Ρους: «Σαν γονιός θέλω να δείξω στα παιδιά μου το δικό μου παράθυρο για τη θέα που θα έχουν στο κόσμο που θα ζήσουν»

Ο Ρους είναι ένας αγαπημένος μου τραγουδοποιός. Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά ένα ηλιόλουστο πρωινό, τον Μάρτιο του 2015, σε ένα καφέ στα Εξάρχεια. Αφορμή ήταν μια συνέντευξη. Αυτό που θυμάμαι είναι πως οι ώρες μαζί του πέρασαν σε δευτερόλεπτα.  Από τότε, εδώ και δέκα χρόνια σχεδόν, μιλάμε συχνά. Αυτή τη φορά βρεθήκαμε με αφορμή τη συναυλία που θα δώσει στο Gazarte  την Κυριακή 10 Νοεμβρίου. Η συζήτηση μας στο yourearticles.

-Γεννήθηκες στον Πειραιά. Τι θυμάσαι;

Ακόμα τον ζω τον Πειραιά. Είναι η γενέτειρα του πατέρα και της μητέρας μου. Θυμάμαι το σπίτι του παππού μου, την Ευαγγελίστρια, τα Ταμπούρια και το λιμάνι. Όταν το μυαλό μου είναι φορτωμένο πηγαίνω σε κάποια άκρη του λιμανιού με ένα αναψυκτικό στο χέρι και όλα αδειάζουν.

-Έχει υπάρξει στιγμή που να μην έχει αδειάσει το μυαλό;

Μέχρι τώρα όχι. Αλλιώς θα είχα φουντάρει στη θάλασσα…

-Κάποια ανάμνηση που αναδύεται συχνά στην επιφάνεια;

Στην οδό Λακωνίας κοντά στην Αγία Σοφία, βρισκόταν το  κηροπλαστείο που είχε ο παππούς μου. Περνούσαν γιαγιάδες για να πάρουν λιβάνι, κεριά και άλλα εκκλησιαστικά είδη. Θυμάμαι ότι διέμενα συχνά με τον παππού. Ξυπνούσαμε το πρωί και ανοίγαμε το μαγαζί. Είχα μάθει να ζυγίζω τα προϊόντα με την παλιά ζυγαριά, αυτήν με τα βαρίδια και κρατούσα και το ταμείο. Ειδικά τη Μεγάλη Εβδομάδα είχε απίστευτη δουλειά. Λίγες μέρες μετά το Πάσχα βέβαια δεν πατούσε ψυχή.

-Με την μουσική πως ξεκίνησες να ασχολείσαι;

Θα σου πω δυο ερεθίσματα. Και τα δύο έχουν να κάνουν με την παιδική μου ηλικία. Το πρώτο ήταν όταν άρχισα να ακούω  τις κασέτες των γονιών μου και από τους ήχους των τραγουδιών μου είχε γεννηθεί η απορία να καταλάβω πως είχαν δημιουργηθεί αυτοί οι ήχοι. Το δεύτερο ήταν στην τετάρτη δημοτικού όπου οργανώναμε μια μουσική σχολική γιορτή για τα Χριστούγεννα. Τότε, ο παιδικός μου φίλος Χρήστος Λαμπριναίας που πια δε βρίσκεται στη ζωή εδώ και δέκα χρόνια, είχε φέρει ένα μικρό αρμόνιο. Κάποια άλλα παιδιά είχαν φέρει τις κλασικές κιθάρες τους. Όλοι μαζί  είχαν μαζευτεί και έκαναν πρόβα. Εγώ βρισκόμουν έξω στο προαύλιο και έπαιζα μπάλα. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν τους άκουγα από τη πρόβα  ήταν ότι θα ήθελα να είμαι και εγώ μαζί τους.

-Τα ακούσματα σου;

Τη δεκαετία του 80 άκουγα πολύ pop και synth pop. Παράλληλα, η μητέρα μου ήταν λάτρης του Elvis Presley και ο πατέρας μου αγαπούσε τον Bob Dylan. Στο θετικό όλων αυτών θα προσθέσω και τη μουσική που άκουγαν οι φίλοι τους. Οπότε, άκουσα από μικρή ηλικία μουσικές που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχα τη δυνατότητα να ακούσω και όλα αυτά τα ετερόκλητα ακούσματα ζυμώθηκαν μέσα μου.

– Το πρώτο σου τραγούδι κυκλοφόρησε μέσα από το Jumping Fish, τον μουσικό διαγωνισμό της Cosmote, όταν ήσουν 33 ετών. Μπήκες σε μια ώριμη ηλικία στο χώρο της μουσικής. Αυτό πως λειτούργησε μέσα σου;

Είναι δύσκολο εγχείρημα να θες να ασχοληθείς με την μουσική σε όποια ηλικία και να είσαι. Έχεις πάντα αμφιβολίες μέσα σου θέλοντας  να μπεις σε ένα τέτοιο χώρο. Χρειάζεσαι τύχη, παραγωγικότητα, πίστη και υπομονή. Τα τελευταία δύο  κατάλαβα μετά από πολλά χρόνια ότι ευτυχώς τα είχα. Μέσα μου ένιωσα τυχερός που ξεκίνησα στα 33 και όχι σα 23.

-Σε σχέση με τους πιο πολλούς τραγουδοποιούς ήσουν πιο μεγάλους. Αυτό δεν δημιούργησε μέσα σου κάποια σύγκριση;

Άλλα μυαλά στα 23, άλλα μυαλά στα 33. Η κόλαση μου ήταν  να φτάσω στα πενήντα μου, να βγαίνουν νέοι δημιουργοί, και απ’ τη κακία μου που δεν θα έχω καταφέρει κάτι να τους βγάλω χολή. Δεν θα ήθελα να μου συμβεί και προσπαθώ για αυτό.

-Χτύπησες πόρτες στα πρώτα σου βήματα;

Όχι, ντρεπόμουν. Ήμουν τυχερός που με άκουσε η Τζένη Καπάδαη  στο My Space και εκείνη την περίοδο έφτιαχνε έναν δίσκο με blues  σε μια εταιρεία που ανήκε στην Archangel Music. Μου ζήτησε να βρεθούμε να πιούμε ένα καφέ και να γνωριστούμε. Πρότεινε να με γνωρίσει στον Πάνο Θεοφανέλη ο οποίος εκείνη τη περίοδο συμπωματικά έτρεχε το project του Jumping Fish και κάπως έτσι βρισκόμαστε εμείς οι δυο εδώ τώρα. Ο παράγοντας τύχη έπαιξε μεγάλο ρόλο και τα υπόλοιπα πήραν το δρόμο τους.

-Ένιωσες ποτέ ότι καβαλάς το καλάμι;

Όχι. Θα μου ήταν πολύ παράξενο κάτι τέτοιο και θα σου πω το λόγο. Τη πρώτη φορά που με αναγνώρισαν στο δρόμο, ήταν κάπου στην Βασιλίσσης Σοφίας. Είχε σταματήσει ένα ταξί στο φανάρι και με ρώτησε ο οδηγός: «Φίλε, με ρωτάνε οι επιβάτες πίσω αν είσαι ένας Ρους». Αισθάνθηκα εξαιρετικά άβολα. Όχι επειδή είναι άσχημο να σε αναγνωρίζουν. Κάθε άλλο. Ευχάριστο είναι. Απλά για μένα ήταν μια κατάσταση που δεν είχα νιώσει πρωτύτερα. Κόμπλαρα. Μέσα μου ένιωσα τυχερός που ξεκίνησα στα 33 και όχι σα 23.

-Πριν 14 χρόνια κυκλοφόρησε ο πρώτος σου δίσκος. Οι σκέψεις σου σήμερα;

Ότι ο δεύτερος δίσκος είναι καλύτερος(Γέλια).

-Από ποια άποψη;

Είναι περισσότερο εγώ, πιο ειλικρινής. Ο δεύτερος δίσκος είναι προϊόν μιας αναζήτησης του εαυτού μου. Ο τρίτος έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και αναμένεται να κυκλοφορήσει εντός του 2025

-Καίρια ήταν η συνεργασία σου με τον στιχουργό Νίκο Μωραΐτη, όπου γράψατε τραγούδια για την Χαρούλα Αλεξίου.

Ήταν η πρώτη φορά που έγραψα μαζί με έναν  άλλον δημιουργό και για μια άλλη φωνή. Και όχι για μια τυχαία φωνή… Αισθανόμουν ότι ο πήχης ανέβηκε πολύ ψηλά. Ήταν μια δουλειά όπου ο Νίκος μας πήρε από το χέρι και μας έδωσε τη δυνατότητα να αγγίξουμε τον κόσμο της Χάρις Αλεξίου. Γράψαμε τρία τραγούδια. Αγαπώ ιδιαίτερα το Ένα Φιλί.

-Τι θυμάσαι από την Χάρις Αλεξίου.

Μου επέτρεψε να λειτουργήσω με απόλυτη ελευθερία. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Αφήστε τον Γιώργο να δουλέψει  όπως ξέρει».

-Με αφορμή τη τελευταία περιπέτεια της υγείας της Μαρινέλλας, έγινε συζήτηση για το πότε θα πρέπει να σταματά  ένας ερμηνευτής να εμφανίζεται πάνω στη σκηνή. Η Αλεξίου το έπραξε όταν θεώρησε ότι δεν είχε τις δυνατότητες που είχε πιο παλιά. Η γνώμη σου;

Είναι ευλογία να γνωρίζεις πότε πρέπει να σταματήσεις οτιδήποτε και να κάνεις στη ζωή αυτή.  Δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι η Χαρούλα έκανε καλά ενώ η Μαρινέλλα κακώς συνεχίζει να τραγουδά από τη στιγμή που δεν ξέρουμε πως νιώθουν μέσα τους οι γυναίκες αυτές. Τα ονόματα αυτά είναι τοτέμ. Όταν ανεβαίνουν στη σκηνή λαμβάνουν μεγάλο μερίδιο αγάπης μόνο και μόνο  που βρίσκονται εκεί.

-Στις 10 Νοεμβρίου θα εμφανιστείς στο Gazarte. Τι αναμένεται να ακούσουμε;

Θα ακουστούν τα τραγούδια των δυο δίσκων μου αλλά και κάποια τραγούδια από τον επερχόμενο δίσκο που πιστεύω καλώς εχόντων των πραγμάτων να κυκλοφορήσει μέσα στο 2025. Θα παίξω μαζί με τον Μάξιμο  Δράκο στο πιάνο και τον Γιάννη Αγγελόπουλο στα τύμπανα όπου στο πρόγραμμα θα εντάξουμε και κάποιες διασκευές γνωστών τραγουδιών.

-Είσαι πατέρας δυο παιδιών. Σε έχει αλλάξει η πατρότητα;

Σίγουρα. Συναισθηματικά έχω αλλάξει. Συνειδητοποίησα ότι κάποια πράγματα τα αντέχω και κάποια πράγματα δεν μπορώ. Αναφέρομαι σε σκληρές όψεις της καθημερινότητας.

-Φοβάσαι για το μέλλον τους;

Είμαι ένας κλασικός γονιός με τις ανασφάλειες και τους φόβους μου. Δεν τα κάνω όλα σωστά. Σαν γονιός θέλω να τους δείξω το δικό μου παράθυρο για τη θέα που θα έχουν στο κόσμο που θα ζήσουν.

-Τα δικά σου όνειρα για το μέλλον;

 Θα ήθελα μια ζωή στη θάλασσα.

-Ρους σε ευχαριστώ πολύ για την επικοινωνία μας.

Εγώ σε ευχαριστώ.

Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο

Γιώργος Ρους – Βιογραφικό: εδώ

Διαβάστε περισσότερες συνεντεύξεις: εδώ

Αποτυχημένος φοιτητής Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποτυχημένος φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Ερασιτέχνης ραδιοφωνικός παραγωγός και αρθρογράφος. Συλλέκτης βινυλίων, κόμικς και βιβλίων. Λάτρης της ινδικής κουζίνας και του κόκκινου κρασιού. Με το γράψιμο έχω μια ιδιαίτερη σχέση. Όταν γράφω θέλω η σκέψη που ξεκινάει από εμένα να ολοκληρώνεται από τον αναγνώστη...