Τα δικαιώματα των εργαζόμενων στην πανδημία

Το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) μας ενημερώνει μέσω ερωτήσεων – απαντήσεων για τα δικαιώματα των εργαζόμενων τη δύσκολη περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού. Ας δούμε αναλυτικότερα:

Δικαιούται αποδοχές ο εργαζόμενος στην περίπτωση που ο εργοδότης κλείνει την επιχείρηση, με απόφαση της δημόσιας Αρχής;

Στην περίπτωση που το κλείσιμο της επιχείρησης αποτελεί απόφαση της Πολιτείας, κατόπιν έκδοσης νομοθετικής πράξης, λόγω ανωτέρας βίας, ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αποδοχών και ασφαλιστικών εισφορών για το χρονικό διάστημα που διαρκεί η απόφαση της αρχής.

Ανωτέρα βία, με τη συνδρομή της οποίας ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής μισθών υπερημερίας στον εργαζόμενο κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, συνιστά κάθε απρόβλεπτο και τυχαίο γεγονός, που ήταν αδύνατον να αποτραπεί, ακόμη και αν είχε καταβληθεί το ανώτατο δυνατό μέτρο επιμέλειας, σύνεσης και πρόνοιας. Θα πρέπει από το περιστατικό της ανωτέρας βίας να προκαλείται ολική και διαρκής αδυναμία του εργοδότη για αποδοχή της εργασίας του μισθωτού, ανεξάρτητα από την οικονομική του δυνατότητα.
Από το χρονικό σημείο επαναλειτουργίας της επιχείρησης και μετά, ο εργοδότης υποχρεούται να αποδέχεται τις πραγματικές και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του εργαζομένου, διαφορετικά περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας και υποχρεούται να καταβάλει αποδοχές στον εργαζόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 656 του ΑΚ.

Το προσωρινό, λοιπόν, κλείσιμο των επιχειρήσεων, έπειτα από κρατική απόφαση, λόγω της επιδημίας του κορωνοϊού, συνιστά ανωτέρα βία, εξαιτίας της οποίας ο εργοδότης αδυνατεί να αποδεχτεί τις υπηρεσίες των εργαζομένων και, συνεπώς, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αποδοχών σε αυτούς για όσο χρονικό διάστημα παραμένει κλειστή η επιχείρηση, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, λόγω της παραπάνω ανωτέρας βίας.

Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σε επιχειρήσεις οι οποίες έκλεισαν, κατόπιν απόφασης της αρχής, δικαιούνται αποζημίωση ειδικού σκοπού, καθώς και ασφαλιστική κάλυψη, που καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις από 14.3.2020 και 20.3.2020 Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και στην ΚΥΑ 12998/232/2020.

Δικαιούται αποδοχές ο εργαζόμενος στην περίπτωση που ο εργοδότης αποφασίζει ο ίδιος να διακόψει τη λειτουργία της επιχείρησής του;

Εάν η απόφαση για το κλείσιμο μίας επιχείρησης λαμβάνεται από τον εργοδότη, τότε ο μισθός καταβάλλεται κανονικά στους εργαζόμενους. Ο εργαζόμενος, επομένως, έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό του στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη για λόγους που αφορούν τον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανωτέρα βία.


Στην περίπτωση που ο εργοδότης αποφάσισε αρχικά ο ίδιος τη διακοπή της δραστηριότητάς του και, στη συνέχεια, ακολούθησε απόφαση της δημόσιας Αρχής, καταβάλλει τις αποδοχές στους εργαζόμενους για το χρονικό διάστημα, μέχρι την απόφαση της Αρχής.


Μπορεί ο εργοδότης να υποχρεώσει τον εργαζόμενο να λάβει την κανονική του άδεια;
Ο εργοδότης δεν μπορεί να υποχρεώσει τον εργαζόμενο να λάβει την κανονική του άδεια, καθότι ο χρόνος χορήγησης της άδειας καθορίζεται, εντός του ημερολογιακού έτους, με κοινή συμφωνία μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη.


Ειδικότερα, ο εργαζόμενος αιτείται την κανονική του άδεια -γραπτώς ή προφορικώς- και ο εργοδότης υποχρεούται να του την χορηγήσει εντός δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης. Οι μισοί δε τουλάχιστον από τους εργαζόμενους που δικαιούνται κανονική άδεια, θα πρέπει να λαμβάνουν την άδειά τους μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου έως τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.


Μπορεί ο εργοδότης να υποχρεώσει τον εργαζόμενο να τεθεί σε άδεια άνευ αποδοχών;
Ομοίως και για την άδεια άνευ αποδοχών, ο εργοδότης δεν δικαιούται να επιβάλει στον εργαζόμενο τη χορήγησή της. Η άδεια άνευ αποδοχών χορηγείται στον εργαζόμενο, μόνο κατόπιν αιτήματος του τελευταίου και έγκρισης αυτού (του αιτήματος) από τον εργοδότη και, επομένως, δεν νοείται υποχρεωτική χορήγηση από τον εργοδότη της άδειας άνευ αποδοχών.


Υπογραμμίζεται ότι άδειες άνευ αποδοχών που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων-εργοδοτών, των οποίων η επιχειρηματική δραστηριότητα έχει ανασταλεί, με εντολή δημόσιας αρχής, αίρονται αυτοδικαίως από την ημέρα δημοσίευσης της ΥΑ (12998/232 ΦΕΚ 1078 ΤΕΥΧΟΣ Β, 28-3-2020). Οι συμβάσεις αυτών των εργαζομένων τελούν σε αναστολή και είναι δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού.


Σε περίπτωση παράβασης των ανωτέρω, οι εργαζόμενοι δύνανται -προς διασφάλιση των νόμιμων δικαιωμάτων τους- να απευθύνονται στην Επιθεώρηση Εργασίας του τόπου της απασχόλησής τους, ζητώντας τη μεσολάβησή της για τη διευθέτηση της εργατικής διαφοράς.


Μπορεί ο εργοδότης να μετατρέψει τη σύμβαση εργασίας του εργαζομένου από πλήρους απασχόλησης σε μερικής;
Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση).


Αν η συμφωνία αυτή δεν καταρτιστεί εγγράφως ή δεν γνωστοποιηθεί εντός οκτώ ημερών από την κατάρτισή της στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται η πλήρης απασχόληση του μισθωτού.


Σύμφωνα με τα ανωτέρω, για να μετατραπεί η σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης σε μερικής, απαιτείται συμφωνία του εργαζομένου. Η νομοθεσία προβλέπει ότι, όταν η καταγγελία σύμβασης εργασίας (απόλυση) οφείλεται σε άρνηση του μισθωτού να αποδεχτεί την εργοδοτική πρόταση για μετατροπή της από πλήρους απασχόλησης σε μερικής απασχόλησης, η εν λόγω καταγγελία είναι άκυρη.

Τι ισχύει για την τηλεργασία;

Με την ΠΝΠ της 11.3.2020 η τηλεργασία επιλέχθηκε ως ένα από τα μέτρα αντιμετώπισης και περιορισμού της διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19. Έτσι κατ’ αρχάς έως τις 11.4.2020 ή/και για όσο διάστημα διαρκούν τα έκτακτα και προσωρινά μέτρα, ο εργοδότης δύναται με απόφασή του να καθορίζει ότι η εργασία, για μέρος ή για όλο το προσωπικό, θα πραγματοποιείται με το σύστημα της εξ αποστάσεως εργασίας (τηλεργασία). Για την έκτακτη αυτή περίοδο, η επιλογή της οργάνωσης συστήματος τηλεργασίας χάνει τον οικειοθελή της χαρακτήρα και εντάσσεται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη. Ο εργαζόμενος οφείλει να δεχτεί την προσωρινή μεταβολή του τόπου παροχής της εργασίας του για όσο διάστημα ισχύσουν τα έκτακτα μέτρα.

Το μέτρο της τηλεργασίας μπορεί να συνδυαστεί με την άδεια ειδικού σκοπού που δικαιούνται οι εργαζόμενοι γονείς, δεν μπορούν όμως τα δύο μέτρα (τηλεργασία και άδεια ειδικού σκοπού) να ισχύουν ταυτόχρονα.

Οι τηλεργαζόμενοι απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα, τα οποία διασφαλίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία και τις συλλογικές συμβάσεις, με τους συγκρίσιμους εργαζομένους μέσα στις εγκαταστάσεις του εργοδότη. Η λήψη των κατάλληλων μέτρων για την προστασία των προσωπικών δεδομένων που γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας από τον τηλεργαζόμενο αλλά και η προστασία του λογισμικού και των λοιπών δικτύων της επιχείρησης εναπόκειται στον εργοδότη.

Ο εργοδότης οφείλει να σέβεται την προσωπική ζωή του τηλεργαζομένου. Γενικά ο εργοδότης είναι υπεύθυνος για την παροχή, εγκατάσταση και συντήρηση του αναγκαίου εξοπλισμού για την τηλεργασία. Ωστόσο, ο εργαζόμενος μπορεί να χρησιμοποιήσει τον δικό του εξοπλισμό. Ο εργοδότης σε κάθε περίπτωση παρέχει στον τηλεργαζόμενο τεχνική υποστήριξη για την παροχή της τηλεργασίας και αναλαμβάνει το κόστος των τηλεπικοινωνιών.

Ο τηλεργαζόμενος καθορίζει ο ίδιος το χρόνο εργασίας του, μέσα όμως στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας, των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των κανονισμών των επιχειρήσεων.

Πηγή: ΙΝΕ/ΓΣΕΕ – 06/04/20

Επικαιρότητα-Νέα-Ειδήσεις!