H Βαρβάρα Δουμανίδου είναι ο ορισμός του καταξιωμένου δημιουργού, σκηνοθέτης και ηθοποιός η ίδια. Ξεκίνησε να υπηρετεί το θέατρο από το θεατρικό εργαστήριο Παράθλαση και έμεινε σε αυτό για σχεδόν τρεις δεκαετίες. Σήμερα σε μία αποκλειστική συνέντευξη στο yourearticles εν όψη και των τελευταίων παραστάσεων άλλης μίας θεατρικής της επιτυχίας της «Ερωφίλης» που ρίχνει αυλαία στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς «Μελίνα Μερκούρη» 8 κ 9 Φεβρουαρίου.
-Ποιο ήταν το ερέθισμα ώστε να ξεκινήσει το θεατρικό σου ταξίδι και να συνεχίζεται για σχεδόν 30 χρόνια ως σήμερα;
Η πρώτη ανάγκη μέσα μου γεννήθηκε, όταν το 1992 στην ηλικία των 18 στο Θέατρο Δάσους, παρακολούθησα την παράσταση «Χοηφόρες» από το Θεσσαλικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου με τη Λυδία Κονιόρδου. Η ενέργεια, ο παλμός, η μαγική αίσθηση που μου άφησε αυτή η παράσταση, ήταν καταλυτική. Συμμετείχα σε σχολικές παραστάσεις μέχρι τότε, αλλά η ενέργεια εκείνου του αρχαίου δράματος, με καθόρισε μελλοντικά. Δυστυχώς τότε δεν είχα και πολλές επιλογές σχολών όπως έχουν τώρα οι νέοι άνθρωποι, οπότε και μπήκα στον κόσμο της Παράθλασης και της Μόνας Κιτσοπούλου όπου έμαθα πως να είμαι στρατιώτης. Η εμπειρία του να μην αφήνεις το Εγώ σου πάνω από το Θέατρο, ήταν το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα από τη συγκεκριμένη ομάδα και τους ευχαριστώ πολύ. Το 2012 αποφάσισα να φτιάξω μια δική μου θεατρική ομάδα, το γνωστό πλέον «Θέατρο του Άλλοτε» που υπήρξε από τη γέννησή του μέχρι τώρα ένας αντισυμβατικός θίασος με παραστάσεις που φέρνουν στο κοινό ποιοτικό και ρεαλιστικό θέατρο.
,
-Θα ήθελες να μοιραστείς την καλύτερη και χειρότερη στιγμή σου που σε σημάδεψαν στο σανίδι;
Μέσα στα 30 χρόνια της καλλιτεχνικής μου πορείας στο θέατρο, έχω ζήσει αδιανόητα συγκλονιστικές στιγμές. Και είναι άπειρες στον αριθμό. Ίσως η πιο συναρπαστική να είναι το γεγονός πως γνώρισα τον σύζυγό μου σε μια από τις παραστάσεις όπου διαδραστική καθώς ήταν, του ζήτησα να μου χαϊδέψει τα μαλλιά κι εκείνος το έκανε. Πέρα από αυτό, κάθε παράσταση που δημιουργήσαμε και ανεβάσαμε στο Μπενσουσάν Χαν ήταν κι ένα θαύμα. Ζήσαμε υπέροχες στιγμές, που θα μας μείνουν ανεξίτηλες. Ίσως η χειρότερη στιγμή που έζησα ήταν όταν στο Κορίτσι μέσα στο Σπίτι κι ενώ ανέβαινα σε μία καρέκλα για να περάσω το κεφάλι μου σε μια θηλιά (η θηλιά ήταν prop και έπεφτε) δεν έπεσε με αποτέλεσμα να μείνω μετέωρη με τη θηλιά στο λαιμό χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Ναι θα μπορούσα να είχα απαγχονιστεί κανονικά, αλλά συνέχισα τις παραστάσεις κανονικά. Ακόμη και τώρα παραμένει ένα μυστήριο πως συνέβη αυτό.
-Το να είσαι και ηθοποιός εκτός από σκηνοθέτης στα περισσότερα έργα σου, δηλαδή να σκηνοθετείς τον εαυτό σου είναι κάτι που σε διευκολύνει ή γίνεται πιο απαιτητικό;
Ασφαλώς και είναι απείρως πιο απαιτητικό. Εκτός από το άγχος της ερμηνείας ενός ρόλου έχεις την αγωνία του δημιουργού. Προφανώς και απαιτεί περισσότερες ώρες δουλειάς, παρατήρησης, αφοσίωσης και φυσικά να μπορείς να είσαι όσο πιο αμερόληπτος γίνεται. Συνήθως στα μεγάλα έργα επιλέγω για τον εαυτό μου μικρούς ρόλους, για να μπορώ να έχω τον έλεγχο αλλά όταν ένας ρόλος με ενθουσιάζει όπως η Ερωφίλη για παράδειγμα, τότε ναι, περνάω δύσκολα. Φυσικά έχω πάντα ως σύμβουλο – σκηνοθέτη και τον συνεργάτη μου Δημήτρη Βασιλειάδη που εμπιστεύομαι απόλυτα να με βοηθά.
-Γιατί αποφάσισες να ανεβάσεις την Ερωφίλη;
Είναι ένα έργο που μιλά για τη γυναικεία δύναμη. Το έργο ξεχειλίζει από μια απέραντη δίψα για ζωή, για έρωτα και αγάπη. Και είναι ένα έργο γεμάτο θάνατο. Με αυτά τα υλικά παθιάζομαι. Θέλω να ξυπνάω μέσα στο μυαλό του θεατή τα αρχέγονα του ένστικτα. Να τον κάνω να θυμάται πως είναι να νιώθεις. Και φυσικά στο συγκεκριμένο έργο, πως είναι να παρακολουθείς τη φρίκη και να κάθεσαι αμέτοχος. Ως θεατής. Όπως κάνουμε όλοι μας στην εποχή που ζούμε. Έρχεται όμως ο Γ. Χορτάτσης από το 1600 για να μας θυμίσει πως κάποιος κάποια στιγμή, πρέπει να αντιδράσει. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, αντιδρούν οι γυναίκες. Ως γυναίκα σκηνοθέτις όλοι αυτοί οι λόγοι ήταν για μένα επιτακτική ανάγκη για να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο έργο.
-Ποιες οι δυσκολίες του συγκεκριμένου έργου που αντιμετώπισες;
Η γλώσσα ήταν κυρίως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε κι εγώ προσωπικά, αλλά και η ομάδα γενικότερα. Το να ανεβάσεις ένα έργο σε μια γλώσσα που δεν υπάρχει πια, είναι σίγουρα μια πρόκληση αλλά έχει οπωσδήποτε και μία τρομακτική δυσκολία. Όμως το αποτέλεσμα ήταν τόσο υπέροχο που δεν θα άλλαζα τίποτα από την πορεία του μέχρι εδώ. Η γλώσσα (μια λόγια, ποιητική γλώσσα από το 1600, το Κρητικό ιδίωμα εκείνης της εποχής) σου αποκαλύπτεται τόσο μαγικά, τόσο ανεπαίσθητα που η διαδικασία της αποκωδικοποίησής της, μας ξάφνιασε όλους. Και ηθοποιούς και κοινό.
-Όλες οι παραστάσεις που ανεβάζεις διαθέτουν κινηματογραφικά στοιχεία και συγκεκριμένα αν δει κάποιος τα τρέιλερ των παραστάσεων σας αισθάνεται ότι βλέπει μια ταινία μικρού μήκους. Θα ήθελες να ασχοληθείς με τον κινηματογράφο;
Μου αρέσει ο κινηματογράφος και απολαμβάνω να προσθέτω όχι μόνο στα προωθητικά μας βίντεο, αλλά και στις παραστάσεις μας κινηματογραφικά στοιχεία. Και πιστεύω πως είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους που έχουμε κερδίσει το νέο κοινό της πόλης. Ο κινηματογράφος όμως απαιτεί πολύ ελεύθερο χρόνο. Για το ρεπεράζ, το καστ, τα γυρίσματα, το πολύωρο μοντάζ. Έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου όμως πως όταν μεγαλώσω αρκετά κι έχω λίγο ελεύθερο χρόνο, μια ταινία θα την κάνω.
-Πώς εξαργυρώνεις την επιτυχία σε ένα γενικότερο πλαίσιο;
Η επιτυχία στη δική μας κλίμακα, στην κλίμακα της Θεσσαλονίκης δηλαδή, δεν εξαργυρώνεται γιατί δεν υπάρχει. Είμαστε ζωντανοί, κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας, περνάμε καλά και εισπράττουμε αγάπη και ζεστό χειροκρότημα. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από αυτό.
-Πώς βλέπεις την προοπτική ενός ανεβάσματος στην Αθήνα, σε ενδιαφέρει η συγκεκριμένη πρό(σ)κληση;
Έχουμε ανεβάσει παραστάσεις στην Αθήνα. Ήταν ωραία εμπειρία, αλλά το κοινό της Αθήνας είναι τεράστιο, χρειάζεσαι μια πολύ καλή παραγωγή για να κατέβεις με έναν θίασο και να διεκδικήσεις τη θέση σου ανάμεσα σε μεγάλα ονόματα της τηλεόρασης. Βέβαια αυτό συμβαίνει πλέον και εδώ με τους Αθηναϊκούς θιάσους που έρχονται πλέον όλες τις σεζόν της χρονιάς. Κάθε χρόνο αναμετριόμαστε με πολύ σπουδαίες παραστάσεις και κερδίζουμε πολλά sold out. Το κοινό είναι γενναιόδωρο, βλέπει πολύ θέατρο και το ευχαριστούμε πολύ για αυτό!
-Οι γυναίκες σκηνοθέτες είναι πολύ λιγότερες στο θέατρο σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους. Το ίδιο παρατηρείται και στον κινηματογράφο. Γιατί θεωρείς ότι συμβαίνει αυτό;
Δεν νομίζω πως συμφωνώ πολύ με αυτό για το θέατρο. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε συνεχώς γυναίκες δημιουργούς να ανεβάζουν πολλές και αξιόλογες παραστάσεις. Στον κινηματογράφο ναι, νομίζω πως ακόμη υστερούμε αλλά είμαι αισιόδοξη. Θέλω να πιστεύω πως η γυναίκα θα πάρει πίσω τη θέση που της αξίζει στην Τέχνη και σε όλες τις εκφάνσεις της.
-Έχεις σκεφτεί και σχεδιάσει ήδη το επόμενο θεατρικό σου βήμα;
Ναι, αλλά δεν μπορώ να το ανακοινώσω ακόμη. Σίγουρα μετά από τόσα χρόνια με έργα είτε άχρονα είτε του παρελθόντος, ήρθε η ώρα το επόμενο μας έργο, να είναι ένα έργο σύγχρονο.
-Tι αγαπάς, τι φοβάσαι και τι έχεις χάσει στην ζωή;
Αγαπώ το σύμπαν, φοβάμαι την ανημποριά της αρρώστειας και έχω χάσει πολλά πράγματα και ανθρώπους. Για την απώλεια που ακόμη κλαίω, είναι η απώλεια του πατέρα μου.
-Ποια είναι τα πιο αγαπημένα σου πρόσωπα, συνοδοιπόροι στην ζωή;
Ο σύζυγός μου ο Ηλίας Μάστορας, ένα φωτεινό πλάσμα που κάνει τον πλανήτη λίγο καλύτερο, ο Δημήτρης Βασιλειάδης που είναι το θεατρικό μου alter ego και πολύτιμος συνεργάτης και οι μαθητές μου στο εργαστήρι μου που κάνουν τη ζωή μου λίγο πιο χαρούμενη!
Εκ μέρους του yourearticles σ’ ευχαριστώ γι’ αυτήν την συνέντευξη.
Βαρβάρα Δουμανίδου – βιογραφικό: εδώ
Ερωφίλη – Θέατρο «Μελίνα Μερκούρη» (Καλαμαριά): εισιτήρια
Διαβάστε περισσότερες συνεντεύξεις: εδώ