Mαριλένα Παππά: «Μία τυχαία συνάντηση με τον Εντ Μπέγκελς»

H Mαριλένα Παππά είναι μία νέα συγγραφική φωνή. Το μυθιστόρημά της: «Μία τυχαία συνάντηση με τον Εντ Μπέγκελς», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγγελάκη. Κοντά μας σε μία αποκλειστική συνέντευξη για το yourearticles.

-Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας λίγα πράγματα ώστε να σε γνωρίσουμε καλύτερα;

Για να δούμε:
Α) Γράφω από πολύ μικρή ηλικία – 7 ετών περίπου, είναι κάτι πολύ δικό μου, ο τρόπος μου να επικοινωνώ, είναι αυτό που αγαπώ να κάνω, να είμαι. Είναι κάτι που με κάνει να βλέπω τον κόσμο διαφορετικά, με κάνει να ονειρεύομαι ακόμα, είναι κάτι που κρατάει ζωντανό εκείνο το παιδί που ήμουν κάποτε που γελούσε και δε φοβόταν τίποτα, που πίστευε ότι θα κατακτήσει τον κόσμο.
Β) Έχω οριακά εμμονή με τον ουρανό. Τα σύννεφα, τα χρώματα, λίγο πριν βραδιάσει.
Γ) Το νέο μου βιβλίο λέγεται «Μία τυχαία συνάντηση με τον Εντ Μπέγκελς», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγγελάκη, βρίσκεται στη 2η ανατύπωση και όλο αυτό με κάνει χαρούμενη. Είναι μια πολύ όμορφη συνεργασία, μια όμορφη συγκυρία, το βιβλίο αυτό είναι μια αναγέννηση.
Δ) Κάθε μέρα ρωτάω τον άντρα μου «Τι λες, θα τα καταφέρω; Θα φτάσω εκεί που θέλω;»
Δ) Αυτήν τη στιγμή ακούω Alanis Morissete και νιώθω ευγνωμοσύνη γι’ αυτήν τη μικρή ζωή που έχω δημιουργήσει… να κάθομαι ήσυχη στο σαλόνι του σπιτιού μας, να έχω βάλει το παιδάκι μου για ύπνο, να ακούω τη μουσική που μου αρέσει και να δίνω συνέντευξη για το νέο μου βιβλίο.

-Αγαπημένη σου στιγμή μέσα στην μέρα;

Τα απομεσήμερα της άνοιξης. Έχουν μια αισιοδοξία και μια μελαγχολία, ένα συναίσθημα στο οποίο «πατάω» συχνά για να σκεφτώ κάτι, να συνδέσω κάτι με κάτι άλλο, να γράψω.

-Τι αγαπάς, τι φοβάσαι και τι έχεις χάσει στη ζωή;

Αγαπάω τα σαββατοκύριακα με τους φίλους μας και τις βόλτες που κάνουμε τις Παρασκευές σα να απελευθερωνόμαστε από κάτι. Φοβάμαι σχεδόν τα πάντα, πολλές φορές μέσα στη μέρα κάνω σκοτεινές σκέψεις για όλα όσα μπορούν πάνε εντελώς λάθος. Κάθε μέρα συνειδητοποιώ πόσο εύθραυστη είναι η ζωή και πόσο τυχεροί είμαστε που ζούμε, που έχουμε αυτά που έχουμε. Καταλήγω τελικά να μετατρέπω τον φόβο σε ευγνωμοσύνη. Έλεγα με τη φίλη μου τη Σοφία πώς στο καλό πέρασαν τόσα πολλά χρονιά από τότε ήμασταν στο δημοτικό ή από τότε που ήμασταν 20; Νιώθω κάποιες φορές ότι μου λείπει εκείνη η ανεμελιά που είχα, η άγνοια κινδύνου για όλα. Που δε φοβόμουν τίποτα απολύτως. Πώς καλλιεργήθηκαν τόσοι φόβοι μέσα στα χρόνια; Σα να έφυγε ένα κομμάτι από εκείνον τον άνθρωπο που ήμουν κάποτε.

-Οι συγγραφείς που σε συγκλόνισαν όταν τους διαβάσατε για πρώτη φορά;

Μου ήρθαν αυθόρμητα τρεις: Όταν διάβασα Το Αυγουστιάτικο φεγγάρι της Βούλας Μάστορη στα 10, όταν διάβασα τον κήπο της αχαριστίας του Κώστα Καρυωτάκη στα 14 κι όταν διάβασα τον νάνο του Lagerkvist Pär στα 15.

-Πώς κρίνεις το αναγνωστικό κοινό σήμερα; Οι νεότερες γενιές αγαπούν το διάβασμα;

Θέλω να πιστεύω πως ναι! Τα social media είναι γεμάτα από λογαριασμούς με βιβλιόφιλους νεαρής ηλικίας. Είναι ένα δείγμα πιστεύω! Εγώ έχω έρχομαι σε επαφή με πολλούς αναγνώστες όλων των ηλικιών και αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει η ανάγκη για μια αναγέννηση στον χώρο της λογοτεχνίας. Χώρος για νέες φωνές, για μία λογοτεχνία που θα συμπαρασύρει τους αναγνώστες και δε θα τους στήνει απέναντι σε δήθεν κείμενα, δήθεν συγγραφείς κι άλλη μία βαρετή παρουσίαση σε κάποιο βιβλιοπωλείο. Όχι! Αξίζουμε κάτι καλύτερο απ’ αυτό.

-Μία τυχαία συνάντηση με τον Εντ Μπέγκελς, πώς εμπνεύστηκες τον τίτλο, ποιος είναι ο Εντ Μπέγκελς;

Αυτήν ακριβώς την ερώτηση είναι που θέλω να κάνουν οι αναγνώστες και να ξεκινήσουν να διαβάζουν το βιβλίο. Ο Εντ Μπέγκελς είναι μία μικρή πράξη αγάπης που μπορεί να αλλάξει τη ζωή κάποιου. Ο Εντ Μπέγκελς μπορεί να είναι οποιοσδήποτε από εμάς. Ο τρόπος που εμπνεύστηκα τ’ όνομα είναι αστείος, αλλά κι ενδεικτικός του τρόπου που λειτουργεί ο ψυχισμός μας. Ένα πρωί ξύπνησα κι άρχισα να λέω στον άντρα μου «Εντ Μπέγκελς, Εντ Μπέγκελς» – είχα ξυπνήσει με αυτό το όνομα. Στην πορεία συνειδητοποίησα πώς προήλθε: Για αρκετό καιρό κορόιδευα τον άντρα μου που έλεγε το bagel, μπάγκελ. «Θα παραγγείλω ένα μπάγκελ με σολωμό», μου έλεγε κι εγώ γελούσα, ενώ επαναλάμβανα τη λέξη μπάγκελ με στόμφο. Ε, το υποσυνείδητο έκανε σωστά τη δουλειά του… Αυτό είναι άλλωστε και το μαγικό της συγγραφής: παίρνεις το τίποτα, το πλάθεις, το αναδημιουργείς και το κάνεις κάτι άλλο.

-Πόσο καιρό σου πήρε να γράψεις το έργο και ποια η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισες;

Ξεκίνησα να γράφω ένα απόγευμα του Φεβρουαρίου του 2024. Ξεκίνησε φυσικά, σαν να περίμενα χρόνια να γράψω αυτό το βιβλίο και σαν να ήξερα κάθε σελίδα του απ’ έξω. Το Η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά έγραψα ένα βιβλίο μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Όπως σας είπα ξεκίνησε ένα απόγευμα του Φεβρουαρίου και ολοκληρώθηκε κάποιο άλλο απόγευμα στο τέλος του ίδιου μήνα. Έγραφα κάθε μέρα για ώρες και οι σελίδες γέμιζαν σχεδόν χωρίς κανέναν κόπο. Ήταν λες και οι ίδιοι οι ήρωες μου διηγούνταν την ιστορία τους κι εγώ την κατέγραφα!

-Πώς οδηγήθηκες στο γράψιμο; Έχεις βιώσει το λεγόμενο: «συγγραφικό μπλοκάρισμα» (writer’s block);

Έχω ζωντανή μέσα μου μία εικόνα, από τότε που ήμουν τριών ή τεσσάρων: Είμαι στην αυλή του παλιού μας σπιτιού, κοιτάζω το τσιμέντο που έχει ξεφτίσει από κάτω, κοιτάζω τον ήλιο και τα λευκά κάγκελα της αυλής και σκέφτομαι ότι όταν μεγαλώσω θα γίνω συγγραφέας. Είναι το παιδικό μου όνειρο λοιπόν. Σε ό,τι έχει να κάνει με το μπλοκάρισμα, θα σου πω ότι το έχω βιώσει πολλές φορές στη ζωή μου και για τη συγγραφή και για την ίδια τη ζωή. Ίσως έτσι εμπνεύστηκα κι ένα προηγούμενο βιβλίο μου, «Το τελευταίο εμπόδιο». Τότε που συνειδητοποίησα ότι το πρώτο και το τελευταίο εμπόδιο για την εξέλιξή μας είναι ο ίδιος μας ο εαυτός.

-Αντιμετώπισες δυσκολίες στο ξεκίνημα σου; Τι είδους εμπόδια έχει να υπερβεί ένας νέος συγγραφέας για να εκδώσει το έργο του και να εδραιωθεί;

Άπειρες! Δυσκολίες, αμφισβήτηση, απόρριψη, αποτυχίες. Όλη μου η πορεία είναι γεμάτη απ’ όλα αυτά τα στοιχεία. Ο χώρος της λογοτεχνίας είναι αρκετά απαιτητικός για κάποιον που ξεκινάει από το μηδέν. Εγώ για παράδειγμα ξεκίνησα πιστεύοντας ότι έχω γράψει κάτι που αξίζει τουλάχιστον το Νόμπελ Λογοτεχνίας (όταν ήμουν 17 ετών). Ξαναδιαβάζοντάς το, συνειδητοποίησα ότι το κείμενο ήταν τρομερά προβληματικό κι άγουρο. Αρχικά λοιπόν ένας συγγραφέας πρέπει να υπερβεί το «ψώνιο» του και να διαβάσει το κείμενό του πρώτα ως αναγνώστης, κι έπειτα ως επιχειρηματίας που θα επενδύσει σε αυτό το κείμενο. Έτσι μπορεί να αντιληφθεί τι μπορεί να θέλει να διαβάσει ένας αναγνώστης ή σε τι θα θελήσει να επενδύσει ένας εκδότης. Κι αφού το κάνει αυτό και πραγματικά πιστέψει στο έργο του, πρέπει να συνεχίσει να πιστεύει. Να μη χάσει αυτή τη φλόγα. Η αμφισβήτηση κι η απόρριψη είναι κομμάτι του παιχνιδιού. Όπως επίσης στο παιχνίδι είναι και οι λεγόμενοι vanity εκδότες που σου τάζουν, σου τάζουν, σε βάζουν «συνεκδότη» της έκδοσης (πρακτικά χρηματοδότη) και τελικά καταλήγεις να παίρνεις ένα 10% (κι αν το πάρεις…!) τα βιβλία που εσύ χρηματοδότησες, εσύ πούλησες, εσύ έγραψες (τέλειο;). Έχοντας ξεπεράσει αυτούς τους σκοπέλους (ή έχοντας φάει τα μούτρα μας – συνήθως τα τρώμε πρώτα!), θα χτυπήσει πόρτες πιο μεγάλων εκδοτών που πιθανόν δε θ’ ανοίξουν (εκτός κι αν… εδώ υπάρχουν πολλά εκτός κι αν). Εκτός κι αν έχεις ήδη ένα χτισμένο κοινό, εκτός κι αν είσαι ένα ήδη γνωστό όνομα από κάποιον άλλον χώρο, εκτός κι αν γράφεις μέτρια ή κακή λογοτεχνία που στοχεύει σε ένα συγκεκριμένο κοινό, εκτός κι αν έχεις γράψει τη βιβλιαράρα του αιώνα, εκτός κι αν βρεθεί στο δρόμο σου ο κατάλληλος άνθρωπος. Υπάρχει τόσα πολλά εκτός κι αν. Οπότε πίστη σε αυτό που κάνουμε και αυτό που είναι να λάμψει, θα λάμψει. Αυτό το πιστεύω βαθιά μέσα μου.

-Ο ρόλος του διαδικτύου στο ζήτημα των εκδόσεων και πωλήσεων του βιβλίου σήμερα είναι σημαντικό πιστεύεις;

Για μένα είναι ένα φοβερό εργαλείο. Μέσω των social media έχω γνωρίσει φοβερούς ανθρώπους, φοβερούς αναγνώστες και είναι ένας χώρος ελεύθερος που μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτό που θέλεις και να βρεις και το αντίστοιχο κοινό.

-Περνάνε κρίση οι εκδοτικοί οίκοι και το βιβλίο σήμερα;

Από τη μία έχουμε το εξής γεγονός: ξεπηδούν ολοένα και περισσότεροι νέοι εκδότες, από την άλλη έχουμε το άλλο γεγονός: οι πωλήσεις των βιβλίων δεν θα έλεγες ότι διαμορφώνουν το ΑΕΠ αυτής της χώρας. Πιστεύω ότι ως κοινωνία περνάμε μία κρίση, μία μετάβαση. Από το κατεστημένο σε κάτι καινούργιο. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στον εκδοτικό χώρο. Υπάρχει μετάβαση (κι ευτυχώς δηλαδή).

-Ως δημιουργός νιώθεις πληρότητα από το έργο που έχεις καταθέσει ή υπάρχουν ακόμα πράγματα που δεν ειπώθηκαν ή καταγράφηκαν και θα το ήθελες;

Ποτέ δεν ησυχάζεις. Πάντα υπάρχει μια νέα ιστορία να πεις.

Μία τυχαία συνάντηση με τον Εντ Μπέγκελς: εδώ

Διαβάστε περισσότερα άρθρα για το βιβλίο και συνεντεύξεις συγγραφέων: εδώ

Ο Γιώργος Δόλγυρας γεννήθηκε στα Ιωάννινα 10.05.89. Μεγάλωσε στην Έδεσσα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στη Νομική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Σπούδασε στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ στο τμήμα Δημοσιογραφίας. Παρακολούθησε μαθήματα σκηνοθεσίας, θεάτρου και συγγραφής. Εργάστηκε σε διάφορες θεατρικές και κινηματογραφικές παραγωγές. Το 2020 εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων Τρόμου – Φαντασίας: «Σκοτεινά Φεγγάρια», η οποία κυκλοφόρησε από τις «Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή». Αρθρογραφεί επίσης στον ιστότοπο πολιτισιμού: culturepoint.gr και στο vivliosimeia.gr