Η εργαζόμενη μνήμη είναι μια βασική γνωστική δεξιότητα την οποία χρειαζόμαστε για να εκτελέσουμε βασικά μαθήματα όπως είναι η γλώσσα και τα μαθηματικά, καθώς και πιο δευτερεύοντα όπως τα εικαστικά και η μουσική.
Ένα παράδειγμα του ρόλου της εργαζόμενης μνήμης στην ανάγνωση είναι το εξής: χρησιμοποιούμε τη λεκτική εργαζόμενη μνήμη μας για να κατανοήσουμε αυτό που έχουμε διαβάσει, χρειάζεται να θυμόμαστε σε ποια θέση βρισκόμαστε μέσα στην πρόταση, την ακριβή έννοια των λέξεων που μόλις διαβάσαμε και το γενικό νόημα των προηγούμενων αποσπασμάτων. Με αυτό τον τρόπο η εργαζόμενη μνήμη εμπλέκεται στο μάθημα της γλώσσας και συγκεκριμένα στον τομέα της ανάγνωσης. Ένα άλλο κομμάτι της εργαζόμενης μνήμης, η οπτικοχωρική μνήμη, υποστηρίζει μαθηματικές δεξιότητες όπως είναι η αριθμητική, η γνώση αριθμών και στρατηγικών καθώς και μαθηματικές πράξεις. Γενικότερα, η εργαζόμενη μνήμη συνιστά την ικανότητά μας να μαθαίνουμε.
Επιπρόσθετα, η επίδραση της εργαζόμενης μνήμης, η οποία συμπίπτει με φτωχές μαθησιακές επιδόσεις, φαίνεται να είναι αθροιστική καθ όλη την διαδικασία της ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να δημιουργεί μεγαλύτερα ελλείμματα στη μάθηση, καθώς ο μαθητής μεγαλώνει. Τα μικρότερα παιδιά είναι πιο πιθανό να έχουν επιπρόσθετη βοήθεια και υποστήριξη από ενήλικες και οι μνημονικές ενισχύσεις να είναι διαθέσιμες σε αυτούς στην τάξη. Παρόλα αυτά όσο μεγαλώνουν, αναμένεται από αυτούς τυπικά να είναι περισσότερο αυτόνομοι στην μαθησιακή διαδικασία και έτσι να έχουν την ευχέρεια να αναπτύσσουν τις δικές τους στρατηγικές.
Επιπρόσθετα, σε τάξεις με μεγαλύτερα παιδιά, οι δάσκαλοι είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιούν μεγαλύτερες και περισσότερο πολύπλοκες προτάσεις, οι οποίες απαιτούν από τους μαθητές να βασίζονται στην εργαζόμενη μνήμη τους. Υπάρχει ένας αριθμός διαφορετικών μαθησιακών δυσκολιών οι οποίες φιλοξενούνται μέσα σε μια γενική τάξη. Η κάθε ομάδα έχει μια συγκεκριμένη περιοχή δυνατοτήτων και αδυναμιών στην εργαζόμενη μνήμη και είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ποιο είναι αυτό, έτσι ώστε να παρέχουμε στοχευόμενη υποστήριξη. (Alloway RG & Alloway TP, 2013)
Συνεπώς, μαθητές με προβλήματα ανάγνωσης και γραφής, παρουσιάζουν προβλήματα σε εργασίες που απαιτούν την δεξιότητα της βραχύχρονης μνήμης (π.χ. στην ανάκληση οδηγιών και λέξεων). Χρειάζεται αξιοσημείωτος χώρος εργαζόμενης μνήμης για να συγκρατήσουν σχετικούς ήχους ομιλίας και έννοιες απαραίτητες για την αναγνώριση λέξεων και κατανόησης κειμένου, κάτι το οποίο μπορεί να υπερβεί την χωρητικότητα του δυσλεκτικού ατόμου (Swanson, 2003). Με αυτόν τον τρόπο, ο συνδυασμός της διεργασίας και της ενθύμησης λεκτικών πληροφοριών, αντί να αποτελεί απλή ανάκληση πληροφοριών, αποτελεί μεγάλη δυσκολία για το άτομο με δυσλεξία. Η οπτικοχωρική μνήμη των ατόμων με δυσλεξία είναι στο επίπεδο του μέσου όρου (Archibald & Alloway, 2008) για όμοια πρότυπα εργαζόμενης μνήμης σε άτομα με γλωσσικές δυσλειτουργίες.
Τέλος, ο μαθητής με δυσλεξία έχει αδύναμη λεκτική μνήμη, αλλά μέτρια οπτικοχωρική εργαζόμενη μνήμη.