Η θεραπευτική σχέση στη θεραπεία Gestalt

Somewhere in the in-between,

Atoms bouncing, yet unseen,

Not created by you or me,

But fused together from the “we”

In grace they meet, with grace they move,

Our energies, Our hearts, Our truths,

Tentatively these atoms slide, for there is a pull to hide,

Yet magically – I know not how,

Your “I” glides to meet my “Thou”

(Mann, 2010:177)

Ένας από τους πυλώνες της θεραπείας Gestalt είναι ο διάλογος (ή θεραπευτικός διάλογος) ο οποίος είναι ένας τρόπος επαφής που εστιάζει στο «μεταξύ» της σχέσης θεραπευτή – θεραπευόμενου, στην αμοιβαία επιρροή και στην συν-δημιουργία νοήματος. Είναι «ένας τρόπος ύπαρξης» και βασίζεται στην παραδοχή ότι κατά βάση η ανθρώπινη ύπαρξη είναι σχεσιακή. Η διαλογική προσέγγιση (relational approach) τιμάει την ιδιαιτερότητα του κάθε ανθρώπου μέσα στη σχέση (Hycner & Jacobs, 1995).

Η διαλογική σχέση εστιάζει στο «μεταξύ» και βασίζεται στις ιδέες του Γερμανού φιλόσοφου Martin Buber σχετικά με τον τρόπο που οι άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους. Οι δύο σχεσιακές στάσεις που ανήκουν στα δύο άκρα μιας πόλωσης είναι η I-Thou (Εγώ-Εσύ) και η άλλη η I-It (Εγώ-Αυτό) και είναι κατά τον Buber «οι δύο κύριες στάσεις που ένας άνθρωπος έχει απέναντι στον άλλον» (Hycner & Jacobs, 1995:7). Και οι δύο αυτές στάσεις είναι απαραίτητες, κάτι που συχνά έχει παρεξηγηθεί. Δεν είναι η στάση I-It από μόνη της προβληματική για την ανάπτυξη του ατόμου αλλά το ότι έχει επικρατήσει δυσανάλογα. Η στάση I-It είναι απαραίτητη σε λειτουργίες όπως η κρίση, η θέληση, ο προσανατολισμός και ο στοχασμός. Σχετιζόμενος ο άνθρωπος από τη θέση I-It κρατάει μία απόσταση και αντικειμενοποιεί, θέτει στόχους και είναι εστιασμένος στο κάνω έναντι του είμαι. Ο σκοπός γίνεται μορφή ενώ ο άλλος βρίσκεται στο φόντο (Hycner & Jacobs, 1995; Mackewn, 1997; Mann, 2010; Γιαμαρέλου, Δίπλας, Κωνσταντινίδου, Μπάλλιου, & Χατζηλάκου, 2013). Σε αντίθεση, η στάση I-Thou είναι η εμπειρία του σχετίζεσθαι με τον άλλο χωρίς ιδιοτελή στόχο ή κάποιο σκοπό. Εμπεριέχει την παρουσία στην σχέση, την εμπιστοσύνη στο «μεταξύ» και μπορεί να λάβει χώρα όταν τα δύο άτομα μπορούν να αφεθούν σε αυτό το «μεταξύ». Είναι μια στάση η οποία προκύπτει με χάρη και χωρίς πίεση. Είναι η εμπειρία της εκτίμησης του άλλου ως διαφορετικού, της ιδιαιτερότητάς του καθώς και της ολότητάς του ενώ ταυτόχρονα ο άλλος το ανταποδίδει (Hycner & Jacobs, 1995; Mann, 2010). Η υγεία προϋποθέτει μια ρυθμική εναλλαγή μεταξύ των δύο στάσεων (Hycner & Jacobs, 1995).

Ο θεραπευτής Gestalt μέσα στη θεραπεία είναι ανοιχτός να συναντήσει τον θεραπευόμενο ολόκληρο, την ύπαρξή του, το είναι του, χωρίς να τον αναλύει ή να προσπαθεί να τον κατευθύνει. Δουλεύει μέσω του θεραπευτικού διαλόγου όπου οι δύο στάσεις I-Thou και I-It συνεχώς εναλλάσσονται (Joyce & Sills, 2010). Οι Hycner & Jacobs μας λένε ότι ο θεραπευτής που δουλεύει μέσω της σχεσιακής διαλογικής στάσης αναρωτιέται για τον θεραπευόμενό του «Πώς χρειάζεται να είμαι και τι είναι αυτό που χρειάζεται να κάνω, ώστε να αρχίσω να βοηθάω αυτόν τον άνθρωπο είτε να δημιουργήσει είτε να επαναδημιουργήσει μια αυθεντική διαλογική σχέση με τον κόσμο;». Και απαντάνε «αυτό που έχω να κάνω είναι να χρησιμοποιήσω όλες μου τις αισθήσεις, όλη μου την εμπειρία, όλη μου την εκπαίδευση, ώστε να αντιληφθώ τι είναι αυτό που «λείπει» σε αυτήν την εν δυνάμει διαλογική συνάντηση» (Hycner & Jacobs, 1995: 13).

Για να επιτευχθεί αυτός ο θεραπευτικός διάλογος χρειάζονται από τη μεριά του θεραπευτή κάποιες προϋποθέσεις όπως η παρουσία, η συμπερίληψη, η επικύρωση, η αυθεντική και ανοιχτή επικοινωνία, η δέσμευση στον διάλογο και η μη εκμετάλλευση (Mann, 2010; Γιαμαρέλου et al., 2013).

«Ως άνθρωπος χρειάζομαι την παρουσία του άλλου για να δώσω νόημα στον κόσμο μου». Η παρουσία του άλλου είτε είναι πραγματική, είτε φανταστική, είτε ανάμνηση, βοηθάει ώστε να δώσει νόημα στην εμπειρία (Mann, 2010:181). Η παρουσία αποτελεί μια ποιότητα που δύσκολα περιγράφεται ενώ η απουσία της γίνεται αισθητή. Είναι μια υπαρξιακή στάση. Είναι η στάση του «γυρίζω προς τον άλλο», με τον θεραπευτή να φέρνει όλον του τον εαυτό «αυτήν» τη στιγμή στον διαφορετικό άλλο (θεραπευόμενο), αφήνοντας τους στόχους του ή τις τεχνικές του (Hycner & Jacobs, 1995). Ο θεραπευτής είναι «μαζί και είναι διαθέσιμος» με όλο του το είναι (σωματικά, γνωστικά, συναισθηματικά, πνευματικά) στο «μεταξύ» που αναδύεται (Mann, 2010). Παράλληλα, προσπαθεί να βιώνει και να έχει επίγνωση και τις δύο πλευρές, κάνοντας ένα μπρος-πίσω μεταξύ τη δικής του εμπειρίας και του άλλου (συμπερίληψη) (Hycner & Jacobs, 1995). Όντας παρών ο θεραπευτής, συμμετέχει στον διάλογο με ειλικρίνεια και τρόπο αυθεντικό και ανεπιφύλακτο χωρίς παρορμητισμό. Χρησιμοποιεί την ανοιχτή επικοινωνία και μοιράζεται αυτό που πιστεύει ότι θα είναι χρήσιμο στον θεραπευόμενό του. Αυτοαποκαλύπτεται (ούτως η άλλως είναι αδύνατο να μην αυτοαποκαλύπτεται κάποιος) βασισμένος στην κρίση του για το αν έτσι θα διευκολύνει την επαφή τους. Η δεξιότητα είναι να γνωρίζει τι, πότε, πώς και πόσο θα αυτοαποκαλύψει (Mackewn, 1997; Mann, 2010; Γιαμαρέλου et al., 2013).

Τέλος, άλλη μια από τις πολύ σημαντικές προϋποθέσεις της διαλογικής σχέσης που θεραπεύει είναι η αίσθηση που έχει ο θεραπευόμενος ότι «όλο του το είναι είναι αποδεκτό» μέσω της επικύρωσης από τον θεραπευτή του. Είναι η αίσθηση του πελάτη ότι η ύπαρξή του είναι αποδεκτή χωρίς όρους, είναι σημαντική χωρίς να χρειάζεται να κάνει κάτι, αλλά χωρίς να σημαίνει ότι ο θεραπευτής συμφωνεί με όλη του την συμπεριφορά. Ο θεραπευτής μέσω της επικύρωσης προσπαθεί να αποδεχθεί ολόκληρο τον πελάτη του, αυτό που είναι μορφή αλλά και τις πτυχές του εαυτού του που είναι αποξενωμένες και εκτός επίγνωσης (Joyce & Sills, 2010; Mann, 2010).

Από την Λυδία Μιχαήλ-Τάττη (Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας-Συνθετική Προσέγγιση & Gestalt, Σύμβουλος Καριέρας)

https://synthesiscounselling.gr/

Βιβλιογραφία:

Επιλεγμένα άρθρα από ειδικούς στο είδος τους!