Κοιτάμε στην λάθος πλευρά

Ενώ όλες οι χώρες έπειτα από πολέμους και γενικά από εσωτερικές και εξωτερικές αναταράξεις κατευθύνονται προς την μεταστροφή της κατάστασης για να αναγεννηθούν, η Ελλάδα έπραξε το αντίθετο. Πραγματική ανάπτυξη δεν επήλθε ποτέ ούτε καν με το σχέδιο Marshall ούτε την χρυσή εποχή ΠΑΣΟΚ (που στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο χρυσή όσο πιστεύουμε). Ανάπτυξη δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει. Ο λόγος είναι απλός και η απάντηση εντοπίζεται σε αυτό που εμμένουν πολλοί άνθρωποι και δεν αναπτύσσονται περαιτέρω, στην μετριότητα.

Η μετριότητα στην Ελλάδα είναι παντού εντοπίσιμη. Αλλά το θέμα δεν είναι η ανάλυση της μετριότητας που υφίσταται σε τομείς όπως η παιδεία ή δικαιοσύνη, αλλά στην διαρκή μετριότητα της οικονομίας. Η μετριότητα της οικονομίας προέρχεται από την μη ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα, δηλαδή της μεταποίησης. Είναι ευρέως γνωστό ότι υπάρχει μία συνεχής τάση χώρες με ισχυρή βιομηχανία να αποτελούν τους μεγάλους παίκτες της παγκόσμιας οικονομίας. Κι αυτό, είτε επειδή παράγουν περισσότερο είτε/και εξάγουν περισσότερο. Η ελληνική οικονομία δεν πράττει το πρώτο άρα δεν είναι ικανή να πράξει και το δεύτερο. Έτσι, αποτελούμε μία αμιγώς κοινότυπη κουκκίδα στην παγκόσμια οικονομία.

Η αιτία

Τι μας οδήγησε σε αυτή την κατάσταση; Κρίνεται αναγκαίο να γυρίσουμε τον τροχό της ιστορίας πίσω την δεκαετία του ’70 και πέρα (βέβαια, τα λάθη ξεκίνησαν από την μη ορθή οικοδόμηση της χώρας την μετεμφυλιακή περίοδο). Πάντως, τα λάθη ήταν πολλά. Πρώτο και κύριο η εύκολη και πρόωρη ένταξή μας στην Ε.Ο.Κ. που κατέστρεψε τον εγχώριο ανταγωνισμό και οδήγησε πολίτες με χαμηλό εισόδημα (και αυτόματα υψηλή ροπή προς κατανάλωση) στις πιο φθηνές εισαγωγές. Συνεχίστηκαν με την υιοθέτηση μέτριας τεχνολογίας που οδήγησε την χώρα στην λεγόμενη παγίδα του μέτριου εισοδήματος. Δηλαδή, στην παγίδευσή της στο μέτριο μέσο εισόδημα που αποτελεί απόρροια χαμηλών επενδύσεων και επίσης χαμηλής καινοτομίας.

Βέβαια, το μεγαλύτερο λάθος προσδίδεται στις ελληνικές κυβερνήσεις που αντί να πριμοδοτούν τους πολίτες με κίνητρα ώστε να εισέλθουν «πραγματικά» στην παραγωγική διαδικασία, προτιμούν να γεμίζουν δια βίου θέσεις του δημοσίου. Εδώ κρίνεται σκόπιμο να τονιστεί ότι η πραγματική παραγωγή γίνεται στον ιδιωτικό τομέα. Κανείς δεν πρέπει να αυταπατάται ότι οι δημόσιες υπηρεσίες δουλεύουν με επαρκή ρυθμό. Αυτό συμβαίνει, διότι υπάρχει υπεράριθμος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων, πολλοί από αυτούς μη ικανοί ή αδιάφοροι εξαιτίας της μονιμότητας του δημοσίου τομέα και last but not least, διότι αποτελούν κομματικά παρακλάδια (τα λεγόμενα «βίσματα»). Βέβαια, εξαιρούνται τομείς όπως η δημόσια υγεία, που η κατάσταση εκεί είναι αντίστροφη, οι γιατροί κάνουν υπερπροσπάθεια αλλά το κράτος δεν στέκεται αντάξιο των συνθηκών και των προσδοκιών. Σε κάθε περίπτωση, οι γιατροί στα δημόσια νοσοκομεία αποτελούν την εξαίρεση που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Το αντί-επιχείρημα

Πολλοί θα αντί-επιχειρηματολογούσαν λέγοντας πως ο ιδιωτικός τομέας εκμεταλλεύεται, εξαντλεί και κακοπληρώνει τους υπαλλήλους του. Σαφώς και τα παραπάνω αποτελούν πραγματικότητα. Αλλά, εδώ υπάρχει ένα τεράστιο «αλλά». Ως ορθολογικοί πολίτες επιθυμούμε την μεγιστοποίηση της χρησιμότητάς μας, ενώ οι επιχειρήσεις σε πολλές περιπτώσεις την μεγιστοποίηση του κέρδους τους. Μία επιχείρηση θα τείνει να εκμεταλλευτεί τους εργαζόμενους της (ώστε να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους), αλλά το κατά πόσο θα το κάνει θα πρέπει να είναι ευθύνη του κράτους.

Μία ευθύνη δύσκολη, αλλά, κανείς άλλος δεν μπορεί να αποτελεί τον διαιτητή. Το κράτος θα πρέπει να λειτουργεί ως διαιτητής μέσω διάφορων μέσων, νόμων ή/και επιθεώρηση εργασίας. Αντί να ενισχύει άπραγο τους ολιγάρχες (επιτρέποντάς του είτε να δημιουργούν μονοπώλια είτε εκμεταλλευόμενοι εργαζόμενους) θα πρέπει να επεμβαίνει ώστε να προστατεύει το ανθρώπινο κεφάλαιό του. Αυτό γιατί; Γιατί η ελεύθερη αγορά έχει αποτύχει όταν είναι πλήρως απελευθερωμένη και επιπρόσθετα για τον λόγο ότι σε κάθε άλλη περίπτωση θα αναγκαστεί να δώσει πενιχρά επιδόματα στους μελλοντικούς ανέργους που θα δημιουργηθούν επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο τον προϋπολογισμό του.

Πού κοιτάμε σήμερα

Βέβαια, η μόνη κίνηση που γίνεται σήμερα είναι η (πενιχρή) τόνωση της ζήτησης. Εγκλωβισμένοι στην μετριότητά μας προτιμάμε πενιχρά κρατικά επιδόματα, δια βίου θέσεις σε δημόσιες υπηρεσίες αντί να ρισκάρουμε καινοτομώντας. Η μεγαλύτερη ευθύνη για την παραπάνω κατάσταση δεν βαραίνει τους πολίτες, αλλά το ίδιο το κράτος μέσω της αβεβαιότητας και του μη πρόσφορου εδάφους που έχει οικοδομήσει για την καινοτομία. Επιχειρήσεις και νέοι αποθαρρύνονται με το brain drain να έχει εκτοξευτεί και η ανεργία να μειώνεται αλλά αυτό να προέρχεται από επισφαλείς θέσεις εργασίας. Έτσι, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας μοιάζει με μία χρόνια ασθένεια που όμως οι γιατροί αποφασίζουν να κουράρουν μόνο τα συμπτώματα και όχι την ίδια…

Αντιμετωπίζοντας συμπτωματολογικά την ασθένεια

Η ενίσχυση του ιδιωτικού και η αποσυμφόρηση του δημοσίου τομέα μπορεί να αντιμετωπίσει την συμπτωλογία του ασθενή «ελληνική οικονομία», αλλά όχι καθ’ αυτή την ασθένειά του. Η ίαση της ασθένειας αυτής καθ’ αυτής θα υπάρξει μέσω της ανάπτυξης της παραγωγής. Η Ελλάδα είναι αναγκαίο να εξειδικεύσει το εργατικό δυναμικό της, να δώσει κίνητρα μέσω της φορολογίας και να δημιουργήσει ένα ασφαλές περιβάλλον για την προσέλκυση επενδύσεων και βιομηχανιών. Σε καμία περίπτωση δεν υπονοώ να μετατραπούμε σε Ινδία, αλλά η πλήρης εξάρτησή μας από εισαγωγές σε πρώτες ύλες και σε μεταποιητικά προϊόντα μάς καθιστά αδύναμους παίχτες…

Συνοψίζοντας, τα οικονομικά του Keynes (τόνωση της ζήτησης) μπορούν να έχουν μόνο βραχυχρόνια αποτελέσματα, μακροχρόνια δεν οδηγούν σε ανάπτυξη. Η επιστροφή στο νόμο του Say «η προσφορά δημιουργεί την ζήτηση» είναι αναγκαία. Η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει σελίδα και αυτό θα γίνει μέσω της στροφής μας στην μεριά της προσφοράς, εφόσον όμως το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί στον κοινωνικό-οικονομικό ιστό της χώρας δεν είναι τόσο μεγάλο. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι σήμερα κοιτάμε στην λάθος μεριά…

Επιμέλεια άρθρου: Ευγενία Κελαράκου