, αυτό είναι από κοινωνική ευπρέπεια. Τις βλέπω ως μια απεύθυνση προς μια ανύπαρκτη μεταφυσική δύναμη, από την οποία περιμένεις χατίρια χωρίς οι ενέργειές σου να τα υποστηρίζουν -κατάλοιπο μιας θεοκεντρικής κοσμοαντίληψης.
Για να μην είμαι όμως πολύ στριμμένος και με κίνδυνο να γίνω γραφικός, αντί ευχών θα δώσω μερικές παροτρύνσεις για το 2023, το 2024, το 2025 και κάθε χρονιά: Ας είμαστε πιο ευαίσθητοι απέναντι στον πόνο του άλλου. Ας δίνουμε βοήθεια όπου μπορούμε. Ας κάνουμε μια αυτοκριτική που και που. Ας έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και την κρίση μας οξεία, ώστε να μην πέφτουμε θύματα της ίδιας απάτης. Ας είμαστε λιγότερο μαλάκες.
Περισσότερα για τον συγγραφέα και το βιβλίο του: εδώ
Διαβάστε περισσότερες απόψεις για βιβλία και συνεντεύξεις συγγραφέων: εδώ