H Φραντζέσκα Μάνγγελ, η ταλαντούχα συγγραφέας με τη φλογερή, καθάρια και απαστράπτουσα, σαν το κρύσταλλο γραφή, κατέκτησε το βραβείο «Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα» των Public το 2018 με το πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα: Η νύχτα του Σάουιν, από τις εκδόσεις Bell. Εμείς θα τη γνωρίσουμε με αφορμή το 3ο της μυθιστόρημα, Οι Καθαροί, το οποίο είναι δυστοπικό και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας. Η δυστοπία είναι το λογοτεχνικό είδος που πρόκειται να ανθίσει στη χώρα μας στο μέλλον με τα όσα συμβαίνουν, καθώς ουσιαστικά ζούμε καθημερινά μια δυστοπία (πανδημία, πόλεμος, ενεργειακό, ακρίβεια κ.ά.).
–Αρχικά θα θέλαμε να γνωριστούμε, θα θέλατε να μοιραστείτε κάποια πράγματα για εσάς; Τι αγαπάτε, τι φοβάστε, τι έχετε χάσει;
Αγαπώ τη ζωή, τους ανθρώπους μου, τη θάλασσα, τη μουσική, τα βιβλία, το χαμόγελο της κόρης μου. Φοβάμαι την απώλεια. Ζώντας, κερδίζουμε και χάνουμε συνεχώς. Το να χάσουμε δικό μας άνθρωπο είναι το πιο σκληρό που έχω ζήσει.
–Αγαπημένη στιγμή της ημέρας; Πώς χαλαρώνετε;
Αγαπώ όλες τις στιγμές της ημέρας. Εκείνες που χαλαρώνω περισσότερο είναι νωρίς το πρωί, πίνοντας ελληνικό καφέ και γράφοντας, καθώς και αργά το βράδυ παρέα με ταινίες, βιβλία και τις ακουαρέλες μου.
–Ποιο είναι για εσάς το μεγαλύτερο προσόν ενός ανθρώπου και το ποιο το χειρότερο χαρακτηριστικό που μπορεί να έχει κάποιος;
Η καλοσύνη, η ζεστασιά, η τρυφερότητα. Η μοχθηρία, η ψυχρότητα, η αγένεια.
–Από τις εκδόσεις Bell κυκλοφορεί η επιτυχημένη διλογία σας (Η Νύχτα του Σάουιν και η συνέχειά της, Καχαραμπού). Περί τίνος πρόκειται; Τι θα διαβάσει όποιος επιλέξει αυτά τα δύο βιβλία σας, με το ένα να αποτελεί συνέχεια του άλλου;
Η Νύχτα του Σάουιν/Καχαραμπού είναι μια ερωτική ιστορία με φόντο μια αρχαία κέλτικη γιορτή – τη νύχτα των νεκρών. Την εμπνεύστηκα όταν ήμουν ακόμη φοιτήτρια στην Αγγλία, μαγεμένη από τις τοπικές δοξασίες και τη μυστηριακή ατμόσφαιρα της περιοχής. Και τα δύο βιβλία σχοινοβατούν μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, με την αγάπη, τη φιλία, τον έρωτα και την τέχνη να έχουν τον πρώτο λόγο σ’ ολόκληρο το ταξίδι.
–Μετά την επιτυχία σας να κατακτήσετε το βραβείο «Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα» των Public το 2018, σας βλέπουμε απροσδόκητα να αλλάζετε κατηγορία. Πειραματίζεστε ή θεωρείτε ότι η δυστοπία σάς αντιπροσωπεύει καλύτερα;
Δεν άλλαξα ακριβώς κατηγορία, ούτε σκοπεύω από εδώ και πέρα να γράφω αποκλειστικά δυστοπικά μυθιστορήματα. Τόσο η Νύχτα του Σάουιν όσο και οι Καθαροί, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μίνωας, είναι μυθιστορήματα τα οποία διαθέτουν κάποια φανταστικά στοιχεία αλλά πατούν γερά στην πραγματικότητα. Έκανα τεράστια έρευνα για να τα γράψω, και τα ιστορικά στοιχεία τους, σε συνδυασμό με την απτή καθημερινότητα των ηρώων, φέρνουν τα βιβλία περισσότερο προς τη ρεαλιστική πλευρά. Από κεί και πέρα υφίστανται κάποια χαρακτηριστικά τα οποία με εμπνέουν και υπάρχουν σε όλα τα βιβλία μου: το μυστήριο, η σκοτεινή ατμόσφαιρα, η αγάπη, η απώλεια, η ανατροπή, η περιπλοκότητα των ανθρώπων με το φως και τα σκοτάδια τους.
–Τι είναι η δυστοπία για εσάς;
Η δυστοπία είναι μία έννοια την οποία ουσιαστικά γνωρίσαμε την τελευταία διετία με την πανδημία. Είναι πραγματικά τρομακτικό να διαβάζεις για δυστοπικές καταστάσεις και ξαφνικά να τις βρίσκεις μπροστά σου. Όταν ξεκίνησα τους Καθαρούς είχα στο μυαλό μου να γράψω ένα ιστορικό μυθιστόρημα βασισμένο στην έρευνα που είχα κάνει. Με το ξέσπασμα όμως της πανδημίας και όλη εκείνη την τρέλα της καραντίνας βρέθηκα, χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, να γράφω ένα δυστοπικό μυθιστόρημα! Ουσιαστικά με οδήγησαν όχι εκείνα που σκεφτόμουν αλλά όσα ένιωθα μέσα μου. Ο τρόμος απέναντι σε μία κατάσταση εκτός ελέγχου.
–Τι θα λέγατε στον κόσμο ότι είναι η δυστοπία και γιατί να διαβάσει κανείς ένα δυστοπικό μυθιστόρημα;
Η δυστοπία είναι το αντίθετο της ουτοπίας. Η επικράτηση του χάους, η κατάρρευση της κοινωνίας εξαιτίας μιας καταστροφής, ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, ενός ενδεχόμενου κακού σχετιζόμενου με την πολιτική, τη θρησκεία, το περιβάλλον, την επιστήμη, την τεχνολογία – όλα όσα μπορούν να λοξοδρομήσουν από μία σειρά λάθος χειρισμών, οδηγώντας τον κόσμο στην παρακμή. Δεν μιλάμε για σενάρια επιστημονικής φαντασίας αλλά για γεγονότα τα οποία έχουν στιγματίσει την ανθρωπότητα. Γνωρίζοντας, διαβάζοντας για αυτά είναι ο καλύτερος τρόπος ώστε να τα αποφύγουμε, να μην επαναληφθούν. Όπως γράφω και στον επίλογο του βιβλίου μου: «Το τέλος κάθε ιστορίας το ορίζουν οι άνθρωποι. Από εμάς εξαρτάται η κατάληξη, εμείς αποφασίζουμε για την έκβαση των γεγονότων γυρνώντας το κεφάλι στο σκοτάδι ή στο φως».
–Το έργο σας διαπνέεται από πολλά κοινωνικά μηνύματα, πιστεύετε ότι η λογοτεχνία μπορεί να επηρεάσει τόσο και να αλλάξει τον κόσμο;
Το ελπίζω. Ειλικρινά. Τα σπουδαιότερα μηνύματα στη ζωή ως τώρα τα έχω πάρει ακούγοντας και διαβάζοντας. Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ανθρώπου που είμαι σήμερα έχει διαμορφωθεί από τα βιβλία που έχω διαβάσει. Αν καταφέρω κι εγώ με τη σειρά μου μέσα από τα βιβλία μου να περάσω έστω και σε έναν άνθρωπο την πίστη μου απέναντι στο καλό, στις πραγματικές, ουσιαστικές αξίες, τα γραπτά μου θα έχουν βρει το νόημά τους.
–Ποιοι είναι Οι Καθαροί; Πώς γίνεται κάποιοι να είναι καθαροί;
«Οι Καθαροί» είναι μία ειρωνεία. Καθαροί στην πραγματικότητα δεν υφίστανται. Η τελειότητα που υποτίθεται διέπει το συγκεκριμένο σύνολο ανθρώπων είναι η ίδια που καταδικάζει τους υπόλοιπους. Μιλάμε για μία κοινωνία άνιση και άδικη, όπου το διαφορετικό είναι εξαρχής καταδικασμένο και το ιδανικό εντελώς επιφανειακό. Σε αυτή την αδικία, την ανισότητα και την παράνοια καλούνται να αντιταχθούν οι ήρωες του βιβλίου.
–Πριν σας αποχαιρετήσουμε, θα θέλατε να μάθουμε ποια είναι τα μελλοντικά συγγραφικά σας σχέδια;
Γράφω όπως πάντα. Για να εκφράζομαι και να υπάρχω. Η ιστορία στην οποία είμαι δοσμένη αυτή την περίοδο ξεδιπλώνεται σε ένα αθέατο ορεινό χωριό, σε μία ατέλειωτη πέτρινη σκάλα όπου είχα βρεθεί πριν χρόνια ανεβοκατεβαίνοντας μνήμες.
-Σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη κουβέντα. Να έχετε ένα δημιουργικό φθινόπωρο!