Άγγελος Παπαδημητρίου: «Γεννήθηκα καλλιτέχνης. Οτιδήποτε έπιανα στα χέρια μου το μεταμόρφωνα»

Ο Άγγελος Παπαδημητρίου είναι ένας από τους πιο γλυκούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Ευγενής, κομψός, αποπνέοντας μια αστική ευγένεια μιας άλλης εποχής. Δεν μπορώ να τον καταχωρήσω στον μυαλό μου με μια συγκεκριμένη ιδιότητα. Αποτελεί έναν από τους πιο πολυπράγμονες και πολυσχιδείς καλλιτέχνες της νεότερης Ελλάδας. Ένα πραγματικό κινητό έργο τέχνης. Συναντηθήκαμε σε ένα καφέ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας όπου κάναμε μαζί μια μαγευτική διαδρομή της υπέροχης ζωής του. Προς το τέλος της συνομιλίας μας, προστέθηκε στη συντροφιά ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Ευσταθίου. Σήμερα, με μεγάλη χαρά τον φιλοξενώ στο yourearticles.

-Άγγελε, γεννήθηκες στο Κιάτο. Τη χρονολογία την αποκαλύπτουμε;  

Άκου τι λέει… Βέβαια. Γεννήθηκα στις 22 Σεπτεμβρίου του 1952. Στην  ωραιότερη μέρα του μήνα.

-Αυτό πως προκύπτει;

Αυτά για της ημερομηνίες τα ξέρω από τον Βαΐτση Αποστολάτο. Μου είχε πει ότι κάθε μέρα του χρόνου έχει και μια εικόνα που την αντιπροσωπεύει. Η 22 Σεπτεμβρίου ήταν η εικόνα ενός ανθρώπου με δεμένα μάτια.  Οι άνθρωποι που έχουν γεννηθεί αυτή την ημέρα, είναι αυτοί που δεν έχουν την ανάγκη να βλέπουν με τα μάτια λόγω ενός μεγάλου εσωτερικού ενστίκτου που διαθέτουν και τους καθοδηγεί, κάνοντας τις μεγαλύτερες καταβυθίσεις στην ανθρώπινη  ύπαρξη.

-Οι μνήμες που κουβαλάς από τα παιδικά σου χρόνια;

Δεν μπορώ να θυμηθώ καμία συγκεκριμένη λεπτομέρεια. Ζούσα σε ένα ευτυχές περιβάλλον όπου όλα ήταν πανέμορφα. Είχα γεννηθεί στον Παράδεισο. Υπήρχε ευτυχία, αγάπη, παιδεία και μόρφωση. Και αυτό που με επηρέασε καλλιτεχνικά ήταν η μουσική, οι γυναικείες φωνές και τα τραγούδια.

-Μιλάς με τα καλύτερα λόγια για τους γονείς σου. Σε επηρέασαν;

Ακόμα και σήμερα με επηρεάζουν. Με τη παρουσία τους μου έδωσαν στόχο για το μέλλον. Για παράδειγμα, βλέποντας τον πατέρα μου να μεγαλώνει, ήξερα πως θα μεγαλώσω και εγώ. Είχα ένα μπούσουλα και ήμουν ασφαλής. Και από τους δύο γονείς φυσικά.

-Σε μια παλαιότερη συνέντευξη σου είχες αναφερθεί και σε μια δασκάλα σου που ήταν καθοριστική στη ζωή σου, τη Λουίζα Μπάσδελη Τσουλούφα.

Οι  δάσκαλοι παίζουν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση των παιδιών. Η δασκάλα μου ήταν μια πανέμορφη γυναίκα. Μας έβαζε να κάνουμε χειροτεχνίες  και να δημιουργούμε όλα τα παιδάκια μαζί.  Εγώ είχα και μια κλίση στο τραγούδι και με είχε ξεχωρίσει. Μου έδειξε μια απέραντη εμπιστοσύνη και με έκανε να καταλάβω ότι είμαι καλλιτέχνης. Είναι πολύ σημαντικό για ένα παιδί σε αυτή τη τρυφερή ηλικία να του δείξουν τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει.

-Μεγάλωσες σε ένα αστικό περιβάλλον με  υλική ευμάρεια αλλά και παιδεία. Τι είδους ζυμώσεις δημιούργησε αυτό εντός σου;

Η ευμάρεια με τα χρόνια άρχισε να φθίνει. Έτσι γίνεται συνήθως με αυτές τις καταστάσεις. Εκεί, κατάλαβα τη διαφορά. Αυτή η διαφορά ζεστού –κρύου με έκανε πραγματικό καλλιτέχνη. Αντιλήφθηκα ότι η ζωή έχει δυο όψεις.

-Ήταν δύσκολη η οικονομική μετάβαση;

Τα παιδιά δεν καταλάβαμε τίποτα. Οι μεγάλοι είχαν προβλήματα και ανησυχίες. Εμένα μου έκανε καλό. Είδα τι σημαίνει η φτώχεια.

-Είναι παρεξηγημένη η αστική τάξη στην Ελλάδα;

Με το δίκιο τους οι άνθρωποι έχουν αυτή την εικόνα. Δεν υπήρξε παράδοση της αστικής τάξης στην χώρα μας, όπως αντίστοιχα συνέβη στη Γαλλία. Στην Ελλάδα το βάρος είχε δοθεί στον πλούτο και όχι στη μόρφωση. Ταυτίστηκε ο πλούτος με την τυφλή δύναμη του χρήματος.

-Τι σε έστρεψε στη τέχνη;

Γεννήθηκα καλλιτέχνης. Οτιδήποτε  έπιανα στα χέρια μου το μεταμόρφωνα. Πηλό, λάσπη, χρώματα. Τα μετουσίωνα σε τέχνη.

-Βοήθησαν και οι γονείς σου με την παρουσία και τον τρόπο τους;

Ναι. Η επιρροή τους  ήταν κυρίως μέσω της μουσικής. Αν και με πήγαιναν και θέατρο και σινεμά. Οι γονείς μου όμως, τραγουδούσαν υπέροχα και οι δύο τους. Έψελναν στην εκκλησία, τραγουδούσαν και σπίτι. Ως μικρό παιδάκι είχα ένα φορητό πικ απ και άκουγα δίσκους 78 στροφών με όπερες και ελαφρό τραγούδι. Θυμάμαι μάλιστα, το βράδυ, έκλεινα το καπάκι από το πικ απ και έβαζα λίγη σταφίδα, ψωμάκι και τυρί για να φάνε τα παιδιά που τραγουδούσαν. Πίστευα ότι εκεί μέσα υπήρχε μια ορχήστρα κρυμμένη. Κάποια στιγμή βεβαίως στη ζωή μου ανακάλυψα το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι. Έναν κόσμο μοναδικό.

-Άκουγαν και εκείνοι λαϊκό και ρεμπέτικο;

Ούτε κατά διάνοια. Οι δικοί μου δεν άγγιζαν το ρεμπέτικο. Έφταναν μέχρι τη Μαίρη Λίντα και τον Μανώλη Χιώτη.

-Από τα πρώτα σου βήματα, μαθήτευσες δίπλα στην Ελένη Βακαλό.

Χρήστο μου, ήμουν τυχερός. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, κατάλαβα ότι υπήρξα τυχερός με τους ανθρώπους που γνώρισα. Ένας τέτοιος άνθρωπος, από τους πρώτους που με επηρέασαν, ήταν η Ελένη Βακαλό. Μικρό παιδί ήμουν που ήρθαμε σε επαφή. Της χρωστώ πολλά. Κάθε μέρα ήμουν σπίτι της. Εκεί συνάντησα τον Ελύτη, τον Τσαρούχη, τον Μαυροίδη…

-Ξέρω ότι υπήρξες συμφοιτητής στη Σχολή Κατσέλη με την Χαρούλα Αλεξίου.       

Η Χαρούλα… Το καλύτερο κορίτσι του κόσμου. Λεπτούλα και νόστιμη. Όλοι  στη σχολή είχαν μια αγωνία, ένα άγχος για να τα καταφέρουν. Εκείνη ήταν απόλυτα ήρεμη, σχεδόν αδιάφορη. Της έλεγα «Χαρούλα μου, θα γίνεις η καλύτερη τραγουδίστρια.»  «Άντε βρε», μου έλεγε. «Αφού υπάρχει η Γαλάνη». Ήταν προσγειωμένη, σίγουρη για τον εαυτό της. Κάποια στιγμή την γνώρισα στο  Γιώργο Μαυροίδη και εκείνος μου είπε : «Αυτή θα γίνει μεγάλη τραγουδίστρια. Τραγουδάει σε έναν χώρο και έχει έλεγχο και αίσθηση του χώρου η φωνή της

-Ανάμεσα στις φυσιογνωμίες που συνάντησες στη διαδρομή σου ήταν και ο Γιάννης Ρίτσος.

Τον γνώρισα στη Σάμο όπου έκανα τη θητεία μου στο στρατό. Προσπάθησαν οι γονείς μου να βάλουν κάποιο μέσο ώστε να με φέρουν κάπου στην Αθήνα αλλά εγώ δεν ήθελα. Εκεί, γνώρισα αρχικά τον αγγειοπλάστη Κοντορούδα. Έμαθα τη κεραμική δουλεύοντας  δίπλα του και άρχιζα να κατασκευάζω τα πρώτα μου κεραμικά έργα, αυτά που παρουσίασα στις πρώτες μου εκθέσεις αργότερα. Κάποια μέρα, ήρθε μια κυρία και ζήτησε τασάκια για το γραφείο του συζύγου της. Εγώ προθυμοποιήθηκα να τα κατασκευάσω, χωρίς να ξέρω ποια ήταν η κυρία αυτή. Επρόκειτο για τη Φαλίτσα Ρίτσου, σύζυγο του Γιάννη Ρίτσου, η οποία μου ζήτησε να γράψω  έπειτα από επιθυμία του ποιητή πάνω στα τασάκια  «και αυτό θα περάσει». Αφού ολοκληρώθηκε η παραγγελία, κανονίστηκε η συνάντηση με τον Ρίτσο. Καθώς πήγαινα να τον συναντήσω,  πίστευα πως θα αντίκριζα  κάποιον ψηλό, με μακριά γένια και με φυσεκλίκια… Άνοιξε η πόρτα του σπιτιού του και ξεπρόβαλε μια κομψότατη και φινετσάτη φυσιογνωμία. Ένας ευγενής και απλός άνθρωπος Καθίσαμε, φάγαμε μαζί και περάσαμε μοναδικά.

-Πραγματοποίησες σπουδαίες εκθέσεις και έλαβες αναγνώριση αλλά και αποδοχή κοινού και κριτικών. Έχασες την ισορροπία με τον εαυτό σου;

Ποτέ. Αντιθέτως, αντί να επαναπαυτώ τα παράτησα όλα και αποφάσισα να ασχοληθώ με το θέατρο. Ήθελα να δοκιμαστώ σε κάτι διαφορετικό.

-Είχες εμπιστοσύνη στον εαυτό σου «φλερτάροντας» με έναν άλλο κόσμο της τέχνης;

Πίστευα στον εαυτό μου.  Ήξερα μέσα μου ότι μπορώ να τα καταφέρω. Με άλλα πράγματα δεν τα πήγαινα καθόλου καλά, όπως με την οδήγηση. Θυμάμαι, ο πατέρας μου είχε τρία αυτοκίνητα. Είχε μάθει κόσμο και κοσμάκη να οδηγεί. Προσπάθησε να μάθει και μένα. Τη τρίτη μέρα μου είπε: «Εσύ δεν είσαι για να οδηγείς. Σου εύχομαι να έχεις πάντα λεφτά για να παίρνεις ταξί.» Η μόνη ευχή που μου έδωσε ο πατέρας μου…

-Στο θέατρο και το σινεμά σου φάνηκε δύσκολο να πρέπει να λειτουργήσεις υπό την καθοδήγηση σκηνοθετών; Να εκπληρώσεις το καλλιτεχνικό τους όνειρο;

Δεν έχω κανένα θέμα. Συνεργάζομαι άψογα με όλους, απλά θέλω να δημιουργώ  και τις δικές μου συνθήκες. Θέλω να υπάρχει ευγένεια. Αν δεν υπάρχει ευγένεια μπορεί να σηκωθώ και να φύγω.

-Ξεχωρίζεις κάποιους που με τους οποίους συνεργάστηκες;

Τον Νίκο Καραθάνο, τον Πάνο Κούτρα και τον Ανδρέα Βουτσινά.

-Με τον Βουτσινά  συνεργαστήκατε στις Νεφέλες   του Αριστοφάνη.

Ναι, ήταν μια μαγική συνεργασία, από τις πρώτες αγαπημένες μου. Ο Ανδρέας Βουτσινάς ήταν μεγαλοφυής καλλιτέχνης και καλοσυνάτος άνθρωπος. Θυμάμαι του έλεγαν διάφοροι τότε: « Μα καλά, πήρες έναν ζωγράφο για να παίξει στη παράσταση;» Και τους απαντούσε ο Βουτσινάς: «Κάντε μου εσείς το ένα δέκατο από  αυτά που μου κάνει αυτός και τότε θα πάρω εσάς

-Τηλεοπτικά, το ντεμπούτο σου έγινε με το Ύστερα Ήρθαν Οι Μέλισσες. Πως το αναλογίζεσαι  σήμερα;

Μια εξαιρετική συνεργασία με τον Κώστα Κουτσομύτη στο τιμόνι του σκηνοθέτη, με πολλούς ταλαντούχους συνεργάτες και φυσικά με την σπουδαία Μαρινέλλα. Αυτό που αποκόμισα  και ξεχωρίζω από αυτή την δουλειά ήταν η φιλία που έκανα και που μετράει 25 χρόνια μέχρι σήμερα με τον Γιάννη Ξανθούλη, τον συγγραφέα του βιβλίου που έγραψε και το σενάριο της σειράς.

-Τι θυμάσαι από τον Γιάννη Ξανθούλη;

Πολλά ξενύχτια και γλέντια στο φιλόξενο σπίτι του που καθόμαστε μέχρι το πρωί με εκλεκτή παρέα απίστευτων ανθρώπων. Και όπως σου είπα, μια βαθιά φιλία μαζί του και με τη σύζυγό του Γιώτα. Και να ξέρεις, είναι τέχνη να είσαι φίλος. Δεν είναι εύκολο πράγμα. Πρέπει να είσαι «εντάξει» απέναντι σε αυτόν που σου ανοίγει το σπίτι του.

O Άγγελος Παπαδημητρίου με τον αρθρογράφο μας Χρήστο Ηλιόπουλο ( yourearticles.com )

-Ο ρόλος που σε καθιέρωσε στο ευρύ κοινό ήταν αυτός του Ντίμι Τσιμισκή Χόφμαν στους Στάβλους της Εριέτας Ζαΐμη. Πως επιλέχθηκες για τον ρόλο;

Εκείνη τη περίοδο έπαιζα στο Οδυσσέα Γύρισε Σπίτι που σκηνοθετούσε ο Ανδρέας Βουτσινάς. Ήρθε και με βρήκε σε μια παράσταση  ο Αλέξανδρος Ρήγας και μου μίλησε για μια σειρά που έγραφε με τον Δημήτρη Αποστόλου, λέγοντας μου πως ήθελε να μου δώσει τον ρόλο ενός εκκεντρικού πλούσιου. Εγώ ακούγοντας την πρόταση, του πρότεινα να απευθυνθεί στον Κωνσταντίνο Τζούμα. Εκείνος όμως επέμενε σε μένα. Μου έστειλε το σενάριο, το διάβασα και με εντυπωσίασε. Μου άρεσε πάρα πολύ ο συγκεκριμένος ρόλος. Είχα όμως και κάποιους δισταγμούς μέσα μου, κάποιες εσωτερικές αμφιβολίες για να το κάνω ή όχι. Συζητώντας με μια φίλη, μου πρότεινε να ζητήσω μια μεγάλη αμοιβή πιστεύοντας πως θα αρνηθεί η παραγωγή να δώσει το ποσό και εγώ θα αναγκαστώ να μη συμμετάσχω. Τελικά, το έδωσαν το ποσό και εγώ ερμήνευσα τον Ντίμι Τσιμισκή Χόφμαν.

-Αυτοσχεδίασες με τον ρόλο;

Φυσικά. Υπήρχε ως βάση το σενάριο αλλά έβαζα και εγώ τις πινελιές μου. Πάντα κοιτούσα να δω αν γελούσε το συνεργείο με αυτά που πρόσθετα. Αν έπεφτε γέλιο, τότε αυτό σήμαινε επιτυχία.

-Μιλώντας για πινελιές, θυμάμαι στο γραφείο του Τσιμισκή Χόφμαν ένα μεγάλο πίνακα της  μαμάς Εριέτας Ζαΐμη, που ήταν ζωγραφισμένος και από πίσω.

Αυτόν τον ζωγράφισα εγώ έπειτα από μια ιδέα του Ρήγα και του Αποστόλου.

-Ήταν ένας ρόλος-σταθμός. Φοβήθηκες την τυποποίηση;  Μη τυχόν σου ζητηθεί να παίξεις έναν παρόμοιο ρόλο σαν μια δοκιμασμένη συνταγή;   

Μου πρότειναν να παίξω αντίστοιχους ρόλους πολλές φορές αλλά δεν δέχτηκα ποτέ.  Δεν θα εγκλωβιζόμουν σε κάτι τέτοιο.

-Εικαστικά, γλυπτική, κεραμική, θέατρο, τηλεόραση, σινεμά, τραγούδι. Έχεις δοκιμαστεί σε όλα. Νιώθεις πλήρης;

Αλίμονο. Έχω χορτάσει πολύ με όσα έχω κάνει και έχω χαρεί με αυτά.

-Έχεις επαφή με τη νέα γενιά;

Πολύ. Θέλω να αφουγκράζομαι τους προβληματισμούς τους, τις αγωνίες τους.

-Πιστεύεις ότι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της;

Πιστεύω ότι αν παλέψει κάποιος, θα βρεθεί χώρος για εκείνον. Ίσως κάποιες φορές θα πρέπει να παλέψει περισσότερο.

-Πώς αποφάσισες να συνεργαστείς με τον Κώστα Μπακογιάννη στον Δήμο Αθηναίων;

Ο Κώστας Μπακογιάννης με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι έψαχνε συνοδοιπόρους για τον αγώνα του στο δήμο. Εγώ το σκέφτηκα αρχικά αλλά αποφάσισα να μην δεχτώ μιας και δεν είχα ιδέα από το πως λειτουργούν αυτά τα πράγματα. Κανονίσαμε μια συνάντηση στο γραφείο του να του το πω εκ του σύνεγγυς.  Στη συζήτηση που κάναμε του ανέφερα ότι εγώ είμαι καλλιτέχνης, δεν ξέρω από πολιτική. Εκείνος μου απάντησε ότι έψαχνε αυτό ακριβώς. Έναν άνθρωπο της τέχνης. Και έτσι συμφωνήσαμε και στη συνέχεια  βοήθησα με τον τρόπο μπου στην Τεχνόπολη και στο Μουσείο της Μαρίας Κάλλας.

-Θα ασχολιόσουν με τη πολιτική σε εθνικό επίπεδο;

Με τίποτα. Δεν τον κατέχω αυτόν τον χώρο. Είναι επιστήμη ολόκληρη η πολιτική.

-Τι άνθρωπος είναι ο Άγγελος Παπαδημητρίου

Νομίζω ότι είμαι καλός άνθρωπος.

-Σε φοβίζει η φθορά του σώματος και της μορφής που έγραψε και ο Κ. Καβάφης;  

Είμαι 73 χρονών. Ο χρόνος μου έχει φερθεί με τον καλύτερο τρόπο.

Φοβάσαι τον θάνατο;

Καθόλου.

-Το καταφύγιο σου;

Το σπίτι μου.

-Τι σημαίνει ευτυχία για σένα;

Να μην δίνεις λογαριασμό σε κανέναν.

(Σε αυτό το σημείο εμφανίστηκε στη παρέα μας ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιώργος Ευσταθίου)

-Τι είναι ο  έρωτας Άγγελε;

Πάνω στο τσακ ήρθες Γιώργο. Κάθισε μαζί μας. Μόλις με ρώτησε ο Χρήστος για τον έρωτα… Ο έρωτας κρίνεται από την εφαρμογή του, από τον τρόπο που βιώνεται.

-Ο έρωτας θέλει δύο ή έναν άνθρωπο;

Μια παλιά ιστορία έλεγε ότι ο έρωτας αφορά έναν άνθρωπο. Η δύναμη του ενός ανθρώπου που υπάρχει μέσα του βαθιά και μεταδίδεται σε έναν άλλον άνθρωπο. Ας το κρατήσουμε.

-Αν γυρνούσες τον χρόνο υπάρχει κάτι που θα ήθελες να αλλάξεις;

Τίποτα. Ευτυχώς δεν πάχυνα ώστε να πρέπει να αδυνατίσω…

-Αν είχες ναυαγήσει σε ένα ερημικό νησί, ποιο αντικείμενο θα ήθελες να σου κρατά συντροφιά;

Το λάπτοπ μου.

-Πώς φαντάζεσαι τη τελευταία μέρα σου στη γη;

Δεν τη φαντάζομαι. Απλά, ζω τη κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία.

-Τι ονειρεύεσαι για το μέλλον;

Άμα έχω μυαλό και υγεία δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι 73. Όσο φτάσω. Πόσο να πάω; 110; Στην ηλικία που βρίσκομαι, κάθε μέρα είναι bonus.

-Η συμβουλή που θα έδινες σε έναν άνθρωπο για να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα;

Πολλή δουλειά, καθαρό μυαλό και μακριά από τοξικούς ανθρώπους. Οι άνθρωποι με τους οποίους συνυπάρχουμε πρέπει να καθρεφτίζουν το μυαλό μας.

-Τι σου έρχεται στο νου όταν λες το όνομα Άγγελος Παπαδημητρίου;

Ένας άγγελος.

-Άγγελε σε ευχαριστώ πολύ για την επικοινωνία μας.

Εγώ σε ευχαριστώ Χρήστο μου.

Άγγελος Παπαδημητρίου – Βιογραφικό: εδώ

Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο

Αποτυχημένος φοιτητής Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποτυχημένος φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Ερασιτέχνης ραδιοφωνικός παραγωγός και αρθρογράφος. Συλλέκτης βινυλίων, κόμικς και βιβλίων. Λάτρης της ινδικής κουζίνας και του κόκκινου κρασιού. Με το γράψιμο έχω μια ιδιαίτερη σχέση. Όταν γράφω θέλω η σκέψη που ξεκινάει από εμένα να ολοκληρώνεται από τον αναγνώστη...