Έπρεπε να φτάσω 19 χρονών και να αποφασίσω να σπουδάσω Φιλολογία, για να μου πει κάποια ότι οι Μεταπολεμικοί είναι ανάμεσα μας. Ή τουλάχιστον, θα έπρεπε να είναι.
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Γερμανική Κατοχή, έναρξη Εμφυλίου πολέμου. Τα «ολίγα» που έζησαν οι Μεταπολεμικοί. Αλλά, ας το πάρουμε από την αρχή.
Μεταπολεμικοί θεωρούνται οι συγγραφείς των οποίων τα έργα εκδόθηκαν από το 1943 και μετά. Οι δημιουργοί που εξέδωσαν τα έργα τους από το 1943 μέχρι και το 1960, ανήκουν στην Α’ Μεταπολεμική γενιά, ενώ από το ’60 και έπειτα, στην Β’ Μεταπολεμική γενιά.
Όπως είδατε και από τον τίτλο θα αναφερθούμε στα εισαγωγικά της εποχής και της θεματικής των μεταπολεμικών (και θα τους εγκωμιάσουμε ολίγον).
Ένα άρθρο του Ηλία Μαγκλίνη, το οποίο χάρηκα πολύ που βρήκα τυχαία, ήταν η αφορμή να γράψω και εγώ ένα –όχι και τόσο καλό- άρθρο, πιο γενικό για τους Μεταπολεμικούς.
Αρχικά, οι περισσότεροι εκπρόσωποι της Α’ Μεταπολεμικής γενιάς γεννήθηκαν μέσα στη δεκαετία του 1920. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, φερ’ ειπείν, γεννηθείς στα 1926, ο Ρένος Αποστολίδης στα 1924, ο Κώστας Ταχτσής και ο Γιώργος Ιωάννου στα 1927, ο Αντώνης Σαμαράκης στα 1919 και πολλοί ακόμα, γεννημένοι όμως μία δεκαετία μετά, του 1930, γεγονός που τους κατατάσσει στη Β’ Μεταπολεμική γενιά, την «ελαφρώς πιο χαλαρή» από τον ατομικό πολιτικό προσανατολισμό που διέπει τους προηγούμενους.
Οι πρώτοι μεταπολεμικοί πεζογράφοι αξιοποίησαν τις εμπειρίες του πολέμου του ’40, της Κατοχής και του Εμφυλίου, δηλαδή όλων των καταστάσεων που βίωσαν.
Η θεματική τους εμπλουτίζεται από καθημερινές ρουτίνες εντός των πόλεων. Ποιων πόλεων δηλαδή, της Αθήνας μόνο, καθώς μετά τον Εμφύλιο από το 1969 μέχρι το 1973, στην προσπάθεια οικονομικής ανασυγκρότησης και εκβιομηχάνισης της χώρας, ένεκα κακού προγραμματισμού, οι περισσότερες βιομηχανικές μονάδες τοποθετήθηκαν στην πρωτεύουσα, με συνέπεια να ερημωθεί η ύπαιθρος, αφού όλο το εναπομείναν εργατικό δυναμικό, -αυτό που παρέμεινε τέλος πάντων και το οποίο δεν έγινε μεταναστευτικό δυναμικό-, συγκεντρώθηκε στην Αθήνα.
Οι πεζογράφοι της Α’ γενιάς ήταν ενήλικες, δύο–τρία χρόνια μετά την εφηβεία τους, όταν βίωναν αυτές τις καταστάσεις οι οποίες δημιουργούσαν την αίσθηση ότι ο κόσμος αυτός αποδομείται, για να συγκροτηθεί ένας πολύ καλύτερος – κάτι που, αν κρίνουμε από την εποχή μας, είναι σχετικό.
Συμμετείχαν έμπρακτα οι πρώτοι και ψυχικά οι δεύτεροι. Πλήρωσαν κάθε «αριστερά διακείμενη» πεποίθηση τους με εξορίες, φυλακίσεις. Βασικό χαρακτηριστικό των Μεταπολεμικών είναι το πολιτικό ύφος που διέπει τα έργα τους. Η λογοτεχνία τους είναι κατεξοχήν υπαρξιακή, πολιτική και ιστορική. Η Α’ γενιά, παραθέτει βιώματα που διαδραματίστηκαν εντός συνθηκών της εποχής της. Παραθέτει ιστορία, καθώς συμμετείχε στην ιστορία. Αξίζει να σημειωθεί πως και η γενιά του ’30 περνούσε τον εθνικό και πολιτικό αναβρασμό μέσω των έργων της, αλλά χωρίς να δρα, περισσότερο «μοιρολογώντας».
Αν η γενιά του Μεσοπολέμου, αντίκριζε τους Μεταπολεμικούς, θα τους αντιμετώπιζε ως τους ήρωες μιας εποχής, θα τους έκρινε σαν σιωπηλοί θεατές από μία γωνία. Οι Μεταπολεμικοί «ήρωες», λοιπόν, διαλύουν κάθε λυρισμό από τα έργα τους. Η «ποιητική» γλώσσα γίνεται ωμή, άμεση και λειτουργική.
Το οξύμωρο είναι πως, δεν αναφέρουν ποτέ τον Εμφύλιο. Παρ’ ότι ήταν, θα λέγαμε, η ειδοποιός διαφορά των δύο μεταπολεμικών γενεών, είναι αποτυπωμένος στις μνήμες με μελανά χρώματα, όπως και η Μικρασιατική καταστροφή· οι συγγραφείς αποφεύγουν να τα επαναφέρουν.
Τα Μεταπολεμικά πεζογραφήματα είναι μοντερνιστικά αφηγήματα. Ο Μοντερνισμός καλύπτει τη λογοτεχνική κοινωνία καθώς τότε, ενώ στην Ελλάδα δεν υπήρχαν παλαιότερα κείμενα που να θεσπίζουν τον κανόνα των «μοντέρνων», στην Ευρώπη, εμφανίζονταν ονόματα πολύ διαφορετικά, φαινομενικά τουλάχιστον το ένα από το άλλο. Φώκνερ, Χέμινγουεϊ και Στάινμπεκ οι επιρροές από Αμερική, οι υπαρξιστές της Γαλλίας, Καμύ και Σαρτρ, καθώς και το θέατρο των Αθηνών που ίδρυσε ο Κάρολος Κουν και έφερε το κοινό σε επαφή με πρωτοποριακά έργα. Στο πλαίσιο αυτό ανυψώνεται ο Μοντερνισμός, με τους Μεταπολεμικούς να ορίζουν έναν νέο κανόνα στον ελλαδικό χώρο.
Ο υψηλός Μοντερνισμός και τα κινήματα της Πρωτοπορίας, δηλαδή ο φουτουρισμός, ο εξπρεσιονισμός, ο εικονισμός και ο στροβιλισμός, ο κονστρουκτιβισμός, ο ντανταϊσμός και, φυσικά, ο υπερρεαλισμός αποτελούσαν τη νεωτερικότητα, την τέχνη των μεγαλουπόλεων, της εκβιομηχάνισης, των κρίσιμων εξελίξεων σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, των επιπτώσεων του καπιταλισμού και του φασισμού και της αστικοποίησης.
Ωστόσο, τα έργα δεν φωνάζουν. Παρά το πλουμιστό από ιδεολογικής και πολιτικής απόψεως περικείμενο μέσα στο οποίο βρίσκονται, παρουσιάζουν μία γνώριμη πραγματικότητα –τουλάχιστον για τους αναγνώστες της εποχής. Αν πρέπει να εντοπίσουμε μία διαφορά μεταξύ των δύο γενεών, θα ήταν η πολιτική χροιά. Η αναζήτηση πολιτικού προσανατολισμού ήταν απαγορευμένη, απωθητική. Αναπληρώθηκε, λοιπόν, από ανάμεικτα, περίπλοκα συναισθήματα διχασμού και διαμαρτυρίας στο σύνολο των δημιουργών της.
Οι Μεταπολεμικοί, είναι αναμφίβολα διαχρονικοί, γιατί δεν προσπαθούν να επηρεάσουν τους αναγνώστες πάνω στο ζήτημα πολιτικών πεποιθήσεων, αλλά επειδή παραθέτουν μία εποχή, τη δική τους, κατά την οποία η χώρα καιγόταν.
«Η Αθήνα στις φλόγες. Η Αθήνα του Δεκεμβρίου του ’44· η Αθήνα του Νοεμβρίου του ’73. Και κάπου εδώ θα μπορούσε κανείς να πει: ακόμα μια φορά, η Αθήνα στις φλόγες. Όπως και τον Δεκέμβριο του ’08 και τον Ιανουάριο του ’09· τον Μάιο του ’10· τον Ιούνιο του ’11· τον Φεβρουάριο του ’12. Και τόσες άλλες φορές.» (Απόσπασμα από άρθρο του Ηλία Μαγκλίνη)
Πηγές:
Δικτυογραφία: 1) http://archive.efsyn.gr/?p=18742 «Ξαναδιαβάζοντας τον Αλέξανδρο Κοτζιά το 2013», Ηλίας Μαγκλίνης, Η εφημερίδα των συντακτών. 2) https://latistor.blogspot.com/2010/05/blog-post_3291.html (Αλεξ. Αργυρίου, Η Μεταπολεμική Πεζογραφία, τ. Α΄, Εισαγωγή, Σοκόλης, Αθήνα, 1992, σελ. 20).
Βιβλιογραφία: 3) Εύη Βογιατζάκη, Τα αισθητικά ρεύματα στην ευρωπαϊκή και τη νεοελληνική λογοτεχνία του 19ου και του 20ου αιώνα: Από τον Νεοκλασικισμό έως και τον Μοντερνισμό, Αθήνα 2016, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 192-208.
Εικόνες: Matthias_M., Livia Alina, kenichiro hagiwara