Με προσβολές, βωμολοχίες και προσωπικές επιθέσεις ολοκληρώθηκε το πρώτο προεδρικό debate για τις προεδρικές εκλογές 2020.
Ολόκληρη η διαδικασία βαφτίστηκε ως αποτυχία τόσο από διεθνή αλλά και αμερικανικά μέσα. Μεταξύ της τάσης Trump να διακόπτει και της άρνησης Biden να απαντήσει ευθέως σε ερωτήσεις που τέθηκαν, η διαδικασία άφησε την εντύπωση πως οι υποψήφιοι έχουν μόνο σκοπό την μεταξύ τους αντιπαράθεση.
Τα προβλήματα ξεκίνησαν από το πρώτο τμήμα των ερωτήσεων που αφορούσαν το Ανώτατο Δικαστήριο. Η συζήτηση έμεινε στο συγκεκριμένο θέμα για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα πριν οι ομιλητές αποφασίσουν ότι προτιμούν να μιλήσουν για την υγεία (παρόλο που έγινε πολλές φορές σαφές πως το θέμα της υγείας ήταν το επόμενο ζήτημα). Παρόλα αυτά οι δύο ομιλητές έκαναν σαφή την άποψη τους επί του θέματος. Οι Ρεπουμπλικανοί προτείνουν την Amy Coney Barrett ως υποψήφια για τη θέση της προέδρου, με τους Δημοκρατικούς να επιμένουν ότι μια τέτοια απόφαση πρέπει να περιμένει για μετά τις εκλογές. Βέβαια η έγνοια των Δημοκρατικών δεν είναι η δημοκρατικότητα της διαδικασίας αλλά το γεγονός ότι δεν θέλουν την Barrett εάν επιθυμούν να κρατήσουν τα νομοθετήματα του “Obama Care” για την υγεία και εάν θέλουν να προσθέσουν δημόσιο τομέα υγείας για αυτούς που το εισόδημά τους δεν αρκεί για την κάλυψη των νοσηλείων. Την ίδια στιγμή που η Barrett υποστηρίζει ότι αφού δεν υπάρχει αντίστοιχη αναφορά στο Σύνταγμα, τότε καμία μορφή δημόσιας υγείας δεν είναι υποχρεωτική.
Συνεχίζοντας με το ζήτημα της υγείας ο Πρόεδρος Trump μίλησε για άλλη μια φορά για το κόστος του “Obama Care” και την ανάγκη πλήρους απόσυρσής του. Παρόλα αυτά είχε κάνει τις ίδιες δηλώσεις και πριν την πρώτη εκλογή του και στα τέσσερα χρόνια προεδρίας του δεν έχει προχωρήσει σε σχετικά μέτρα. Από την άλλη πλευρά ο Biden μίλησε για τα πλεονεκτήματα των αντίστοιχων νομοθετημάτων, στη μείωση της ψαλίδας των τιμών των επεμβάσεων ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες.
Και εκεί είναι που η συζήτηση εκτροχιάστηκε τελείως. Ο Trump άφησε να νοηθεί ότι ο Biden είναι υπέρμαχος του σοσιαλισμού και ότι σκοπός του είναι η ακύρωση των ιδιωτικών ασφαλίσεων και ο πλήρης παρεμβατισμός του κράτους στην υγεία. Συνέχισε υποστηρίζοντας ότι θα μειώσει την κοστολόγηση φαρμάκων κατά 80 με 90% και ότι πλέον η ινσουλίνη έχει κόστος «λες και αγοράζεις νερό». Και θα μπορούσε κάποιος να τον πιστέψει, εάν δεν είχε προσβάλλει τον Μάιο του 2019 την Alexandria Ocasio-Cortez όταν πρότεινε παρόμοια μέτρα.
H όλη αντιπαράθεση θα μπορούσε να είχε τελειώσει εκεί εάν ο Trump δεν συνέχιζε να διακόπτει και να είναι προσβλητικός προς τον αντίπαλό του και εάν ο Biden δεν είχε πει πιο πριν στον Trump να σταματήσει να μιλάει (θέτοντάς το ευγενικά). Και οι προσβολές συνεχίστηκαν με τον Trump να λέει ότι έχει χάσει ο Biden τους αριστερούς ψηφοφόρους του αφού υποστήριξε το πλάνο υγείας που είχε προηγουμένως προτείνει ο Bernie Sanders. Τότε ο Biden αποφάσισε να απευθυνθεί απευθείας στο κοινό και να προβάλλει την θέση ότι ο Πρόεδρος δεν ενδιαφέρεται για την υγεία τους.
Προχωρώντας το debate έφτασε η ώρα να συζητηθεί κανονικά το ζήτημα της υγείας στο σήμερα και στο πώς προχωράμε μετά τη κρίση του Covid-19. Η στάση Trump επιβεβαίωσε τις προηγούμενες κατηγορίες Biden, όταν ο Πρόεδρος μίλησε για την μη αναγκαστική χρήση της μάσκας στους εξωτερικούς χώρους. Και αυτό σε μια χώρα με εφτά εκατομμύρια κρούσματα και πάνω από διακόσιους χιλιάδες νεκρούς. Συνεχίζοντας, ο Biden έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι ο Πρόεδρος γνώριζε από το Φεβρουάριο για τη σοβαρότητα του ιού αλλά αρνήθηκε να ενημερώσει τους πολίτες με τη δικαιολογία ότι δεν ήθελε να τους πανικοβάλλει αλλά και για τα απρεπή σχόλια του Προέδρου εν μέσω της πανδημίας. Στην ουσία, τελείωσαν τα επιχειρήματα και των δύο παρατάξεων, με μόνη προσθήκη από πλευράς των Ρεπουμπλικανών ότι οι Δημοκρατικοί ήθελαν να κλείσουν τη χώρα και να την καταστρέψουν οικονομικά. Γενικά καταλαβαίνουμε ότι περισσότερο συζητήθηκε το ζήτημα της υγείας στο μέρος του debate για το Ανώτατο Δικαστήριο, παρά όταν το θέμα ήταν όντως η υγεία.
Τα debate είναι γενικά διάρκειας 90 λεπτών και η αδυναμία των δύο υποψηφίων να παραμείνουν στο θέμα, να μην διακόπτουν και να μην προσβάλλουν ο ένας τον άλλον, είχε ως αποτέλεσμα την παραμέλιση της εις βάθους ανάλυσης των υπόλοιπων θεμάτων.
Ακολούθησε συζήτηση για τον συστηματικό ρατσισμό. Ως συνήθως είδαμε τον Πρόεδρο να αγνοεί και να αρνείται τα στατιστικά και να φορτώνει το βάρος των ευθυνών στον Τύπο και τους πολιτικούς αντιπάλους και τον Biden να αρνείται να παραμείνει στο επιχείρημά του για να επιτεθεί στον Trump. Η ανταλλαγή επιχειρημάτων σε αυτό το ζήτημα έμεινε σε κατηγορίες και δεν έδωσε σε όποιον παρακολουθούσε κάτι καινούριο παρά μόνο ανακύκλωση αφήγησης συμβάντων και ελλείψεων. Δηλαδή καμία νέα πολιτική δεν προτάθηκε παρά μόνο η επαναφορά προηγουμένων που ακυρώθηκαν επί προεδρείας Trump και δεν αναφέρθηκε ούτε καν η εκ νέου διαμόρφωσή τους για να υποστηρίξουν τις νέες κοινωνικές ανάγκες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν. Ο Trump ακόμα και τώρα παρέμεινε στην αντίληψή του ότι η αύξηση βίας υπάρχει μόνο σε πολιτείες που διοικούν οι Δημοκρατικοί παρά τις αντίθετες ενδείξεις και συνέχισε να κατηγορεί την Antifa ακόμα και αφότου ο πρώην Αντιπρόεδρος του εξήγησε ότι πρόκειται για ιδεολογία και όχι για οργάνωση.
Το περιβαλλοντικό ζήτημα σχεδόν παραβλέφθηκε τελείως. Στην ερώτηση εάν πιστεύει τους επιστήμονες κλιματικής αλλαγής ο Πρόεδρος αρνήθηκε να απαντήσει ευθέως για δύο φορές, κατηγόρησε το “Green New Deal” ως πολύ ακριβό χωρίς λόγο και υποστήριξε την ανάγκη για καλύτερη διαχείρηση των δασών για να αποφευχθούν μελλοντικές πυρκαγιές. Και μάλλον αυτό είναι το μόνο σημείο στο οποίο συμφωνούν οι δύο αντίπαλοι. Ο Biden δεν υποστηρίζει και αυτός το “Green New Deal” με τη διαφορά όμως ότι πιστεύει πως αυτό μπορεί να αποπληρωθεί μόνο του εν καιρώ, χωρίς κρατική επιβάρυνση και ότι εντοπίζει το λάθος σε άλλα σημεία.
Αργότερα, όταν ο Trump αποφάσισε όντως να δώσει απάντηση για το περιβαλλοντικό πρόβλημα μίλησε για την ανάγκη αλλαγής αυτοκινήτων σε οικολογικά και γύρισε τη συζήτηση σε μία κόστους και απόδοσης εσόδων, χωρίς αυτή να είναι η προτεραιότητα στην οποία θα έπρεπε να δοθεί βάση. Ευτυχώς βέβαια σε αυτό το σημείο ο Biden αποφάσισε να δώσει με σαφήνεια το επιχείρημά του δίνοντας έμφαση στη δημιουργία οικολογικών σπιτιών και την ανάγκη εκμετάλλευσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Στο τελευταίο κομμάτι του debate έμοιαζε λες και οι δύο υποψήφιοι ξέχασαν τελείως όλα τα προσχήματα.
Οι απειλές και κατηγορίες ήταν πιο ανοικτές από ποτέ και ακόμα και ο συντονιστής έδειχνε να έχει σταματήσει να προσπαθεί να επιβάλλει μια κάποια τάξη και αναγκάστηκε να σηκώσει τον τόνο της φωνής του σε πάνω από μία περιπτώσεις. Το ζήτημα της νομιμότητας των διαφορετικών τρόπων ψηφοφορίας λόγω της πανδημίας έφερε στο τραπέζι μόνο διακοπές και διαφωνίες οι οποίες άφηναν τον τηλεθεατή ακόμα πιο σαστισμένο από πριν. Και οι δύο παρατάξεις αρνήθηκαν να δουν το ζήτημα με κατανόηση και λογική και έμειναν προσκολλημένοι στα δύο άκρα με τον Trump να υποστηρίζει ότι η ψηφοφορία μέσω κατάθεσης ψήφου με γράμμα έχει σκοπό να τον υπονομεύσει και ότι παρά την πανδημία όλοι θα έπρεπε να ψηφίσουν κανονικά. Από την άλλη πλευρά ο Biden παρουσίασε το σύστημα ως αλάνθαστο και ως ένα που χρησιμοποιούν τα στρατεύματα από την περίοδο του Αμερικανικού Εμφυλίου.
Σε γενικές γραμμές το debate παρουσίασε μια εικόνα νηπιαγωγείου, με παιδάκια να διαφωνούν και να κάνουν υπερβολικές δηλώσεις χωρίς καμία σκέψη ότι η παιδική τους συμπεριφορά δεν θα παρθεί από κανέναν ως επαγγελματική και ότι έχει αντίκτυπο στις εκλογές. Και δεν νομίζω ότι κάποιος ο οποίος έρχεται στη θέση να ψηφίσει αυτό το Νοέμβριο θέλει δηλώσεις του τύπου «είμαι ότι καλύτερο συνέβει στους Αφροαμερικανούς της χώρας ίσως μετά τον Λίνκολν» από τον Trump και «το Green New Deal θα αποσβεσθεί από μόνο του εν καιρώ» από τον Biden.
Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο οι υποψήφιοι καθαυτοί. Το ζήτημα είναι το ίδιο το σύστημα που είναι κυριολεκτικά ένα δίκοπο μαχαίρι. Όταν έχεις κυριολεκτικά μόνο δύο επιλογές, δεν καλείσαι να επιλέξεις το καλύτερο αλλά το καλύτερο δυνατό. Και η όλη η θεωρία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα βασικά ιδεώδη που προσπαθούν να υποστηρίξουν οι Αμερικανοί. Δεν μπορεί η όλη θεωρία ενός συστήματος οικονομικού αλλά και πολιτικού να βασίζεται στην ελευθερία λόγου και επιλογής και αργότερα αυτή να τη φιμώνεις. Γιατί η επιλογή ανάμεσα σε έναν άνθρωπο με δεσμούς με το μεγαλύτερο εμπόριο λευκής σαρκός και ανάμεσα σε έναν με πολλαπλές κατηγορίες σεξουαλικής παρενόχλησης (όχι ότι δεν έχουν και οι δύο!), δεν είναι επιλογή.