Κώστας Βαρώτσος: «Προσπαθούσα να φτιάξω γλυπτά δίνοντας σημασία στο χώρο και παράλληλα να βρω μια ισορροπία με τον χρόνο»

Η συνέντευξη μετον Κώστα Βαρώτσο ήταν μια πραγματικά ευλογημένη στιγμή. Μια στιγμή που κράτησε συνολικά 3,5 ώρες  κουβέντας  και που πραγματοποιήθηκε σε δυο συνεχόμενες συναντήσεις στο αθηναϊκό του καταφύγιο  κάπου στο Κουκάκι. Με το καλημέρα, ο Κώστας Βαρώτσος επιδίωξε να συζητήσουμε στον ενικό, κάτι που το ενέπνευσε και ο ίδιος μέσα από την απλότητα, την αμεσότητα και την φιλοξενία του. Είναι ο γλύπτης που δάμασε όσο κανείς  άλλος το γυαλί με τις κατασκευές των έργων του, δίνοντας στο υλικό αυτό πνοή, ζωή και κίνηση. Δεν υπάρχει Έλληνας που να μην γνωρίζει τον Δρομέα, το γλυπτό που τον καταξίωσε στη συλλογική συνείδηση του κοινού, κόντρα στους κύκλους των κριτικών της τέχνης. Από τα παιδικά χρόνια στη Λιβαδειά, τις σπουδές στην Ιταλία και  τη γνωριμία με τον Σταύρο Ξαρχάκο μέχρι τον αντίκτυπο του Δρομέα, τη διεθνή αναγνώριση και την ακαδημαϊκή καριέρα. Αυτά και άλλα τόσα που μου εμπιστεύτηκε καταγράφηκαν για το yourearticles.

-Πώς θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια;

Πέρασα  καλά παιδικά χρόνια. Είχα τη τύχη να ζήσω στην επαρχία, μέσα στη φύση. Συγκεκριμένα, στην Πελοπόννησο κοντά στη θάλασσα. Ο πατέρας μου νοίκιαζε μια καλύβα το καλοκαίρι και κάναμε μπάνιο κάθε μέρα για τρεις μήνες. Τα πρώτα μου γλυπτά φαντάσου, τα έφτιαξα με την άμμο στην παραλία. Μετά, όταν μπήκα στην εφηβεία, μετακομίσαμε στη Λιβαδειά. Εκεί ήταν μια άλλη ιστορία. Εκεί άρχισαν να γίνονται οι πρώτες συγκρούσεις.

-Ήσουν συγκρουσιακός σαν έφηβος;

Τα πράγματα ήταν συγκρουσιακά εκ των πραγμάτων. Ήταν η εποχή της  Χούντας, χωρίς εγώ τότε να έχω πλήρη συνείδηση και επίγνωση του τι ήταν η Χούντα ως πολιτική υπόσταση. Βίωσα την απαγόρευση και τον περιορισμό με τον τρόπο μου.

-Ποιον τρόπο δηλαδή;

Εγώ έπαιζα κιθάρα και με διάφορα παιδιά της ηλικίας μου είχαμε φτιάξει ένα ροκ συγκρότημα. Γουστάραμε να παίζουμε μουσική και μας κυνήγαγαν όλοι από  παντού για να σταματήσουμε. Ήταν μια κοινωνία στρατιωτικού τύπου, μιας άλλης νοοτροπίας από αυτή που υπάρχει σήμερα για τον στρατό. Βρισκόμουν συνεχώς υπό διωγμό, στο περιθώριο. Και οι συγκρούσεις έφτασαν σε τέτοιο βαθμό που με απέβαλλαν από όλα τα σχολεία.

-Με το σχολείο πως τα πήγαινες;

Δεν ήμουν καλός μαθητής. Δεν με ενδιέφερε το σχολείο και τα είχα παρατήσει. Ασχολιόμουν με τη ζωγραφική, την οποία δεν μου έδειξε κανείς, την είχα ανακαλύψει μόνος μου.

-Καλλιτέχνης με έμφυτο ταλέντο;

Ναι, ένα ταλέντο συνδυασμένο με μια ζωγραφική κουλτούρα που έμοιαζε σαν να την είχα μέσα μου χωρίς να ξέρω πως. Η σχέση μου με τη ζωγραφική είχε από την αρχή την ηδονή της εξερεύνησης. Με ιντρίγκαρε η γοητεία του να ερευνώ και να ανακαλύπτω.

-Αυτή η λογική σε καθόρισε σε όλη τη διαδρομή σου;

Ναι. Η έννοια της έρευνας είναι ένα πολύ βασικό πράγμα. Πιστεύω ότι η τέχνη είναι η βάση της έρευνας. Έχει την πρωτογενή δημιουργία ως κεντρική αξία.

-Οι γονείς σου είχαν σχέση με την τέχνη;

Η μητέρα μου μόνο. Ήταν δημιουργικό άτομο. Κεντούσε και έπλεκε. Και μου είχε μάθει να φτιάχνω και εγώ. Από την άλλη, ο πατέρας μου με κοίταζε μέχρι που πέθανε με μια απορία… Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει με μένα και γιατί κάνω όσα κάνω.

-Είχε το διαχρονικό όνειρο του μέσου Έλληνα γονιού να σε καμαρώσει ως δημόσιο υπάλληλο;

Βέβαια. Όταν πήρα το πτυχίο μου, πήγε κρυφά και μου ετοίμασε τα χαρτιά για να διοριστώ ως καθηγητής σε γυμνάσιο. Και το έκανε, με διόρισε. Τελικά, αρνήθηκα τον διορισμό, κάτι που ήταν πλήγμα για εκείνον. Και το να αρνηθείς εκείνα τα χρόνια μια θέση στο δημόσιο σήμαινε τρέλα.

-Πως πήρες την απόφαση να βρεθείς στη Ρώμη για σπουδές στη Καλών Τεχνών;

Ήταν μια αναπόφευκτη επιλογή του πατέρα μου. Όπως σου ανέφερα, λόγω του χαρακτήρα μου με απέβαλλαν από παντού. Και η οικογένεια μας, εκτός του πατέρα που έμεινε λόγω της εργασίας του στη Λιβαδειά,  εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, για να βρεθεί σχολείο να πάω. Όταν τελείωσα και μεγάλωνα, άρχιζα να αγριεύω ακόμα παραπάνω. Είχα αρχίσει να πολιτικοποιούμαι, να είμαι ενεργός σε κινήματα και να κάνω αντίσταση στο δικτατορικό καθεστώς.  Έτσι, το 1973 ο πατέρας μου από φόβο μη μπλέξω, πήρε την απόφαση να με στείλει στη Ρώμη. Μεταξύ μας, ήθελα και εγώ να φύγω. Ήταν λύτρωση. Ήθελα να φύγω να ησυχάσω από τη κατάσταση εδώ.

-Τι αποκόμισες από τις σπουδές σου;

Εγώ πήγα στη Καλών Τεχνών στη Ρώμη. Με έβαλαν κατευθείαν στο τρίτο έτος για να τελειώσω γρήγορα, γιατί κατά τη γνώμη τους ήμουν προχωρημένος. Στα τελειώματα μου όμως, άρχισα να εμβαθύνω και να  συνειδητοποιώ τι σημαίνει να είσαι καλλιτέχνης. Μελέτησα το έργο και τη βιογραφία των σπουδαίων καλλιτεχνών και πανικοβλήθηκα. Κατάλαβα ότι η τέχνη είναι μια ολική παγίδα. Πρέπει να δώσεις τη ζωή σου για να κάνεις τέχνη. Αν δεν είσαι εκεί πάντοτε, θα «τιμωρηθείς». Και για το λόγο αυτό, το δούλεψα μέσα μου στράφηκα σε σπουδές πάνω στην αρχιτεκτονική.

-Εκεί ανακάλυψες άλλα μυστικά, μια άλλη αλήθεια;

Εκεί αντιλήφθηκα ότι όλη η ιστορία της αρχιτεκτονικής είναι άμεσα συνδεδεμένη με την τέχνη. Πήγα να ξεφύγω από την τέχνη και έπεσα πάνω της. Και βρέθηκα σε ένα μοναδικό μεταίχμιο μεταξύ τέχνης και αρχιτεκτονικής, το οποίο έφερε καλά αποτελέσματα πάνω στις σπουδές μου.

-Τα πήγαινες καλά;

Οι καθηγητές εντυπωσιάστηκαν και οι βαθμοί που μου έβαζαν ήταν υψηλοί. Όταν δε, ο πατέρας μου ενημερώθηκε και είδε τους καλούς βαθμούς νόμισε ότι κάπου είχα μπλέξει, κάποια απατεωνιά είχα κάνει και μου έβαζαν τέτοιους βαθμούς. Και αποφάσισε να έρθει να με βρει στη Ρώμη και να με επιθεωρήσει. Πράγματι, ήρθε και βρήκε έναν μεταφραστή από την Πρεσβεία. Πήγε στο πανεπιστήμιο και συνάντησε τους καθηγητές μου, οι οποίοι του μίλησαν με τα καλύτερα λόγια. Φυσικά, δεν το πίστευε. Θυμάμαι, γύρισε σπίτι και μου έλεγε: «Λέγε ρε! Τι τους λες και τους κοροϊδεύεις τους ανθρώπους;»

-Θεωρείς ότι οι Καλές Τέχνες διδάσκονται ή είναι θέμα ταλέντου;

Είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Μπορεί να πληροφορήσεις κάποιον για τη χρήση των υλικών, στο πώς να κατασκευάσει ένα πορτρέτο ή για την αρμονία των χρωμάτων. Αυτά είναι τα τεχνικά ζητήματα. Η τέχνη όμως δεν διδάσκεται. Όσο περνάνε τα χρόνια και μεγαλώνω, πιστεύω ακόμα περισσότερο ότι η τέχνη είναι  άνωθεν εντολή. Έρχεται και σε συναντάει παντού. Δεν μπορείς να της ξεφύγεις. Και φυσικά, πρέπει να είσαι πανέτοιμος, η τέχνη σε θέλει να είσαι στρατιώτης. Σε σωματική και ψυχική υγεία άψογη.

-Οι πρώτες σκέψεις σου όταν ολοκλήρωσες τις σπουδές;

 Δεν ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα. Μου άρεσε που βρισκόμουν εκεί. Εξάλλου,  για να καταλάβεις, στην Ιταλία είχα ανακαλύψει την Ελλάδα. Όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία, τους μεγάλους μας φιλοσόφους και συγγραφείς. Και όλα αυτά τα ανακάλυψα συνδυαστικά μαζί με τους Λατίνους διανοητές. Άρχισα λοιπόν να δουλεύω στην Ιταλία και είχα αρχίσει να χτίζω μια  καριέρα με κάποιες εκθέσεις έργων μου. Είχα κάνει και οικογένεια εκεί. Στην Ελλάδα ερχόμουν τα καλοκαίρια και εδώ  όταν ερχόμουν, αντίκριζα μια απέραντη καμένη γη. Κάποια στιγμή, συνειδητοποίησα το εξής πρόβλημα με τη δουλειά μου. Είχα κολλήσει και ένιωθα πως δεν εξελίσσομαι. Και έπεσα σε μαρασμό λόγω αυτού.

-Και πως το διαχειρίστηκες;

Αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι στην Ελλάδα για να ηρεμήσω. Χωρίς να έχω κάτι παραπάνω στο νου. Αυτό συνέβη το 1979. Πήγα στη Σαντορίνη, σε μια διαφορετική Σαντορίνη σε σχέση με αυτή που έχει μετατραπεί σήμερα. Έφτασα νύχτα σε ένα σπίτι που είχα νοικιάσει. Κοιμήθηκα καθώς βρισκόμουν σε απόλυτη εξάντληση. Ξύπνησα  το πρωί και  καθώς άνοιξα τα μάτια μου, αντιλήφθηκα τις αχτίδες του ήλιου που τρύπωναν από τις γρίλιες στο παράθυρο. Σηκώθηκα, άνοιξα τη πόρτα που έβγαζε στο μπαλκόνι και αντίκρισα  τη Καλντέρα. Δεν μπορείς να φανταστείς το σοκ που ένιωσα όταν είδα αυτό το βαθύ μπλε… Γονάτισα μπροστά στο μπαλκόνι και θαύμασα βλέποντας αυτό που είχα μέσα μου χωρίς να το ξέρω. Και ακριβώς αυτή ήταν η στιγμή που αποφάσισα ότι θα επιστρέψω στην Ελλάδα μόνιμα.

-Τι αντιλήφθηκες σε αυτό το βαθύ μπλε;

Είδα σε αυτόν τον ορίζοντα αυτό που έψαχνα. Και όλη μου η αγωνία ήταν να φτάσω όσο πιο κοντά μπορούσα αυτόν τον ορίζοντα. Και έτσι συνέλαβα τους Ορίζοντες. Οι οποίοι σαν έργο βγήκαν πολύ μετά.

-Το γυαλί αποτελεί ένα υλικό που λάτρεψες και ανέδειξες μέσα από τα έργα σου. Τι σε γοήτευσε σε αυτό;

Πάντοτε δούλευα διάφανα υλικά, όπως τον πολυεστέρα και το πλαστικό. Προσπαθούσα να φτιάξω γλυπτά δίνοντας σημασία στο χώρο και παράλληλα να βρω μια ισορροπία με τον χρόνο. Αυτό το εντόπισα στο γυαλί.

-Πότε ξεκίνησες να το χρησιμοποιείς;

Το γυαλί το δούλεψα πρώτη φορά το 1983 στη Κύπρο με τον Ποιητή. Εκείνη τη περίοδο διάβαζα ποίηση γιατί κατά τη γνώμη μου αποτελούσε την επιτομή της συνθετικότητας. Με γοήτευε πολύ η ποίηση. Εκείνη λοιπόν τη περίοδο με είχαν  καλέσει στη Κύπρο σε μια ομαδική έκθεση όπου είχαμε έναν χρηματοδότη πολύ ισχυρό, τον Δάκη Ιωάννου. Είπα στον Ιωάννου ότι ήθελα να φτιάξω ένα άγαλμα, ένα πορτραίτο του ποιητή. Άρχισα να γράφω σε ένα χαρτί το πως φανταζόμουν τον ποιητή. Και έγραφα: «Ο ποιητής είναι  αιχμηρός, ο ποιητής είναι εκρηκτικός, ο ποιητής είναι εύθραυστος, ο ποιητής είναι άθραυστος». Έγραψα και άλλες ιδιότητες που θεωρούσα ότι πρέπει να του αποδοθούν. Στο τέλος αναρωτήθηκα σε ποιο υλικό ενυπάρχουν όλες αυτές οι ιδιότητες. Και το υλικό που μου ήρθε κατευθείαν  ήταν το γυαλί. Αποφάσισα να φαντάζομαι στο μυαλό μου έναν Ποιητή από γυαλί και έπειτα άρχισα να το υλοποιώ. Άρχισα να σπάω γυαλιά και να βάζω το ένα κομμάτι γυαλί πάνω στο άλλο. Και κατάλαβα ότι η ισορροπία χώρου και χρόνου εκφράστηκε με το γυαλί. Το ένα πάνω στο άλλο ήταν σαν ο χώρος να πέφτει στο χρόνο και μετά ο χρόνος πάνω στο χώρο και πάει λέγοντας.

-Τα συναισθήματά σου όταν το έχτιζες σιγά σιγά;

Ένιωθα σα να κατασκεύαζα ένα ζωντανό ον, σαν να ανάπνεε δίπλα μου ένας ζωντανός άνθρωπος. Θυμάμαι κάποια στιγμή, είχα μπροστά μου ένα τραπέζι που έσπαγα τα γυαλιά και καθώς γυρνούσα και βρισκόταν  πίσω μου το άγαλμα, άρχισα να νιώθω πιο έντονη  τη παρουσία του. Νόμισα ότι μόλις γυρνούσα τη πλάτη μου αυτό ζωντάνευε.

-Πόσο ύψος είχε;

Εφτά με οκτώ μέτρα. Θηρίο ήταν. Και αιχμηρό. Και ενώ έκοβα τα γυαλιά, γύρισα το τραπέζι προς εκείνο ώστε να το κοιτάω. Με αυτό το έργο άλλαξε η ζωή μου.

-Το γλυπτό που κατασκεύασες και σε καθιέρωσε στη συνείδηση των Ελλήνων  είναι ο Δρομέας. Πως προέκυψε αυτή η δημιουργία;

Κάποια στιγμή με ενημέρωσαν ότι με έψαχνε ο Σταύρος Ξαρχάκος ο οποίος εκείνη τη περίοδο ήταν αντιδήμαρχος πολιτισμού επί δημαρχίας του  Μιλτιάδη Έβερτ. Βρέθηκα με τον Σταύρο Ξαρχάκο και μου ζήτησε να φτιάξω ένα σύγχρονο έργο. Του έφτιαξα με μακέτα τον Δρομέα και του το πήγα. Ενθουσιάστηκε με την ιδέα και αποφάσισε να πάμε στον Έβερτ για να του το προτείνουμε.  Πράγματι, πήγαμε στον Έβερτ, ο οποίος ήταν ένας φοβερός τύπος. Σημειωτέον, ο  Έβερτ είχε το εξής καλό και επαναστατικό συνάμα. Διάλεγε πάντα καλούς συνεργάτες και τους άφηνε να δουλεύουν ελεύθερα. Έδειχνε εμπιστοσύνη χωρίς να είναι επεμβατικός. Και το κυριότερο, δεν τον ενδιέφερε αν ήσουν αριστερός ή δεξιός. Επιζητούσε την εθνική ενότητα, τότε που ήταν ακόμα άγρια τα πράγματα στη πολιτική.

-Ήταν της ίδιας λογικής με τον Παύλο Μπακογιάννη σα να λέμε.

Ναι. Εγώ  ήμουν αριστερός και είχα κάποιες ενοχές μέσα μου τότε. Από τη μία είχα στενές σχέσεις με τον Λεωνίδα Κύρκο που τον είχα καθοδήγηση στη Ρώμη και από την άλλη συνεργαζόμουν με τον Έβερτ. Και μια μέρα όπως συζητούσαμε του λέω το εξής: «Ξέρεις εγώ είμαι αριστερός». Και μου απαντάει ο Μιλτιάδης Έβερτ: «Και εγώ είμαι Παναθηναικός! Έχεις κάποιο πρόβλημα; Τι είναι αυτά που μου λες; Να είσαι ό,τι θες». Αυτή ήταν η λογική του. Δεν είχε ιδεοληψίες.

-Και τελικά πως δρομολογήθηκε η κατασκευή του γλυπτού;

Ο Ξαρχάκος μίλησε με τα καλύτερα λόγια στον Έβερτ, ο οποίος και αποδέχτηκε την ιδέα. Και εγώ άρχισα να δουλεύω στενά με τον Σταύρο για να το προχωρήσουμε. Ξεκίνησε μια μοναδική περιπέτεια για τον Δήμο της Αθήνας. Επρόκειτο για ένα εγχείρημα που δεν ξέραμε πως να ξεκινήσουμε, πως να το κάνουμε. Ήταν ρίσκο. Τα φέραμε από δω, τα φέραμε από εκεί και τελικώς τα καταφέραμε. Πρώτα τοποθετήσαμε τον σκελετό στην Πλατεία Ομονοίας και μετά τον χτίσαμε σιγά σιγά με γυαλιά επιτόπου.

-Ξέρω ότι δημιουργήθηκε κυκλοφοριακό κομφούζιο με τη μεταφορά των υλικών.

Δεν μπορείς να φανταστείς… Καταρχάς δεν μπορούσαμε  να βρούμε άκρη με τις υπηρεσίες και τους αρμόδιους ώστε να συνεννοηθούν για να δώσουν άδεια. Η Ομόνοια ήταν μοιρασμένη σε «κομμάτια» που το καθένα είχε και άλλη υπηρεσία αρμόδια. Ένας χαμός. Συνεννοήθηκα με τον Έβερτ και τον Ξαρχάκο μια Κυριακή πρωί που θα ήταν κάπως λιγότερη η κίνηση για να μεταφερθεί ό,τι χρειαζόταν. Έτσι λοιπόν, μια Κυριακή πρωί,  ένας μεγάλος γερανός με ένα φορτηγό από πίσω του με τον σκελετό του αγάλματος, άρχισε να ανεβαίνει  την Πανεπιστημίου και με το που έφτασε μπροστά στη Πλατεία της Ομόνοιας σταμάτησε εκεί. Αυτό ήταν. Πάγωσαν τα πάντα. Έκλεισε όλη η Αθήνα. Εγώ παρίστανα τον εκκεντρικό καλλιτέχνη. Είχα μια φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό, φορούσα ένα φουλάρι και τάχα μου  έδινα οδηγίες για το πως θα στηθεί το έργο. Οι οδηγοί των λεωφορείων είχαν φρίξει… Φαντάσου, ότι ο γερανός έμεινε εκεί πέντε ώρες. Εγώ με τους συνεργάτες τοποθέτησα τον σκελετό και αρχίσαμε να τοποθετούμε τα γυαλιά.Και για δυο μήνες μετά, Ιούλιο και Αύγουστο, δουλεύαμε πυρετωδώς για να το ολοκληρώσουμε. Και τον Σεπτέμβριο έγιναν τα εγκαίνια.

-Δεν ήταν για να παραμείνει μόνιμα στην Ομόνοια ο Δρομέας. Σωστά;

Η αρχική σκέψη ήταν να μείνει για τρεις μήνες. Αλλά άρεσε στη  Μελίνα Μερκούρη η οποία διαμήνυσε στον  Έβερτ ότι της άρεσε πολύ και για το λόγο αυτό να το κρατήσουν. Αλλά κάποια στιγμή άρχισαν να γίνονται τα σκαψίματα για το Μετρό της Αθήνας. Αυτό ήταν μεγάλη τύχη. Ο Δρομέας «σώθηκε» από τα έργα του Μετρό. Λόγω των διαδικασιών, έπρεπε να μεταφερθεί αλλού. Και η εταιρεία που είχε αναλάβει τη κατασκευή του Μετρό, είχε υπογράψει μια σύμβαση σύμφωνα με την οποία οριζόταν πως ότι χαλούσε για χάρη του έργου, θα το έφτιαχνε ξανά. Οπότε, επιχορηγήθηκε στο έπακρον η κατασκευή ενός  νέου Δρομέα, όπου εκεί κάναμε ακόμα καλύτερη δουλειά. Φτιάξαμε ένα πιο ψηλό γλυπτό, ακόμα πιο στέρεο και δυνατό. Έγινε μια εξαιρετική δουλειά.

-Και επιλέχθηκε ως νέο  σημείο ο χώρος απέναντι για το ξενοδοχείο Χίλτον. Εκεί τουλάχιστον θα παρέμενε μόνιμα;

Όχι, και εκεί ήταν να μείνει για λίγο. Η σκέψη ήταν μετά το τέλος των έργων να επιστρέψει στην Πλατεία της Ομόνοιας. Αλλά για κάποιους πολιτικούς λόγους δεν συνέβη αυτό. Παρέμεινε στο Χίλτον και στην Ομόνοια αποφάσισαν οι ιθύνοντες να βάλουν ένα γλυπτό του  Γιώργου Ζογγολόπουλου.

-Τι συμβόλιζε ο  Δρομέας για σένα;

Ήθελα να πιάσω τον παλμό της Ελλάδας εκείνη την ιστορική στιγμή. Ο Δρομέας είναι η επιτομή του ξεπεράσματος του μοντερνισμού. Ο μοντερνισμός ανέλυες τις φιγούρες και την κίνηση. Ο Δρομέας από την άλλη, είναι η σύνθεση των θραυσμάτων σε μία κίνηση. Ενώνει τα κομμάτια και τρέχει μπροστά. Και ιστορικά αν το σκεφτείς, αυτή ήταν και η Ελλάδα πάντοτε. Και έτσι είναι και σήμερα. Είμαστε μια χώρα με θραύσματα.

-Δεν το πήραν πάντως με καλό μάτι οι κριτικοί τέχνης το γλυπτό. Πως το εξηγείς;

Η κριτική σκέψη είναι μια υπόθεση παρεξηγημένη στην Ελλάδα. Ουσιαστικά, αποτελεί σαν δραστηριότητα την  αποκωδικοποίηση του παρόντος  χρόνου. Ο κριτικός τέχνης πρέπει να αναλύει το εκάστοτε έργο τέχνης σαν πρωτογενές φαινόμενο και να το μεταφέρει στο κοινό. Αυτό που σου περιγράφω συνέβαινε στην Ευρώπη. Στην Ευρώπη οι κριτικοί τέχνης ήταν καλλιτέχνες και οι ίδιοι. Στην Ελλάδα όμως, δεν είχαμε σαφή εικόνα για πολλά πράγματα. Δεν περάσαμε Αναγέννηση, δεν περάσαμε  Βιομηχανική Επανάσταση, με αποτέλεσμα να μην έχει ριζώσει  στην κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας αυτό που σου περιέγραψα και συνέβαινε στο εξωτερικό . Οπότε, η κωδικοποίηση της αντίληψης του πραγματικού χρόνου ήταν ανύπαρκτη στην Ελλάδα. Πολύ λίγοι το κατάφεραν.

-Οι απλοί άνθρωποι είχαν άλλη γνώμη.

Οι  κριτικοί τέχνης έγραψαν τα χειρότερα για το έργο στις εφημερίδες της εποχής. Από την άλλη πλευρά, ο απλός κόσμος που περνούσε καθημερινά από την Πλατεία Ομονοίας-τον χώρο που είχε εγκατασταθεί αρχικά ο Δρομέας-και παρατηρούσε το γλυπτό, είχε εντελώς διαφορετική άποψη. Απλοί άνθρωποι επώνυμα έγραφαν στις εφημερίδες γράμματα απαντώντας στους κριτικούς, λέγοντας τους να σταματήσουν να γράφουν αυτά που έγραφαν. Ο Δρομέας κέρδισε την αγάπη του κόσμου. Και αυτό το δίπολο είχε και το τίμημα του. Σταμάτησαν να μου μιλάνε αρκετοί άνθρωποι του χώρου, έπαψαν να με καλούν σε εκθέσεις και σταμάτησαν τα τηλέφωνα. Πήγαινα σε γκαλερί και μου γυρνούσαν τη πλάτη. Και δε καταλάβαινα γιατί συνέβαινε. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Ήμουν 33 ετών και απένταρος εν τω μεταξύ. Δεν είχα από που να πιαστώ.

-Μέσα από τη περιπέτεια του Δρομέα και τα όσα αποκόμισες, ήταν και η φιλία με τον Σταύρο Ξαρχάκο.

Με τον Σταύρο καθώς συνεργαζόμαστε στα πλαίσια του Δρομέα αρχίσαμε να τα λέμε λίγο παραπάνω. Υπήρξε μια αμοιβαία συμπάθεια και αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Μιλούσαμε για μουσική και για τέχνη μεταξύ άλλων. Θυμάμαι, τελείωνε εκείνος από το στούντιο, τελείωνα και εγώ από το ατελιέ και πηγαίναμε και τρώγαμε ψάρι και μιλούσαμε για ώρες. Εμένα μου άρεσε πολύ η μουσική και ο Σταύρος αγαπούσε πολύ τα εικαστικά. Επίσης, ο Σταύρος μου έμαθε και πολλά πράγματα. Με προστάτευσε από διάφορα, πως να διαχειριστώ ορισμένες καταστάσεις. Και αυτό στη πορεία οικοδόμησε μια φιλία, η οποία φιλία μετουσιώθηκε σε μια σχέση οικογενειακή.

-Τι αντίκτυπο δημιούργησε ο Δρομέας σε σένα προσωπικά;

Μετά τον Δρομέα το ατελιέ μου είχε ουρά. Είχα τέσσερις βοηθούς και δουλεύαμε πυρετωδώς. Και το γούσταρα. Δε θα στο κρύψω. Έβγαζα και χρήματα. Φαντάσου πριν τον Δρομέα δεν είχα να πληρώσω το τηλέφωνο. Αλλά κράτησε γύρω στα τρία χρόνια αυτή η κατάσταση. Ξαφνικά, συνειδητοποίησα κάτι που με τρόμαξε. Ένιωσα ότι έγινα εργοστάσιο. Αυτή η ακραία εμπορευματοποίηση της τέχνης με κούρασε από ένα σημείο και μετά. Και πήρα την γενναία απόφαση να κλείσω το ατελιέ και να πάω στην Ιταλία και την Αμερική. Και άρχισα να δημιουργώ έργα μεγάλα και επικά που με απελευθέρωσαν καλλιτεχνικά.

-Ένα από αυτά τα έργα που εγώ προσωπικά θαυμάζω θέλω να ξέρεις πως είναι το La Morgia στα Απέννινα Όρη της Ιταλίας.

Αυτό κατασκευάστηκε το 1997. Ήταν μια απαιτητική δουλειά. Σε αυτό το έργο δούλεψαν εργάτες-ορειβάτες, δεμένοι με σκοινιά. Είχαμε φτιάξει ένα αυτοσχέδιο τελεφερίκ που το τραβούσαμε με  τρακτέρ. Εκεί, έζησα δώδεκα μήνες πάνω σε αυτό το βράχο. Μέχρι και χιονοθύελλα με πέτυχε. Παράλληλα, έκανα και άλλα πράγματα. Οδηγούσα μια Alfa Romeo και πραγματοποιούσα διάφορες εκθέσεις όταν οι καιρικές συνθήκες δεν  επέτρεπαν να δουλέψω το έργο. Κρατώ πανέμορφες μνήμες από το γλυπτό αυτό αλλά και από το συγκεκριμένο μέρος, τους ανθρώπους, τα φαγητά, τα κρασιά.

-Έχεις βραβευτεί αρκετές φορές για τα έργα σου. Τι σημαίνουν για σένα τα βραβεία;

Τα βραβεία κρατάνε για τρεις μέρες. Αν είναι κανένα ιδιαίτερο, άντε να κρατήσει πέντε μέρες.

-Ποιο είναι το σχόλιο σου αναφορικά με το περιστατικό που συνέβη τον Μάρτιο του 2025 με τον βουλευτή  Νίκο Παπαδόπουλου όπου βανδάλισε έργα τέχνης στην Εθνική Πινακοθήκη.

Εγώ έχω μια αρχή. Πιστεύω ότι η πρωτογενής τέχνη είναι σαν ένα κυκλάμινο που σκάει στο βουνό, στη καρδιά του χειμώνα. Το παρατηρείς και αναρωτιέσαι πως γεννήθηκε σε αυτές τις συνθήκες. Και φοβάσαι να το ακουμπήσεις για να μη το κατσιάσεις. Έτσι είναι και η τέχνη. Οφείλω να προστατεύω οποιαδήποτε μορφή τέχνης όταν απειλείται. Ακόμα και αν δε μου αρέσει. Μπορεί να έχει λογική μια τέτοια κίνηση σαν αυτή που έγινε στην Εθνική Πινακοθήκη, ειδικά από έναν βουλευτή του ελληνικού Κοινοβουλίου;

-Έχεις αναφερθεί σε παλαιότερη συνέντευξη σου  ότι οι Αθηναίοι μιλάνε άσχημα για την Αθήνα. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Κάνουμε το εξής λάθος. Συγκρίνουμε πράγματα ανόμοια. Δε μπορούμε να συγκρίνουμε την Αθήνα, την πρωτεύουσα της Ελλάδας σε σχέση με τη Ρώμη, την πρωτεύουσα της Ιταλίας ας πούμε. Πότε οικοδομήθηκε η μία και πότε η άλλη; Τι ρυθμοί  εξέλιξης υπήρχαν στη μία περίπτωση και τί ρυθμοί υπήρχαν στην άλλη περίπτωση; Θα πρέπει να συγκρίνουμε την Αθήνα με πόλεις που οικοδομήθηκαν την ίδια χρονική περίοδο, όπου η βάση είναι κοινή.

-Για πολλά χρόνια υπήρξες καθηγητής Πανεπιστημίου. Με ποιο τρόπο προσέγγισες το αντικείμενο της διδασκαλίας;

Δίδαξα για κοντά 23 χρόνια. Εγώ μπήκα με μεγάλο κέφι στη διδασκαλία. Είχα ανάγκη κάτι καινούργιο και δόθηκα σε αυτό με όρεξη. Παράλληλα, συνέχισα και την διεθνή καριέρα. Δεν σταμάτησα να δημιουργώ. Θυμάμαι ότι έκανα  κάτι τρελές πτήσεις. Από Λος Άντζελες προς Παρίσι, μετά κατευθείαν Θεσσαλονίκη και τέλος στην Αθήνα για διδασκαλία.  Απέκτησα μια καταπληκτική σχέση με τους φοιτητές και άρχισα να εφαρμόζω διάφορα πράγματα που είχα στο μυαλό μου. Έστησα ένα ερευνητικό εργαστήριο όπου στόχος ήταν η ενεργοποίηση της δημιουργικής πράξης το οποίο εξελίχτηκε με εξαιρετικά αποτελέσματα. Αυτό βέβαια δεν είχε να κάνει τίποτα με το Πανεπιστήμιο.

-Ήρθες  σε κόντρα με τη πανεπιστημιακή κοινότητα;

Ήρθα σε ρήξη με όλους. Ακόμα και οι καθηγητές με κοιτούσαν με μισό μάτι. Και όλο αυτό έφερε τα ίδια αποτελέσματα όπως και με τη περίπτωση του Δρομέα. Απλά, σε ακόμα πιο γλοιώδη και αντιαισθητικό τρόπο. Ένιωσα στιγμές μικροπρέπειας εντός του Πανεπιστημίου. Όποτε ερχόμουν σε επαφή με τους μηχανισμούς  του Πανεπιστημίου ντρεπόμουν για τον εαυτό μου. Είναι βαρύ αυτό που λέω. Χωρίς αυτό βέβαια να μη σημαίνει πως στο Πανεπιστήμιο δεν υπήρξαν και κάποιες προσωπικότητες μεγάλης αξίας. Αλλά τους έτρωγε η μαρμάγκα.

-Η σχέση σου με τους φοιτητές;

Κάναμε καινοτόμα πράγματα. Γκράφιτι στο δρόμο και εξέταση του μαθήματος σε δημόσιους χώρους μεταξύ άλλων. Τους έλεγα το εξής. «Θα σας πετάξω από το αεροπλάνο χωρίς αλεξίπτωτο και εσείς θα πρέπει να βγάλετε φτερά και να πετάξετε». Συνέβη μια ανατροπή. Και αυτό προέτρεψε τους φοιτητές να δουλέψουν. Να  ξέρεις ότι όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργικοί. Τα παιδιά αυτά είχαν φτύσει αίμα για να μπουν στην Αρχιτεκτονική. Για ποιο λόγο εγώ να τους κάνω τη ζωή δύσκολη;

-Υπάρχουν πνευματικοί άνθρωποι σήμερα;

Ζούμε μια οπισθοχώρηση του δυτικού πολιτισμού, μια πολιτισμική συρρίκνωση.  Και αυτό έχει επηρεάσει και τη χώρα μας. Αυτό κάποιοι το έχουν καταλάβει. Κάποιοι άλλοι βρίσκονται σε πανικό και προσπαθούν να το ερμηνεύσουν.

-Γιατί επικρατεί αυτό που περιγράφεις  στον δυτικό πολιτισμό;

Συμβαίνει γιατί η εξέλιξη της τεχνολογίας δημιούργησε αυτό που ονομάζουμε πολυκεντρική εξουσία. Η εξέλιξη της τεχνολογίας έφερε ως αποτέλεσμα αυτή την επικυριαρχία της δύσης προς τον υπόλοιπο κόσμο. Ο δυτικός πολιτισμός ήταν κυρίαρχος για μεγάλο χρονικό διάστημα και επαναπαύτηκε στις δάφνες του. Η δύση αιματοκύλησε τον πλανήτη για πολλούς αιώνες και αιματοκυλίστηκε και η ίδια στο εσωτερικό της. Και τώρα έχει έρθει η ώρα για  τη δύση να πληρώσει.

-Η θέση που έχει η Ελλάδα στη καρδιά σου;

Η Ελλάδα  υπάρχει σαν κράτος για δυο αιώνες. Η ύπαρξη της είναι ένα θαύμα.

-Πώς κρίνεις το σημερινό πολιτικό σκηνικό;

Δυστυχώς είναι πολύ χαμηλού επιπέδου. Και να μη μείνουμε μόνο στην Ελλάδα. Να το δούμε σφαιρικά. Το ίδιο απογοητευτική είναι και η ευρωπαϊκή πολιτική κατάσταση. Δεν υπάρχει ελπίδα.

-Νιώθεις πληρότητα για όσα έχεις πραγματοποιήσει;

Αυτό που κυνηγούσα πάντα ήταν ο απόλυτος συντονισμός. Να συντονιστώ και να ηρεμήσω. Αλλά δεν το βλέπω.

-Τι είναι για εσένα η ευτυχία;

Η επιθυμία είναι αυτή που προσδιορίζει την ευτυχία. Συνήθως είναι στιγμιαία κατάσταση η ευτυχία

-Ο μεγάλος σου φόβος;

Δεν φοβάμαι κάτι για μένα. Ανησυχώ για την κόρη μου.

-Πότε έκλαψες τελευταία φορά;

Τελευταία φορά δεν θυμάμαι. Έχω κλάψει αρκετά στις συναυλίες του Σταύρου Ξαρχάκου. Είναι η μόνη μουσική με την οποία μου συμβαίνει.

-Η συμβουλή που θα έδινες σε έναν νέο άνθρωπο για να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα;

Βασικό πράγμα για έναν νέο άνθρωπο είναι να εντοπίσει τα όνειρα του. Αν τα εντοπίσει, τότε όλα  είναι εφικτά. Η δυσκολία έγκειται στο ότι τα σημερινά παιδιά είναι απογοητευμένα και δεν ονειρεύονται. Έχουν παραδώσει τα όπλα από το πανεπιστήμιο ακόμα, γιατί έχουν φάει τόσο πόλεμο και απογοήτευση που τους έχει ευνουχίσει.

-Τα δικά σου όνειρα  για το μέλλον;

Μετά από μια ηλικία, και όταν έχεις ζήσει αρκετά πράγματα, είναι δύσκολο να σου συμβεί κάτι καινούργιο. Να βρεθεί κάτι που να σε ιντριγκάρει.

-Τι σου έρχεται στο μυαλό όταν λες το όνομα Κώστας Βαρώτσος;

Αυτό το παιδί είχε πολύ μεγάλα κέφια!

-Κώστα σε ευχαριστώ πολύ για την επικοινωνία μας.

Εγώ σε ευχαριστώ.

Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο

Κώστας Βαρώτσος- Ο Ποιητής της Γλυπτικής : εδώ

Διαβάστε περισσότερες συνεντεύξεις: εδώ

Αποτυχημένος φοιτητής Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποτυχημένος φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Ερασιτέχνης ραδιοφωνικός παραγωγός και αρθρογράφος. Συλλέκτης βινυλίων, κόμικς και βιβλίων. Λάτρης της ινδικής κουζίνας και του κόκκινου κρασιού. Με το γράψιμο έχω μια ιδιαίτερη σχέση. Όταν γράφω θέλω η σκέψη που ξεκινάει από εμένα να ολοκληρώνεται από τον αναγνώστη...