Ένας νεαρός με όνομα R. A. Radford σε άρθρο του που είχε τίτλο «The Economic Organization of a P.O.W. Camp» έκανε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περιγραφή σχετικά με την «κοινωνία» και την «οικονομία» που είχε αναπτυχθεί στα στρατόπεδα αιχμαλώτων το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ένα άρθρο που ίσως δεν είναι τόσο διάσημο όσο θα του άξιζε και που η βασική του εστίαση είναι οι πρωτόγνωρες και αυθόρμητες συμπεριφορές των αιχμαλώτων πολέμου στην προσπάθεια να καλύψουν τις ανάγκες τους και να έχουν στη διάθεσή τους αγαθά που τους ήταν περισσότερο χρήσιμα. Σε αυτές τις «ακραίες» συνθήκες ζωής λοιπόν το ερώτημα που μας απασχολεί είναι τι χρησιμοποιούσαν ως χρήμα;
O R. A. Radford αναφέρει χαρακτηριστικά πως σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία -στο οποίο έφτασαν μετά την αιχμαλωσία- οι ανταλλαγές ξεκίνησαν γρήγορα και αυξήθηκαν με γρήγορους ρυθμούς. Να τονιστεί ότι οι αιχμάλωτοι προμηθεύονταν διάφορα αγαθά από τον Ερυθρό Σταυρό, τους Γερμανούς και από διάφορες άλλες πηγές. Η παραγωγή αγαθών ήταν ελάχιστη. Αρχικά, γινόταν ο λεγόμενος αντιπραγματισμός, δηλαδή αντάλλαζαν είδος με είδος. Για παράδειγμα, ένας μη καπνιστής έδινε σε κάποιον καπνιστή τσιγάρα με αντάλλαγμα σοκολάτα. Ωστόσο, στο συγκεκριμένο στρατόπεδο δεν επισκέπτονταν συχνά τους άλλους χώρους και οι «τιμές» των αγαθών διέφεραν από το ένα μέρος στο άλλο.
Το προσωρινό στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν κάπως χαοτικό! Υπήρχε κόσμος παντού, κανείς δεν γνώριζε πού μένει ο άλλος και συνεπώς η «αγορά» δεν ήταν μία, αλλά πολλές. Εντυπωσιακό παράδειγμα ήταν ότι μια κονσέρβα σολομού μπορεί να την αντάλλαζες με 2 μέχρι 20 τσιγάρα από την μια «καλύβα» στην άλλη.
Όταν τους μετέφεραν σε μόνιμο στρατόπεδο, η οργάνωση ήταν διαφορετική. Υπήρχαν 50.000 άτομα από διάφορες εθνικότητες. Οι αιχμάλωτοι είχαν δημιουργήσει τη δική τους κοινωνία με το δικό τους χρήμα, τα τσιγάρα! Η ανταλλαγή πραγματοποιούνταν σε όρους τσιγάρων και όχι άλλων αγαθών. Υπήρχε «ζωντανή» αγορά που οι άνθρωποι περιτριγύριζαν με προσφορές τύπου «τυρί για 7 τσιγάρα».
Ωστόσο, ακόμα και οι πιο οργανωμένες ανταλλαγές φάνηκαν αναποτελεσματικές με τον καιρό και ως συνέπεια το σύστημα άλλαξε. Το νέο σύστημα μπορούμε να το περιγράψουμε ως εξής: Υπήρχε ένας πίνακας έξω από κάθε καλύβα με όνομα, αριθμό «δωματίου», προσφερόμενες πωλήσεις και προϊόντα που ήταν επιθυμητά. Κάτι σαν κατάλογος και διαφήμιση! Όταν μια συναλλαγή ολοκληρωνόταν, την έσβηναν από τον πίνακα. Με αυτόν τον τρόπο οι τιμές σε τσιγάρα ήταν πλέον γνωστές και επικρατούσε μια ισότητα στην αγορά. Όμως υπήρχαν και περιπτώσεις που κάποιοι επιχειρούσαν να βγάλουν κέρδος μέσω arbitrage. Το σημαντικό και ενδιαφέρον σε αυτό το σύστημα ήταν ότι ακόμα και όσοι δεν κάπνιζαν δέχονταν τα τσιγάρα ως αντάλλαγμα για να τα χρησιμοποιήσουν στην αγορά άλλων αγαθών.
Γενικά, τα μόνιμα στρατόπεδα της Γερμανίας, σύμφωνα με τον Radford, διέθεταν τα υψηλότερα επίπεδα οργάνωσης. Μάλιστα, μετά τον πίνακα που αναφέρθηκε, δημιουργήθηκε και ένας χώρος τύπου κοινής ωφέλειας, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Εκεί οι άνθρωποι άφηναν το πλεόνασμα αγαθών τους μέχρι να πουληθεί σε σταθερή τιμή σε τσιγάρα.
Παρόλο που με μια πρώτη ματιά η κατάσταση φαινόταν ελεγχόμενη, άρχισαν να διαπιστώνονται και τα πρώτα «αγκάθια» του συστήματος. Τα τσιγάρα λειτουργούσαν τόσο ως χρήμα όσο και ως αγαθό για προσωπική χρήση. Η αναφορά του Radford μας λέει ότι, όταν ο Ερυθρός Σταυρός έδινε 25 ή 50 τσιγάρα εβδομαδιαίως στον κάθε άντρα, η κατάσταση κυλούσε ομαλά. Όταν όμως διαταρασσόταν αυτή η ομαλή κυκλοφορία, τότε είχαμε τα φαινόμενα πληθωρισμού και αποπληθωρισμού, έννοιες που μας απασχολούν συχνά στα οικονομικά.
Όταν υπήρχε εμπόδιο στην «έκδοση τσιγάρων», το απόθεμα που είχαν τελείωνε, οι τιμές έπεφταν, ο όγκος εμπορίου μειωνόταν και επέστρεφε το ανταλλακτικό εμπόριο. Η ένεση ρευστότητας ερχόταν ξανά με τα νέα πακέτα τσιγάρων και έτσι ακολουθούσε η αντίστροφη περίοδος μέχρι να πάρει τη θέση ξανά η έλλειψη τσιγάρων. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι το γενικό επίπεδο τιμών επηρεαζόταν και από άλλους παράγοντες, όπως η εισαγωγή νέων αιχμαλώτων η οποία προκαλούσε άνοδο. Άλλος παράγοντας ήταν τα καλά ή κακά νέα του πολέμου και τα επίπεδα αισιοδοξίας.
Τα τσιγάρα φαίνεται πως πληρούσαν τις προϋποθέσεις του χρήματος. Ήταν τυποποιημένο αγαθό και έπαιξαν το ρόλο τους ως μέτρο αξίας, αποθήκευση αξίας και μονάδα μέτρησης. Ήταν ανθεκτικά και σε κατάλληλο μέγεθος για την τσέπη. Το άρθρο του R. A. Radford δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Economica το 1945 και ήταν είκοσι έξι ετών περίπου.
It is an unusual but a vital society!
R.A. Radford
Βασισμένο στο άρθρο του R. A. Radford, «The Economic Organization of a P.O.W. Camp», 1945
Επιμέλεια άρθρου: Ευγενία Κελαράκου