Ένας από τους λόγους που αγαπάμε τους ήρωες των κόμικ και των καρτούν είναι ότι δε μεγαλώνουν ποτέ. Χωρίς να πληρώνουν το τίμημα του χρόνου οι χαρακτήρες αυτοί μένουν πάντα ίδιοι, εφόσον το αποφασίσουν οι δημιουργοί τους και πολλές φορές καταλήγουν σύμβολα με τα οποία μεγαλώνουν γενιές και γενιές. Οι καταστάσεις όμως και οι άνθρωποι μεταβάλλονται συνεχώς. Και αν τα εν λόγω καρτούν/κόμικς δεν καταφέρουν να ανταποκριθούν σε αυτές τις αλλαγές, τότε είτε καταντούν παλιομοδίτικα και παρωχημένα είτε μετατρέπονται σε αρνητικά κακέκτυπα του παλιού τους εαυτού χωρίς καμία έμπνευση και νεωτερικότητα.
Γι’ αυτό, όταν το 2016 η DC ανακοίνωσε το “Hanna-Barbera Beyond», ένα νέο project το οποίο θα επανεκκινούσε όλο το σύμπαν των αγαπημένων μας κλασικών χαρακτήρων του γνωστού animation studio, όλοι μας είχαμε πολύ μεγάλη αγωνία για το πού θα οδηγούσε αυτή η κίνηση. Το project αυτό είχε ως σκοπό να έγραφε ξανά τις ιστορίες χαρακτήρων όπως ο Scooby-Doo, οι Flintstones, οι Jetstones και πολλών άλλων, αυτή τη φορά από μια ενήλικη σκοπιά και με μπόλικα στοιχεία τα οποία ως παιδιά δε θα φανταζόμασταν καν ότι θα βλέπαμε, όπως κοινωνική κριτική αλλά και μπόλικη βία. Έτσι, έγινε η αρχή με τα releases του “Future Quest», του “Wacky Racelant», του “Scooby Apocalypse” (ναι, είναι αυτό που φαντάζεστε) και των “Flintstones” (ίσως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κόμικς των τελευταίων χρόνων). Ακολούθησαν και άλλες ιστορίες από το εν λόγω project όμως η συγκεκριμένη είναι αυτή που μάζεψε τα περισσότερα βλέμματα και συζητήσεις. Και πολύ λογικό.
Γραμμένο από τον ιδιοφυή Mark Russel (“Judge Dredd: Under Siege”) και με artwork από τον Steve Pugh (“Hitman”) το “Flintstones” είναι ένα κόμικ που δε μασάει τα λόγια του και ασκεί σφοδρή κριτική στην κοινωνία του σήμερα. Η ιστορία τοποθετεί τους γνωστούς σε όλους μας χαρακτήρες του καρτούν στο αγαπημένο μας Bedrock όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε που ήμασταν παιδιά. Ο Fred Flintstone είναι ένας τίμιος, αλλά κουτός οικογενειάρχης ο οποίος δουλεύει μια δουλειά που μισεί προκειμένου να μπορέσει να θρέψει την οικογένειά του. Επίσης, πάει στην εκκλησία, είναι βετεράνος στον πόλεμο με τους δεντρανθρώπους και στον ελεύθερό του χρόνο παίζει μπόουλινγκ με τον καλύτερό του φίλο, τον Barney. Με άλλα λόγια, είναι ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος (;) όπως όλοι μας. Η ιστορία χωρίς να έχει μια σταθερή πλοκή μάς μιλάει για τη ζωή του και των ανθρώπων γύρω του σε μια κοινωνία η οποία δε διαφέρει καθόλου από τη δικιά μας.
Με το σουρεαλιστικό ύφος του προϊστορικού Bedrock, που είναι μία πέτρινη αναπαράσταση μιας μέσης σύγχρονης αμερικανικής πόλης, ο Russel κάνει μια κατά μέτωπο επίθεση σε ό,τι καταπιέζει τον σημερινό άνθρωπο. Το κράτος, η σύγχρονη πολιτική, η εκκλησία, η απλήρωτη εργασία αλλά και η επιστήμη τίποτα από αυτά δε γλιτώνουν από την ανελέητη πένα του καυστικού αυτού δημιουργού. Όλα αυτά βέβαια με όλο το παράλογο που διακατέχει ένα concept όπως οι “Flintstones” φυσικά.
Γενικά, τα πρώτα έξι κεφάλαια του κόμικ είναι ίσως τα καλύτερα, καθώς ακόμα ο αναγνώστης δεν έχει εξοικειωθεί εντελώς με το ύφος της ιστορίας. Το πανέξυπνο κόλπο του Russel ο οποίος παίρνει σύγχρονα κοινωνικά θέματα και τα αντιστρέφει στην εποχή των πρωταγωνιστών δημιουργώντας έτσι μια εξαιρετική σάτιρα η οποία από τη μία σε κάνει να σπαρταράς από τα γέλια, από την άλλη σε γεμίζει με μια πίκρα, καθώς όλοι μας θα βρούμε ένα ή και περισσότερα στοιχεία που θα μας κάνουν να ταυτιστούμε με τους ήρωες. Έτσι, έχουμε τους ήρωές μας να έχουν να αντιμετωπίσουν έναν όχλο από αντιμονογαμικούς, καθώς στο Bedrock το φυσιολογικό είναι να έχεις πολλούς συντρόφους και το να παντρεύεσαι ένα μόνο άτομο θεωρείται αφύσικο ή το ότι η εκκλησία αλλάζει συνεχώς τον Θεό τον οποίο υποτίθεται πως πρέπει να δοξάζουν οι κάτοικοι του Bedrock κάθε φορά που κάποιος ανακαλύπτει ότι ο προηγούμενος Θεός είναι ψεύτικος.
Μια χαρακτηριστική από τις πολλές εξωφρενικές ατάκες που ακούγονται σε όλη τη διάρκεια του κόμικ είναι η εξής:
“Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι δοξάζαμε τόσο καιρό μια ηλεκτρική σκούπα!”
Όμως, ο Russel δεν τα βάζει μόνο με τα μεγάλα κεφάλια, αλλά κατηγορεί και τον απλό άνθρωπο ο οποίος με τη σειρά του καταπιέζει τον πλανήτη του και αγοράζει ό,τι δει στην τηλεόραση χωρίς να σκέφτεται αν το χρειάζεται. Η ιστορία, αν και δεν έχει μία σταθερή πλοκή, έχει κάποιες θεματικές οι οποίες επαναλαμβάνονται δίνοντας έτσι στο κόμικ μια συνέχεια η οποία καταλήγει σε ένα αρκετά συγκινητικό τέλος.
Ωστόσο, μετά τα έξι πρώτα κεφάλαια η ιστορία αρχίζει κάπως να κουράζει κάνοντας τα υπόλοιπα έξι κεφάλαια κάπως πιο κουραστικά. Το συνεχώς επαναλαμβανόμενο μοτίβο του Russel καταντάει τις ιστορίες από ένα σημείο και μετά αρκετά προβλέψιμες οδηγώντας έτσι σε ένα ανοιχτό τέλος που μπορεί να απογοητεύσει αρκετούς αναγνώστες. Δεν παύει όμως να είναι ακόμα και έτσι ξεκαρδιστικό σε πάρα πολλά σημεία και να τσιγκλάει διαρκώς τους αναγνώστες του με κάθε τρόπο.
Πρέπει να γίνει και μια αναφορά στο σχέδιο του Steve Pugh ο οποίος δημιουργεί το Bedrock σαφέστατα εμπνεόμενος από το καρτούν χωρίς όμως να αποφύγει να βάλει και ο ίδιος τη δική του δημιουργική πινελιά. Τα εντυπωσιακά του σχέδια για τη γνωστή σε όλους μας πόλη είναι ένα από τα δυνατότερα κομμάτια του σχεδίου του κάνοντας το προϊστορικό Bedrock να θυμίζει μια πόλη που θα μπορούσαμε να ζούμε εμείς οι ίδιοι. Η μόνη διαφορά είναι ότι τα σπίτια μας δεν είναι φτιαγμένα από πέτρα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του “Flintstones” είναι ότι παίρνει τον εαυτό του πολύ πιο σοβαρά από ό,τι θα έπρεπε. Σίγουρα, η κοινωνική κριτική είναι πάντα ευπρόσδεκτη σε ένα οποιοδήποτε μέσο μαζική κουλτούρας. Ωστόσο, αν δε γίνει προσεγμένα, μπορεί να καταντήσει διδακτικό. Και το “Flintstones” μέσα στην προσπάθειά του να κάνει μία ολοκληρωτική κριτική στον μέσο Αμερικάνο (αλλά και στον οποιονδήποτε σημερινό, καθημερινό άνθρωπο) κάπου “χάνει την μπάλα” λίγο.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν αξίζει την προσοχή μας. Γιατί πρώτα από όλα είναι μια πάρα πολύ καλή κίνηση εκ μέρους DC η οποία αντί να προσπαθήσει να ξαναδημιουργήσει τους ήρωες από την αρχή, για να τους προωθήσει σε ένα νέο κοινό, επιλέγει να τους “ενηλικιώσει” μαζί με τους παλιούς αναγνώστες της.
Δημιουργεί λοιπόν ένα έξυπνο κόμικ το οποίο, παρόλα τα προβλήματά του, δεν αποτυγχάνει ούτε στο να μας διασκεδάσει ούτε και στο να μας προβληματίσει. Αν μη τι άλλο είναι μια εξαιρετική δουλειά η οποία αποδεικνύει περίτρανα το εξής: η τέχνη από μόνη της μπορεί να μην είναι ικανή να αλλάξει τον κόσμο, όμως σίγουρα μπορεί να τον βοηθήσει.
Από τον Άλκη Καζαμία,
Σε συνεργασία με: http://smassingculture.gr/
Επιμέλεια άρθρου: Ευγενία Κελαράκου
Εικόνα: slappy427