Γιάννης Κατσιαούνης, o σημερινός καλεσμένος μας στο yourearticles σε μία αποκλειστική συνέντευξη ώστε να γνωρίσουμε τον ίδιο και το έργο του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Anubis
Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τη συγγραφή;
Από πολύ μικρή ηλικία υπήρξα φανατικός αναγνώστης. Διάβαζα οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου. Και συχνά, όταν διάβαζα κάποιο βιβλίο, που μου άρεσε πολύ, μου έμπαινε η ιδέα να γράψω κι εγώ κάτι παρόμοιο. Ειδικά με τα ιστορικά μυθιστορήματα του Σερ Ουόλτερ Σκοτ και του δικού μας Κ.Δ. Κυριαζή μου συνέβαινε αυτό. Καταπώς φαίνεται, η μεσαιωνική Αγγλία και το Βυζάντιο, μου ασκούσαν μια ιδιαίτερη έλξη. Αυτές οι απόπειρες κατέληγαν συνήθως σε 2-3 σελίδες, που απέμεναν μετέωρες. Το μικρόβιο όμως, είχε μπει ήδη μέσα μου, από το Δημοτικό ακόμα.
Ποιο ήταν το πρώτο σας ολοκληρωμένο έργο — και πώς νιώσατε όταν το τελειώσατε;
Το πρώτο μου ολοκληρωμένο έργο ήταν η τριλογία μου «Στις Κοιλάδες του Φεγγαριού». Είναι παράξενη η αίσθηση, που έχεις, όταν ολοκληρώνεις μια δημιουργία. Και μάλιστα τόσο μεγάλη σε όγκο. Είναι σα να φτάνεις στην κορυφή ενός βουνού. Ατενίζοντας όμως άλλες κορφές απάτητες στον ορίζοντα, δεν σου μένουν και πολλά περιθώρια, για να πανηγυρίσεις. Ξέρεις, ότι είναι μόνο η αρχή κι όχι το τέλος του δρόμου. Αυτό μπορεί και να σε μελαγχολήσει λίγο. Αλλά όταν ξεκινάς πάλι απ’ την αρχή να γράφεις κάτι καινούργιο, τα αφήνεις πίσω σου όλα αυτά.
Υπάρχουν συγγραφείς ή βιβλία που σας ενέπνευσαν να ασχοληθείτε με τη φαντασία;
Υποθέτω, ότι δεν θα πρωτοτυπήσω καθόλου με αυτήν την απάντηση. Ο Πατριάρχης του είδους φυσικά. Και αναφέρομαι στο Διοικητή του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας J.R.R. Tolkien και το αξεπέραστο έργο του. Ακολούθησαν ο Robert Jordan, ο G.R.R. Martin και ο R.A. Salvatore.
Ποιο στοιχείο της ελληνικής κουλτούρας ή μυθολογίας θεωρείτε ότι επηρεάζει περισσότερο το έργο σας;
Η ελληνική μυθολογία προφανώς και με έχει επηρεάσει. Όπως και οι μυθοπλασίες άλλων λαών. Ιδιαίτερα των Κελτών και των Βίκινγκς. Για εμένα η πεμπτουσία της ελληνικότητας είναι η δημιουργία μέσα από το χάος και η αναγέννηση μέσα από την απόλυτη καταστροφή. Κι αυτά τα δύο στοιχεία διαπερνούν απ’ άκρη σ’ άκρη το μεγαλύτερο μέρος του έργου μου. Ειδικά την τριλογία «Στις Κοιλάδες του Φεγγαριού». Είναι δυο θεματικές στις οποίες πάντα επιστρέφω.
Πώς δημιουργείτε τους κόσμους και τους κανόνες της φαντασίας στα έργα σας;
Θα μπορούσα, να γράψω ένα ολόκληρο βιβλίο, μόνο και μόνο για ν’ απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Θα προσπαθήσω όμως, να το κάνω πιο συνοπτικά. Στην πραγματικότητα δεν χρειάστηκε να φτιάξω τίποτα εξαρχής. Οι αρχαίοι μύθοι ήταν ήδη εκεί. Οι θρησκείες και η ιστορία του πραγματικού κόσμου επίσης. Όπως και πολλά συστήματα κανόνων για παιχνίδια ρόλων και κόσμους, που είχαν δημιουργήσει άλλοι πριν από εμένα. Έπρεπε βέβαια όλα αυτά, να τα βάλω σε μια σειρά. Κάποια να τα κρατήσω, άλλα να τα πετάξω ή να τα τροποποιήσω, για να ανταποκρίνονται στις δικές μου απαιτήσεις, ενώ στο τέλος προσέθεσα και τα εντελώς πρωτότυπα και ιδιαίτερα στοιχεία, που προσδίδουν στον κόσμο μου τη μοναδικότητα του. Μου πήρε κοντά μια δεκαετία όλο αυτό. Αλλά άξιζε τον κόπο. Όχι ως κατάληξη μονάχα. Αλλά κι η ίδια η διαδικασία. Ειρήσθω εν παρόδω, τα βιβλία, που έχω γράψει για τη δομή του κόσμου μου, ξεπερνούν σε όγκο το ως τώρα λογοτεχνικό μου έργο. Δεν θα τα εκδώσω ποτέ πιθανότατα. Αλλά έχουν εκπληρώσει έτσι κι αλλιώς το σκοπό τους.
Προτιμάτε να ξεκινάτε από έναν χαρακτήρα ή από μια ιδέα/κόσμο;
Από έναν χαρακτήρα. Ξεκάθαρα. Ή και περισσότερους του ενός, όπως συνέβη στην τριλογία μου. Ο κόσμος είναι εκεί και χρειάζεται να είναι εκεί – το ανέλυσα και πριν – αλλά για εμένα δεν πρέπει να γίνει ο πρωταγωνιστής. Είναι απλά το πλαίσιο, μέσα στο οποίο οι χαρακτήρες θα ξεδιπλώσουν την προσωπική ιστορία τους. Τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από αυτό.
Πώς διαχειρίζεστε την ισορροπία ανάμεσα στη φαντασία και την ρεαλιστική αφήγηση;
Προτού καταπιαστώ με τη συγγραφή, υπήρξα για χρόνια ένας ακάματος gamer. Οπότε, πιστέψτε με, τα σύνορα ανάμεσα σε έναν φανταστικό κόσμο και τον πραγματικό, είχαν λεπτύνει ήδη τόσο για εμένα, που μπορούσα να περιγράψω μια ξιφομαχία σε μια μεσαιωνική ταβέρνα το ίδιο φυσικά, σα να γράφω για κάποιον, που βγήκε το πρωί από το σπίτι του για να πάει στο περίπτερο . Εντάξει ίσως είμαι λίγο υπερβολικός. Υπήρξαν στιγμές, που αναζήτησα στο ίντερνετ πληροφορίες ακόμα και από τις φυσικές επιστήμες, προκειμένου να μεταφέρω μια αίσθηση ρεαλισμού στην αφήγηση μου. Το μυστικό είναι να μην γράφεις απλά για έναν χαρακτήρα μέσα σε μια κατάσταση, αλλά να γίνεσαι εσύ ο ίδιος ο χαρακτήρας. Να γράφεις σα να βιώνεις την πλοκή. Δύσκολο. Αλλά εδώ παίζει όντως το ρόλο της η εμπειρία του gamer.
Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα βασικά χαρακτηριστικά μιας καλής ιστορίας φαντασίας;
Χαρακτήρες/πλοκή/γλώσσα. Όχι απαραίτητα με αυτήν τη σειρά. Άφησα απ’ έξω το χτίσιμο του κόσμου. Και όχι από αμέλεια. Αλλά επειδή πρώτα απ’όλα το θεωρώ αυτονόητο και κατά δεύτερον επειδή από μόνο του δεν είναι απολύτως τίποτα. Είναι ο καμβάς και όχι ο πίνακας ο ίδιος.
Πώς είναι η καθημερινότητά σας ως συγγραφέας; Έχετε συγκεκριμένες συνήθειες ή ρουτίνα;
Προσπαθώ, όσο μπορώ, να γράφω καθημερινά τουλάχιστον μία σελίδα. Ακόμα κι αν αυτή η σελίδα περιέχει βλακείες, που αργότερα θα τις πετάξω. Δεν έχει σημασία. Ακόμα και όταν δεν γράφω όμως, βρίσκω χρόνο για να σκέφτομαι αυτό, που θέλω να γράψω. Επεξεργάζομαι μέσα στο μυαλό μου την πλοκή, την εξέλιξη των χαρακτήρων, αν σε όσα έχω ήδη γράψει χρειάζεται κάποια προσθήκη ή αναθεώρηση. Ακόμα και ολόκληρες φράσεις, μπορεί να στριφογυρνάνε μες στο μυαλό μου για μέρες, πολύ πριν τις πληκτρολογήσω στον υπολογιστή. Η συγγραφή δεν είναι απλά το χόμπυ μου. Ούτε καν το επάγγελμα μου. Είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτά. Ζω γι’ αυτήν. Και εν μέρει και μέσα απ’ αυτήν.
Τι σας δυσκολεύει περισσότερο στη συγγραφή ενός βιβλίου φαντασίας;
Οι σκηνές μάχης και οι ερωτικές σκηνές. Συχνά όταν γράφω, έχω έναν κινηματογραφικό τρόπο σκέψης. Αλλά η απόδοση της κίνησης στη γραφή είναι ένα εγχείρημα πολύ πιο δύσκολο απ’ ότι η απόδοση της με εικόνα. Θα έλεγα με κάθε ειλικρίνεια, ότι αυτό είναι και το αδύναμο σημείο μου. Και αυτό στο οποίο θεωρώ, πως έχω ακόμα πολλά περιθώρια βελτίωσης στο μέλλον.
Έχετε δεχτεί επιρροές από κινηματογράφο, παιχνίδια ή μουσική στο έργο σας;
Άπειρες. Ειδικά από το παλιό καλό d&d της έκδοσης 3.5. Δεν το κρύβω, πως αποτέλεσε το έναυσμα, για να δημιουργήσω το δικό μου φανταστικό κόσμο. Φυσικά και οι ταινίες του είδους, αλλά όχι μόνο. Υπάρχουν κομμάτια των βιβλίων μου, που τα χειρίστηκα ξεκάθαρα ως κινηματογραφικές σεκάνς. Ειδικά τις εισαγωγικές παραγράφους ορισμένων κεφαλαίων ή τα περάσματα από το ένα κεφάλαιο στο άλλο. Η μουσική είναι έτσι κι αλλιώς η τρίτη μου μεγάλη αγάπη μετά τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Εκεί τα πράγματα είναι απλά. Μόνο rock. Και μάλλον αυτό με έχει επηρεάσει στη γραφή μου με τρόπους, που μήτε ο ίδιος τους κατανοώ απόλυτα. Ειδικά στο πώς παρουσιάζω τους βάρδους στον κόσμο μου, που δεν είναι και τόσο οι κλασσικοί βάρδοι, όπως τους γνωρίζουμε από τη μεσαιωνική παράδοση, ή ακόμα και τα παιχνίδια ρόλων.
Πώς αντιδράτε στην κριτική και πώς την αξιοποιείτε;
Η χειρότερη κριτική είναι η σιωπή. Πάντα. Οποιαδήποτε άλλη άποψη δεν με ενοχλεί. Εξάλλου είναι συχνά και υποκειμενική. Αν αφορά τεχνικά ζητήματα, το παραδέχομαι, ότι όντως επιδέχεται η γραφή μου βελτίωσης και προσπαθώ να την ενσωματώσω σε αυτήν μου την προσπάθεια. Αν αφορά την πλοκή ή τη δομή του κόσμου μου δεν μπορώ να κάνω και πολλά. Έχω αποδεχθεί, ότι δεν μπορούν να αρέσουν όλα σε όλους. Και δεν είναι απαραίτητο κιόλας. Μια κριτική, που δέχομαι συχνά, είναι ότι τα βιβλία μου εμπεριέχουν πολλή βία. Το μόνο, που έχω να απαντήσω σε αυτό, είναι ότι ακόμα δεν έχω καταφέρει, να αποτυπώσω όση βία πραγματικά θα ήθελα. Ελπίζω στο μέλλον. Περιέργως όμως, κανένας δεν δείχνει, να έχει πρόβλημα με το σεξ.
Πώς βλέπετε τη λογοτεχνία του φανταστικού στην Ελλάδα σήμερα;
Πριν τριάντα χρόνια το ερώτημα αυτό δεν θα μπορούσε καν να τεθεί. Τώρα συζητιέται ευρέως, ανεξάρτητα από την άποψη, που έχει ο καθένας για το θέμα. Αυτό και μόνο δείχνει, ότι ο χώρος έχει διανύσει ήδη μια πολύ μεγάλη απόσταση προς τα μπροστά. Και αυτό είναι ελπιδοφόρο από μόνο του. Το έχω πει πολλές φορές δημόσια και θα το επαναλάβω και εδώ. Ένας Έλληνας δεν έχει σε τίποτα, μα σε τίποτα, να ζηλέψει τους ξένους. Και δεν αφορά τη λογοτεχνία του φανταστικού η τοποθέτηση μου αυτή μονάχα. Σ’αυτά τα χώματα γεννήθηκε η μυθοπλασία. Τουλάχιστον στην Ευρώπη. Κάθε κύτταρο του λαού μας την αναπνέει για αιώνες. Όχι πάντα για καλό. Αλλά αυτοί είμαστε. Κι αυτή την βαρειά κληρονομιά υπηρετούμε.
Πιστεύετε ότι το ελληνικό κοινό είναι ανοιχτό στη φαντασία;
Αν κρίνω απ’ αυτους, που κατά καιρούς ψηφίζει, σίγουρα πουλάνε πολύ στην κοινωνία μας τα παραμύθια. Πέρα απ’ την πλάκα, νομίζω, πως υπάρχει κοινό για το είδος και μάλιστα συνεχώς διευρυνόμενο. Αλλά και πολύ απαιτητικό επίσης. Το ζητούμενο δεν είναι να βρούμε το κοινό. Αλλά να καταφέρουμε, να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις του.
Πώς μπορούν οι συγγραφείς φαντασίας να στηρίξουν ο ένας τον άλλο και να αναπτυχθεί το είδος;
Η συγγραφή και κάθε είδος τέχνης γενικότερα, είναι ένας μοναχικός δρόμος. Δεν ξέρω επομένως, αν θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι όλοι μαζί. Ας φροντίσει τουλάχιστον ο καθένας κι η καθεμιά από εμάς ξεχωριστά, να προσφέρει όλο και πιο ποιοτικά βιβλία στο κοινό. Το ατομικό θα φέρει και το συλλογικό. Αναπόφευκτα.
Tι ετοιμάζετε αυτή την περίοδο;
Πολλά. Κι ευελπιστώ αυτό να μην καταλήξει στο τέλος, να σημαίνει τίποτα. Έχω πολλές ιδέες για μυθιστορήματα και διηγήματα. Πάντα στον φανταστικό κόσμο του Νούβεθερ και στην ήπειρο της Ελθόρα. Έχω αρχίσει να γράφω μια καινούργια τριλογία, που θα αποτελεί τη συνέχεια της προηγούμενης. Αυτό φυσικά, ενδεχομένως να μου πάρει και χρόνια για να ολοκληρωθεί. Παράλληλα όμως, ξεκίνησα και ένα αυτοτελές μυθιστόρημα για τις περιπέτειες ενός από τους χρακτήρες της τριλογίας μου, της βάρβαρης πολεμίστριας Τάργια Βέτουρχοντ, προτού συναντηθεί με την υπόλοιπη παρέα των Κοιλάδων. Φιλοδοξώ, το βιβλίο αυτό να είναι πιο κοντά στο κλίμα του παλιού/ορθόδοξου sword and sorcery της δεκαετίας του ’80. Πέρα απ’ αυτά υπάρχουν μερικά έργα μου ήδη έτοιμα – κάποια και βραβευμένα – που θα πάρουν σιγά – σιγά το δρόμο τους προς το κοινό.
Αν μπορούσατε να δώσετε μία συμβουλή σε έναν νέο συγγραφέα φαντασίας, ποια θα ήταν;
Να αφιερώσει χρόνο – αλλοίμονο, χρόνια – στο «χτίσιμο» του κόσμου του. Και μετά να τον ξεχάσει. Το είπα και πρωτύτερα στην κουβέντα μας. Οι χαρακτήρες και η πλοκή είναι το παν. Εννοείται και η γλώσσα. Οι κόσμοι, που φτιάχνουμε, υπάρχουν αποκλειστικά για να λειτουργούν υποστηρικτικά στην πλοκή. Δεν είναι η πλοκή η ίδια. Το 90% της κοσμοπλασίας μας πιθανότατα δεν θα το χρειαστούμε ποτέ και για τίποτα. Αλλά πρέπει να υπάρχει. Και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Οφείλουμε όλοι και όλες να το αποδεχθούμε αυτό και να προχωρήσουμε παραπέρα.
Αν ο κόσμος σας γινόταν πραγματικότητα για μια μέρα, τι θα κάνατε εκεί;
Θα αγωνιζόμουν να τον αλλάξω. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω, σε έναν κόσμο γεμάτο βία, αμοραλισμό, κοινωνικές ανισότητες και φυλετικές προκαταλήψεις; Είναι δεδομένο, ότι στο τέλος θα κατέληγα κάτω απ’ τον πέλεκυ κάποιου δήμιου. Ή ακόμα χειρότερα, θα με λίντσαρε ένας μαινόμενος όχλος. Ή θα μπορούσα πάλι να κάνω το ίδιο, που κάνω και στον πραγματικό κόσμο. Να γίνω ένας βάρδος, που θα διασκέδαζε αυτούς, που υπό άλλες συνθήκες θα τον λίντσαραν. Όχι όμως κι εκείνους, που θα του έκοβαν το κεφάλι.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο όνειρό σας ως δημιουργός;
Να γίνει κάποιο από τα βιβλία μου σήριαλ ή ταινία και τον πρωταγωνιστικό γυναικείο ρόλο, να τον έχει η Κέιτ Μπλάνσετ. Απλά και μόνο για να μου δοθεί η ευκαιρία, να την δω από κοντά και να της ζητήσω αυτόγραφο. Ειλικρινά καμμιά άλλη επιτυχία ή αναγνώριση δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτό. Κάθε άνθρωπος δικαιούται να έχει μια αδυναμία. Η δική μου είναι αυτή. Το παραδέχομαι.
Μια φράση ή απόσπασμα από το έργο σας που θα θέλατε να μείνει στο κοινό;
Η πιο δύσκολη ερώτηση από όλες. Όσοι/ες έχουν διαβάσει τα βιβλία μου, καταλαβαίνουν το λόγο. Παρ’ όλ’ αυτά θα διαλέξω τα λόγια, που απευθύνει ο ιερέας Λοθάριο Άβεριλ στον μόνιμα δηκτικό και πικρόχολο ασσασσίνο της παρέας, στο τέταρτο κεφάλαιο του «Μισθοφόρου», του πρώτου βιβλίου της τριλογίας. «Κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει ήρωας, Ρόγκυ Λαμάρκ. Άλλος με το σπαθί, άλλος με μια αξίνα κι ένα δρεπάνι. Γιατί ο ηρωισμός υπάρχει μέσα σε καθέναν και σε καθεμία από εμάς. Σε κάθε άντρα και κάθε γυναίκα, σ ’οποιαδήποτε γωνιά του πολλαπλού σύμπαντος κι αν βρίσκονται. Είναι παιδί της ανάγκης περισσότερο κι όχι προνόμιο κάποιων λίγων κι εκλεκτών, όπως μας λένε τα βιβλία και τα τραγούδια των βάρδων. Όλοι είμαστε ήρωες σ’ αυτή τη ζωή, ακόμα και δίχως να το ξέρουμε πολλές φορές. Ακόμα κι εγώ. Ακόμα κι εσύ. Καθένας μας με το δικό του τρόπο.»

Κατσιαούνης Γιάννης – Στις Κοιλάδες του Φεγγαριού – Εκδόσεις Anubis: εδώ
Διαβάστε περισσότερα άρθρα για το βιβλίο και συνεντεύξεις συγγραφέων: εδώ