Αδιαμφισβήτητα, η μάχη καπιταλισμού και σοσιαλισμού έχει έναν νικητή και αυτός είναι ο καπιταλισμός. Δεν είναι θέμα παγκόσμιας οικονομικής συνομωσίας των μεγάλων κεφαλαίων ή εξαναγκαστικής επιλογής που έθεσε ο δυτικός κόσμος. Είναι μία συνειδητή επιλογή των ανθρώπων σχεδόν σε όλη την υφήλιο. Αυτή η επιλογή βασίστηκε σε δύο βασικούς άξονες, στην ελευθερία και στην ποιότητα που πρόσφερε το ένα σύστημα έναντι του άλλου.
Κατά την άποψή μου, ο καπιταλισμός αποτελεί και θα αποτελεί το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα γιατί εκτός από την ελευθερία επιλογής προάγει και ένα ελεύθερο πολιτικό σύστημα. Βέβαια, δεν αποτελεί ικανή συνθήκη αυτού αλλά αναγκαία. Κάτι που διαπιστώνεται σχετικά εύκολα, αν προσπαθήσουμε για αρχή να ανακαλέσουμε από τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις μας ή να αναζητήσουμε εκ νέου ένα μη καπιταλιστικό σύστημα το οποίο ΟΜΩΣ προάγει την πολιτική ελευθερία. Δυστυχώς για τους θιασώτες του ουτοπικού σοσιαλισμού, σοσιαλισμός και ατομική ελευθερία δεν μπορούν να συνυπάρξουν.
Το καπιταλιστικό σύστημα βασίζεται στην ελευθερία των ατόμων να «κινούνται» μέσα σε μία αγορά. Ο κλασικός καπιταλισμός βασίζεται εξ ορισμού στο δόγμα του laissez-faire το οποίο «προωθεί» την απόλυτη ελευθερία παραγωγών και καταναλωτών να έρχονται σε επαφή και να αποφασίζουν χωρίς κρατική παρέμβαση τους όρους του trade. Όπως και να έχει, αυτό αποτελεί μία ουτοπία. Είναι αδύνατον στην σύγχρονη οικονομική κοινωνία να συμβεί, καθώς ο αριθμός καταναλωτών και παραγωγών είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από την εποχή που διατυπώθηκε αυτή η «αρχή», καθώς και επειδή, όπως και κάθε άλλο σύστημα, έχουν αναχθεί διάφορες παθογένειές του με το πέρας του χρόνου.
Ο κλασικός καπιταλισμός απέτυχε όπως και ο κομμουνισμός, αλλά η «μαγκιά» του καπιταλισμού είναι η ευελιξία που δείχνει ώστε να προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις. Αφού το δόγμα της ελεύθερης αγοράς απέτυχε και όχι αδίκως καθώς ήταν αδύνατον να αντέξει λόγω αισχροκέρδειας κ.λπ., ο καπιταλισμός πήρε μία πιο ελαστική μορφή ως προς την κρατική παρέμβαση.
Η αρχή έγινε με την άνοδο του Bismarck στην εξουσία του νεοσύστατου γερμανικού κράτους και την αναθεώρηση-ενίσχυση του κράτους πρόνοιας. Προφανώς, για να συντηρηθεί ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας χρειάζεται έσοδα και με αυτόν τον τρόπο το κράτος άρχισε να διεισδύει στην αγορά και να αποσπά μερίδιο από το πλεόνασμα καταναλωτών και παραγωγών με αντάλλαγμα την παροχή υπηρεσιών. It seems fair.
Όντως, καλά σκεφτήκατε. Δεν φαινόταν μόνο αλλά και ήταν δίκαιο. Το καπιταλιστικό σύστημα, αδιαμφισβήτητα, προάγει έντονα income inequalities που πολλές φορές δεν πηγάζουν από την ικανότητα των ανθρώπων, η οικονομική κατάσταση πληθώρας συνανθρώπων μας να μην έχουν πάντα την κατάλληλη ώθηση, ώστε να φτάσουν στην κορυφή του βουνού. Συνεπώς, η προσάρτηση του κράτους ως οικονομική οντότητα στην αγορά κρίνεται αναγκαία και ικανή να μειώσει αυτές τις ανισότητες, να τον μεταλλάσσει διαρκώς και να τον κάνει όλο και πιο δίκαιο. Το κράτος πράττει το παραπάνω χρησιμοποιώντας την φορολογία και την κρατική παρέμβαση στις τιμές και τους μισθούς με σκοπό την προστασία των οικονομικά αδύναμων.
Η παραπάνω παρέμβαση, όσο καλοπροαίρετη και να είναι, πρέπει να θέτει όρια στον ίδιο της τον εαυτό. Βλέπουμε πολλά παραδείγματα χωρών που το φορολογικό τους σύστημα λειτουργεί αναδιανεμητικά προς την λάθος κατεύθυνση. Αντί να υπάρχει στήριξη των αδύναμων, όπως οι άνεργοι, με σκοπό την πλήρη επανένταξή τους στην αγορά, προτιμούν οι κυβερνήσεις να τους τροφοδοτούν με μακροχρόνια επιδόματα που τους οδηγούν όλο και πιο πολύ στην αεργία. Σε αυτό το σημείο να τονίσω πως τα επιδόματα είναι αναγκαίο να δίνονται, αλλά για περιορισμένο χρονικό διάστημα έτσι ώστε το άτομο να επανατάσσεται γρήγορα στην αγορά εργασίας.
Επιπλέον, αν πάρουμε την χώρας μας ως παράδειγμα, διακρίνουμε δύο σημαντικά στοιχεία: πενιχρά επιδόματα και ακόμα χειρότερο κράτος πρόνοιας. Το τελευταίο διαπιστώνεται, διαχρονικά, αλλά πλέον και οι πιο αφελείς το καταλαβαίνουν πως το σύστημα υγείας (που πρέπει να αποτελεί μεγάλο μέρος των κρατικών δαπανών) είναι εξαθλιωμένο και η ευθύνη είναι μόνο της κυβέρνησης και γενικά των προγενέστερων κυβερνήσεων. Συνεπώς, διακρίνουμε πως σε αυτή την περίπτωση, καθώς και σε όλες τις άλλες, το κράτος «έκλεψε» από τους καταναλωτές και τους παραγωγούς χωρίς να τους επιστρέφει αυτό που «υποσχέθηκε».
Συνοψίζοντας, όπως ορθά κατανοήσατε, ο καπιταλισμός του Friedman και του Hayek είναι ανέφικτος. Η πλήρης ελευθερία της αγοράς δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα ούτε για το άτομο ούτε για την κοινωνία. Σαφώς όμως ούτε και η έντονη κρατική παρέμβαση μπορεί να έχει ασφαλή θετικά αποτελέσματα στην πορεία της οικονομίας. Θα πρέπει τα διάφορα regulation να γίνονται στοχευμένα και να ισχύει το «μέτρον άριστον».
Το κράτος δεν θα πρέπει να στοχεύει στην υπομόνευση της ελεύθερης αγοράς και χρησιμοθηρία μέσω φόρων, που έπειτα θα μεταλλαχθούν σε μίζες κυβερνητικών προσώπων. Είναι αναγκαίο να στοχεύει σε ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας για τους φτωχούς μέσω των φόρων που θα συλλέγει σε λογικά πλαίσια από τους πιο πλούσιους (αυτός είναι και ουσιαστικά ο ορισμός του αναδιανεμητικού μέσου) και να ενισχύει τους φτωχότερους με σκοπό όχι να απολαμβάνουν όντας άεργοι μεταβιβαστικές πληρωμές, όπως επιδόματα, αλλά να τους δίνει διάφορα incentives (όπως επιδοτήσεις σε μορφή δανείου με χαμηλό επιτόκιο, χαμηλή φορολογία σε start-up επιχειρήσεις) με στόχο την επαναδραστηριοποίησή τους στην αγορά.
Τέλος, το κράτος θα πρέπει να έχει διαιτητικό ρόλο. Δηλαδή, μπορεί η επιβολή ανώτατων και κατώτατων μισθών/τιμών να μην αποτελεί μαθηματικά κάτι επωφελές για την κοινωνία αλλά δυστυχώς κρίνεται αναγκαία η θέσπιση σε μερικές περιπτώσεις που φαινόμενα αισχροκέρδειας και αθέμιτου ανταγωνισμού γίνονται αντιληπτά.
Επιμέλεια άρθρου: Ευγενία Κελαράκου