Μία από τις πιο χαρακτηριστικές ραδιοφωνικές παραγωγούς των αθηναϊκών ραδιοφώνων. Μία από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες dj’s. Έχει γυρίσει όλο τον κόσμο και έχει παίξει μουσική στα πιο in clubs του πλανήτη. Φωνή ταξιδιάρικη, απόλυτη γνώστρια της electronica με πορεία άνω των είκοσι χρόνων στα ερτζιανά. Κάθε απόγευμα 8 με 9 από το studio του Best 92,6 μας ταξιδεύει στον κόσμο της ηλεκτρονικής μουσικής. Σήμερα, στο Your e-articles η Άννα Μαρία Χαροκόπου.
-Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
Ήμουν μοναχοπαίδι. Ένα παιδί πολύ μόνο του. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν πέντε χρονών και θυμάμαι έντονα τον εαυτό μου να είναι περιτριγυρισμένος από μια στοίβα βιβλία. Σκληρόδετα βιβλία μάλιστα! Η μητέρα μου πίστευε πως τα βιβλία θα ήταν η καλύτερη παρέα που θα μπορούσα να έχω, οπότε μου τα έδινε απλόχερα. Φαντάσου ότι είχα διαβάσει τον Ντοστογιέφσκι από τα έξι μου. Τώρα, τι κατάλαβα ένας Θεός ξέρει… Θυμάμαι να μετακομίζω συχνά. Να έχω αλλάξει 9 σχολεία και 36 σπίτια και να έχω γνωστούς που μέχρι σήμερα δεν θυμάμαι από πού τους ξέρω.
-Η εφηβεία σου;
Είχα μια ήσυχη εφηβεία. Δεν ήμουν η κλασσική έφηβη επαναστάτρια. Ενώ όλοι θεωρούσαν πως ήμουν το μαύρο πρόβατο, εγώ ήμουν ένα καλό παιδί. Πάντα ήμουν το άτομο που φρόντιζε τους φίλους του και τους προφύλασσε, ώστε να μην παρεκτραπούν. Εκείνη τη περίοδο άρχισα να αντιλαμβάνομαι τους Doors, την Janis Joplin, τους Pink Floyd, τους Led Zeppelin.
-Τι είναι για σένα η μουσική;
Είναι το μέρος που ανήκω. Η ψυχοθεραπεία και η έκφρασή μου. Καμιά φορά είναι και πόνος. Με μια λέξη για μένα είναι ευτυχία.
-Πώς σου μπήκε το μικρόβιο της ηλεκτρονικής μουσικής;
Εγώ είχα κυρίως ροκ ακούσματα. Το πρώτο μου dj set να φανταστείς το έκανα κάπου στα 26 μου σε ένα ροκ μπαράκι στη γειτονιά μου. Θυμάμαι ότι πήγα, βρήκα τον ιδιοκτήτη και του ζήτησα να παίξω μουσική ένα βράδυ. Δεν είχα ιδέα όμως από κονσόλα. Οπότε, πήρα μαζί μου ένα φίλο μου που ήταν μουσικός παραγωγός στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ, για να μου δείχνει ποια κουμπιά να πατάω. Αυτό που με κυρίευσε με την ηλεκτρονική μουσική κάνοντάς την μικρόβιο είναι πως ήταν ο μόνος ήχος στον οποίο το σώμα μου μπόρεσε να λυθεί και να χορέψει.
-Τα ακούσματά σου από το ελληνικό τραγούδι;
Λόγω της μητέρας μου που ήταν λαϊκή τραγουδίστρια ανακάλυψα και άκουσα την Χαρούλα Αλεξίου, τον Γιώργο Νταλάρα, τον Δήμο Μούτση και την Σωτηρία Μπέλλου. Ξεχωρίζω ιδιαίτερα την Ελένη Βιτάλη την οποία θεωρώ ως μία από τις σημαντικότερες φωνές της Ελλάδας. Και φυσικά, όλο το φάσμα από το ρεμπέτικο τραγούδι που το θεωρώ σαν είδος ό,τι πιο κοντινό στα blues και την jazz.
-Έχεις σπουδάσει κοινωνιολογία. Τι αποκόμισες από τις σπουδές;
Η κοινωνιολογία ως επιστήμη σού ανοίγει το μυαλό για την θεώρηση του κόσμου. Εμένα με έσπρωξε στη λογική, να έχω πολλές οπτικές. Να μην είμαι ο άνθρωπος της μιας εφημερίδας… Ακόμα και για ένα γεγονός που θα συμβεί σήμερα θα ψάξω και θα διαβάσω από ακροδεξιές μέχρι ακροαριστερές ερμηνείες που θα έχουν ειπωθεί. Θέλω να έχω μια σφαιρική αντίληψη των πραγμάτων. Αυτό που με ενδιέφερε, αλλά δεν κατάφερα να το ολοκληρώσω, ήταν να ασχοληθώ με την εγκληματολογία. Με διεγείρει η έννοια του εγκλήματος και της θυματοποίησης.
-Ξεκίνησες ως ραδιοφωνική παραγωγός στον ΚΛΙΚ FM το 1996. Τι αναμνήσεις έχεις από τότε;
Ο ΚΛΙΚ FM ήταν ένας σταθμός που τον ακούγαμε όλοι εκείνη την εποχή για την μουσική που έπαιζε. Εκείνο τον καιρό δούλευα στη δισκογραφική BMG, στον τομέα του ξένου ρεπερτορίου και παράλληλα στην εταιρεία παραγωγής ΑΝΩΣΗ. Κάποια στιγμή αποχώρησα από την ΑΝΩΣΗ και μαζί με την φίλη μου και συνεργάτιδά μου από την BMG, Λιάνα Μαστάθη, κάναμε έναν πιλότο και τον έστειλα να τον ακούσουν στον ΚΛΙΚ FM. Για καλή μου τύχη έψαχναν γυναικεία φωνή για το πρωινό πρόγραμμα του σταθμού. Τον άκουσαν και μέσα σε λίγες μέρες βρέθηκα δίπλα στον διευθυντή του σταθμού, Γιώργο Μελισσινό. Έπειτα, συνυπήρξα με τον Θοδωρή Βαμβακάρη, ώσπου κάποια στιγμή βρέθηκα στην απογευματινή ζώνη. Το ίδιο διάστημα με εμένα είχαν ξεκινήσει στον ΚΛΙΚ FM ο Γρηγόρης Ψαριανός, η Μαρία Παπιδάκη και ο Δημήτρης Παπασπυρόπουλος, τα άτομα δηλαδή που αποτέλεσαν και την συνέχεια του ΚΛΙΚ FM, τον Best Radio. Oι αναμνήσεις από όλο αυτό είναι γλυκές και έντονες.
-Υπήρξαν άτομα που σε βοήθησαν στα πρώτα σου βήματα;
Εννοείται! Η Λιάνα Μαστάθη που με έβαλε στη σωστή λογική, για να κάνω τον ραδιοφωνικό μου πιλότο. Ο Σωτήρης Ρουμελιώτης και ο Γιάννης Γιακουμάκης ως διευθυντές προγράμματος του ΚΛΙΚ FM και ο Γιώργος Μελισσινός ο οποίος κατευθείαν πίστεψε στη φωνή μου και με ήθελε στο σταθμό. Τέλος, θα προσθέσω τον Γιάννη Νένε ο οποίος από απόγευμα 4 με 6 τις καθημερινές με μετέφερε 10 με 1 το πρωί τα σαββατοκύριακα. Είχα νιώσει τόση μεγάλη χαρά, γιατί μου έδωσε την ελευθερία να παίζω ό,τι ήθελα σε σχέση με την ηλεκτρονική μουσική.
-Έχεις συνεργαστεί με σπουδαίους DJ’S. Ξεχωρίζεις κάποια από τις συνεργασίες;
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια συγκεκριμένη, καθώς δεν παρατηρούσα τις διαφορές που είχαν στον ήχο ή στο ύφος τους. Απλώς, είχα ένα κόλλημα από ένα σημείο και μετά. Δεν ήθελα να είμαι η DJ που θα έπαιζε μαζί τους, για να τους ανοίξει το πρόγραμμα. Ούτε τα DJ set τους δεν ήθελα να ακούω! Μέχρι τώρα δηλαδή δεν ακούω τα DJ set άλλων συναδέλφων. Θέλω να έχω το δικό μου ήχο, τις δικές μου επιλογές, ώστε να μην επηρεάζομαι.
-Φέτος συνεργάστηκες με την Marcy από τους Playground Theory και τον Fading Soul στο κομμάτι “I Follow Rivers“. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Ο Fading Soul είναι ιδιαίτερα ταλαντούχος. Ετοίμαζε ένα τραγούδι-διασκευή και θέλησε να συμμετέχω και εγώ. Με την Marcy έχω ένα αστείο σκηνικό από το στούντιο. Όταν βρεθήκαμε να το προβάρουμε πριν την ηχογράφηση, η Marcy είχε πιο αγγλική προφορά, εγώ πιο αμερικάνικη. Οπότε, παίξαμε με αυτό. Τελικά, έδεσε απίστευτα. Χαίρομαι που είναι διασκευή ενός pop κομματιού και έχει αγαπηθεί πολύ από τον κόσμο. Αυτό οφείλεται και στον Fading Soul που το έκανε κομμένο και ραμμένο για τα μέτρα του Best Radio.
-Ως DJ έχεις γυρίσει τον κόσμο. Ποια μέρη έχουν χαραχτεί στο μυαλό σου;
Δυο μέρη. Η Λιθουανία, επειδή εκεί άρχισα να παίζω με τον τότε σύντροφό μου, G-Pal, σε μια περίοδο που η χώρα είχε μόλις βγει από το κομμουνιστικό καθεστώς και ο κόσμος ήταν αγνός στην διασκέδασή του. Και φυσικά η Αργεντινή… Αν με ρωτήσεις σε ποια χώρα θα ήθελα να μείνω για πάντα εκτός της Ελλάδας, αυτή θα ήταν η Αργεντινή. Κάθεσαι να φας στο τραπέζι με Αργεντίνους και νομίζεις ότι κάθεσαι με Έλληνες. Το μόνο που αλλάζει είναι η γλώσσα. Ανοιχτοί, φιλόξενοι και ζεστοί άνθρωποι.
-Ο κόσμος στα clubs διασκεδάζει σήμερα με τον ίδιο τρόπο όπως πριν από μία ή δύο δεκαετίες;
Διασκεδάζει διαφορετικά είναι η αλήθεια. Εγώ μεγάλωσα στα ’90s σε μια εποχή που ο κόσμος ήταν στα clubs με τα χέρια ψηλά χωρίς τηλέφωνο… Υπήρχε ένα τεράστιο ξέσπασμα στο dancefloor το οποίο εισέπραττε ο κόσμος. Σήμερα, είναι όλοι εξαρτημένοι από τα κινητά τηλέφωνα ακόμη και όταν διασκεδάζουν. Δεν νιώθουν, δεν συνδέονται, δεν φλερτάρουν. Άσχημο…
-Μετά από πάνω από 20 χρόνια τι σημαίνει για σένα ο Best Radio;
Ο Best Radio είναι η πιο μακροχρόνια σχέση που είχα σε ολόκληρη τη ζωή μου. Άλλαξα πολλά σχολεία, αμέτρητα σπίτια, αλλά ο Best είναι μια σταθερά. Είμαστε μια ομάδα ανθρώπων με κοινό όραμα, τη μουσική και την κοινή ελευθερία σκέψης και επιλογών. Από τότε που ήταν στα χέρια επιχειρηματία μέχρι σήμερα που λειτουργεί υπό καθεστώς αυτοδιαχείρισης, ποτέ δεν επιτρέψαμε να μας δώσει κάποιος άλλος κατεύθυνση πέρα από εμάς, τους μουσικούς παραγωγούς.
-Πώς αισθάνεσαι, όταν βρίσκεσαι πίσω από το μικρόφωνο;
Υπάρχουν μέρες που μπορεί να μου συμβαίνει κάτι προσωπικό και να μη θέλω να πάω στο στούντιο. Όταν όμως φτάσω εκεί, το μόνο που έχω στο μυαλό μου είναι να φτιάξω τη διάθεση του κόσμου. Να θέσω τους προβληματισμούς μου για κάποιο θέμα της επικαιρότητας, να παίξω καινούριες μουσικές.
-Είναι το ίδιο, όταν είσαι πίσω από την κονσόλα ενός νυχτερινού μαγαζιού;
Είναι τελείως διαφορετικό. Αισθάνομαι ότι έχω την ευθύνη να περάσει ο κόσμος καλά. Καθορίζω το συναίσθημα της στιγμής. Όταν προετοιμάζω ένα DJ set, προσπαθώ να το μεταφέρω στο μέρος που θα παίξω. Προσπαθώ να αντιληφθώ τι υπάρχει γύρω μου, τι ώρα είναι, τι άνθρωποι θα είναι στο κοινό. Είναι μαγικό!
-Στον ελεύθερο χρόνο σου ακούς ραδιόφωνο; Ξεχωρίζεις κάποιον μουσικό παραγωγό;
Σπάνια ακούω ραδιόφωνο, γιατί δεν θέλω να επηρεάζομαι. Θέλω να είμαι ατόφια σε αυτό που κάνω. Για τις σταθερές του μουσικές επιλογές ξεχωρίζω τον Δημήτρη Παπασπυρόπουλο.
–Ξενυχτάς όταν δεν παίζεις μουσική;
Όχι. Μου αρέσει να περνάω χρόνο στο σπίτι μου.
–Πώς κρίνεις την εγχώρια ηλεκτρονική σκηνή;
Πλούσια. Γεμάτη δημιουργικούς ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν. Ο Μιχάλης Δέλτα και ο Κωνσταντίνος Βήτα υπήρξαν πρωτεργάτες στο είδος. Και στη συνέχεια, τη σκυτάλη πήραν ο Savvas Ysatis, ο GPal, ο Christian Cambas, ο Νίκος Διαμαντόπουλος, ο DSF, ο Christos Fourkis, o Stelios Vasiloudis… Είναι ευχάριστο ότι υπάρχουν αμέτρητοι άνθρωποι που είναι ενεργοί και δίνουν στίγμα τόσο εδώ όσο και στη μουσική βιομηχανία του εξωτερικού.
-Πώς είσαι σαν άνθρωπος;
Προσπαθώ να είμαι δίκαιος άνθρωπος και να δίνω βοήθεια σε όσους την χρειάζονται. Είμαι εσωστρεφής, ανασφαλής και κλειστή. Αν και έχω σκοτεινές ανησυχίες, είμαι ένας φωτεινός άνθρωπος.
-Τι είναι ο έρωτας;
Μια κινητήριος δύναμη. Επειδή όμως έχω ζήσει πολλές καταστάσεις που έφταναν σε ένα τέλος, πια υψώνω μια ασπίδα και δεν αφήνω τον εαυτό μου να παραδοθεί στον έρωτα. Θα ερωτευτώ μια μυρωδιά, μια μελωδία, έναν άνθρωπο, αλλά δεν παραδίνομαι ολοκληρωτικά. Μακάρι να μπορέσω κάποια στιγμή…
-Ο μεγάλος σου φόβος;
Να μην συμβεί κάτι άσχημο στο παιδί μου ή σε εμένα, όταν θα με έχει ανάγκη εκείνο.
-Το προσωπικό σου καταφύγιο;
Έχω δύο σπίτια και ένα μέρος. Το σπίτι του παππού μου στα Καλάβρυτα που είναι περιτριγυρισμένο από έλατα και βλέπεις μόνο κορφές βουνών. Το δικό μου σπίτι στην Μύκονο το οποίο έχει θέα στο απέραντο γαλάζιο. Και τέλος, νιώθω ασφαλής και ελεύθερη όταν βρεθώ στο Λονδίνο. Εκεί μπορώ να περπατήσω και να είμαι όπως θέλω χωρίς κανείς να γυρίσει να με κοιτάξει ή να με σχολιάσει.
-Μεγάλη αδυναμία σου;
Τα δυο σκυλιά μου, ο Χιούγκο και η Μπέλα.
-Αγαπημένο σου βιβλίο;
Το βιβλίο που με σημάδεψε σε μικρή ηλικία ήταν τα «Λουλούδια Στη Σοφίτα». Είχε να κάνει με μια εγωίστρια μάνα που τα παιδιά της την ενοχλούσαν να κάνει τη ζωή της και για τον λόγο αυτό τα κλείδωσε στη σοφίτα. Ένα κλειστό βιβλίο… Από τα πιο πρόσφατα είναι το «Δόγμα Του Σοκ» της Ναόμι Κλάιν.
-Αγαπημένη ταινία;
Αυτό το διάστημα έχω μανία με τις τηλεοπτικές σειρές και δεν παρακολουθώ τόσο συχνά ταινίες. Οπότε, θα σου αναφέρω ως αγαπημένες σειρές το “Law And Order” και το “Criminal Minds“. Λατρεύω τις αστυνομικές σειρές. Πρόσφατα είδα το “Crown” και συστήνω να δεις το “The Handmaid’s Tale“. Θα κολλήσεις!
–Ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον;
Ετοιμάζω ένα μουσικό project που θα έχει τον τίτλο “Rebetronica” μαζί με τον Σταύρο Ποταμίτη, έναν φίλο που εδρεύει στο Λονδίνο και είναι μουσικός. Πέρυσι, ο Σταύρος κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ με ρεμπέτικα στοιχεία σε συνεργασία με μια ποιήτρια από την Αίγυπτο και έναν μουσικό από την Τουρκία το οποίο ήταν ένας φόρος τιμής στον πατέρα του. Του έστειλα ένα μήνυμα και του είπα πως είχα για χρόνια στον νου κάτι αντίστοιχο. Και έτσι βρεθήκαμε να συνεργαζόμαστε. Έχουμε διαλέξει γνωστά ρεμπέτικα τραγούδια και τα πειράζουμε. Ξεκινήσαμε με τα «Παιδιά Της Γειτονιάς Σου». Πρόσφατα πήγα στο Λονδίνο και φτιάξαμε την «Υπόγα». Και συνεχίζουμε… Όλα τα όργανα θα είναι ενορχηστρωμένα από την αρχή πάνω σε ηλεκτρονική βάση. Θέλουμε να φτιάξουμε κομμάτια της Σωτηρίας Μπέλλου και της Σωτηρίας Λεονάρδου. Ο στόχος μας είναι να καταφέρουμε μέσω του ηλεκτρονικού ήχου να μάθουμε στον κόσμο εκτός Ελλάδας τι σημαίνει ρεμπέτικο. Πιστεύω πως θα είναι σημαντικό ως project. Όταν έπαιξα στον Best «Τα Παιδιά Της Γειτονιάς Σου», έλαβα πολλές θετικές κριτικές, αλλά και αρνητικές κριτικές. Αυτό είναι σημαντικό… Εκεί καταλαβαίνεις πώς μιλάνε για αυτό που έχεις φτιάξει και δεν θα περάσει απαρατήρητο.
-Τι σου έρχεται στο μυαλό, όταν λες το όνομα «Άννα Μαρία Χαροκόπου»;
Θέλω να είμαι φως.
-Άννα Μαρία, σε ευχαριστώ πολύ για την επικοινωνία μας.
Και εγώ σε ευχαριστώ.
Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο
Επιμέλεια συνέντευξης: Ευγενία Κελαράκου