Χρήστος Νικομάνης: «Περνούσα τα απογεύματα είτε παίζοντας στους αγρούς είτε διαβάζοντας Goosebumps (Ανατριχίλες) του R. L. Stine»

Ο Χρήστος Νικομάνης είναι o συγγραφέας του μυθιστορήματος: «Βίοι κολάσεως» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άνω Τελεία. Σημερινός καλεσμένος μας στο yourearticles για μία αποκλειστική συνέντευξη.

-Θα ήθελες να μας παρουσιάσεις τον εαυτό σου ώστε να σε γνωρίσουμε;

Ονομάζομαι Νικομάνης Χρήστος και είμαι 36 ετών, αν και όταν έγραψα το βιβλίο ήμουν 27! Είμαι απόφοιτος Δημόσιας Διοίκησης Παντείου αλλά έχω φοιτήσει και στη σχολή κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα στην οποία και ζω αλλά έχοντας περάσει όλα μου τα παιδικά καλοκαίρια σε ένα μικρό χωριό της Κέρκυρας, οι εικόνες από τη φύση σχημάτισαν τα ενδιαφέροντά μου. Άλλωστε ανήκω σε εκείνη τη γενιά τη μεγαλωμένη χωρίς κινητό τηλέφωνο, κάτι που σημαίνει ότι περνούσα τα απογεύματα είτε παίζοντας στους αγρούς είτε διαβάζοντας Goosebumps (Ανατριχίλες) του R. L. Stine.

-Tι αγαπάς, τι φοβάσαι και τι έχεις χάσει στην ζωή;

Αγαπώ εκτιμώ και θαυμάζω οτιδήποτε έχει να κάνει με τέχνη. Είτε είναι μια χορευτική παράσταση,  είτε ένας πίνακας, είτε μια θεατρική παράσταση είτε φυσικά ένα κείμενο. Μάλλον φοβάμαι ότι τελικά θα κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας μια δυστοπική κοινωνία γεμάτη ανισότητες και κακομεταχείριση. Ακούγεται απαισιόδοξο, αλλά η απαισιοδοξία δεν αποτελεί συστατικό χαρακτηριστικό του φόβου; Τι έχω χάσει…νομίζω ότι όσο μεγαλώνω αρχίζω και χάνω την υπομονή μου με κάποια πράγματα, χωρίς όμως να χάνω, κι ας ακουστεί κάπως οξύμωρο, την ψυχραιμία μου.

-Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με την συγγραφή;

Δεν αποφάσισα εγώ, η συγγραφή αποφάσισε να ασχοληθεί με εμένα. Στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού έγραφα κάτι τεράστιες εκθέσεις, δύο σελίδες και τρείς! Ένιωθα να καταπιέζομαι μέσα στα στενά όρια της μίας παραγράφου, ότι δηλαδή δεν είναι αρκετή για να χωρέσει αυτά που ήθελα να πω. Τα πρώτα μου διηγήματα τα έγραψα όταν ήμουν 8 χρόνων. Συνέχισα να γράφω σε όλη τη διάρκεια της εφηβείας και, αν θυμάμαι καλά, κοντά στα 20 έγραψα και την πρώτη μου, σχεδόν ολοκληρωμένη, νουβέλα. Πάντοτε όμως παρατούσα τα έργα μου, τα άφηνα στη μέση και στο τέλος τα πετούσα γιατί δεν μου άρεσαν. Κάποτε ξεκίνησα ακόμα ένα διήγημα το οποίο όμως μου άρεσε τόσο πολύ που δεν μπορούσα να το παρατήσω. Αυτό θα γινόταν λίγα χρόνια μετά το Βίοι Κολάσεως. Επομένως η συγγραφή πάντοτε προέκυπτε με τη μεγαλύτερη φυσικότητα, δεν θυμάμαι  ποτέ να γίνεται αντικείμενο κάποιας απόφασης την οποία πρώτα θα λάμβανα και ύστερα θα εκτελούσα.

-«Βίοι κολάσεως» το μυθιστόρημα σου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άνω Τελεία, δεν μοιάζει με συναισθηματικό μυθιστόρημα, τι θα διαβάσουμε;

Κι όμως είναι άκρως συναισθηματικό! Οι χαρακτήρες είναι κάπως πομπώδεις, νομίζω ότι λειτουργούν κυρίως με γνώμονα τα αισθήματά τους καθώς είναι περισσότερο έρμαια των παθών τους και λιγότερο κυρίαρχοι αυτών. Επίσης μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος καλύπτεται από μια ιστορία αγάπης. Στο Βίοι Κολάσεως θα διαβάσουμε πολλά και διαφορετικά πράγματα. Πρώτα θα μεταφερθούμε στην φανταστική μετά θάνατον γη και σε μια ύστερη μεσαιωνική εποχή. Για να βοηθήσω, αν σε ένα σύμπαν περίπου σαν αυτό του Game of Thrones προστεθεί μια γκόθικ αισθητική σαν αυτή του Sleepy Hollow, έχουμε μια πολύ καλή εικόνα του κόσμου στον οποίον θα διαδραματιστεί ιστορία ή μάλλον, οι ιστορίες. Θα διαβάσουμε τρία ημερολόγια, δύο ανδρών και μιας γυναίκας, στα οποία οι ίδιοι αφηγούνται την ζωή τους και τις περιπέτειές τους, έτσι όπως αυτές συμπλέκονται και επηρεάζουν η μία την άλλη, σχηματίζοντας όλες μαζί ένα μεγάλο ψηφιδωτό το οποίο, σε αδρές γραμμές, παρουσιάζει μια κεντρική ιστορία εκδίκησης. Ωστόσο οι επιμέρους ιστορίες μέσα από τις βιογραφίες των τριών ανθρώπων, οι οποίες αποτελούν τους πυλώνες στην κεντρική αυτή ιστορία, είναι που έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Δεν λείπουν σκηνές ακραίας βίας και γυμνού, τις οποίες όμως προσπάθησα να μεταχειριστώ με τρόπο προσήκοντα προς το πνεύμα του βιβλίου. Η επιδίωξή μου ήταν να υπηρετήσω ένα είδος μυθοπλασίας μάλλον κάπως σπάνιο, το οποίο μοιάζει με σύμπλεγμα φαντασίας, εποχής και τρόμου. Στο είδος φαντασίας – εποχής, το οποίο αποτελεί μάλλον σύνηθες σύμπλεγμα, εγώ προσπάθησα να προσθέσω τα σκοτεινά χρώματα ενός κλασικού τρόμου.

-Δούλεψες μόνο με την φαντασία ή διεξήγαγες και έρευνα για να γράψεις το βιβλίο;

Δούλεψα κατά 90% με τη φαντασία. Όπου όμως υπάρχει ιστορική αναφορά είναι μελετημένη. Το μεγάλο στοίχημα ήταν πώς θα πετύχω, έστω και στο περίπου, τη νοοτροπία των χαρακτήρων, τις σκέψεις τους, τις αντιδράσεις τους. Γιατί μόνο διαβάζοντας κείμενα της ύστερης μεσαιωνικής εποχής μπορεί κάποιος να νιώσει τον παλμό του κόσμου εκείνου, με επιφυλάξεις όμως, καθώς από περιοχή σε περιοχή και από αιώνα σε αιώνα υπάρχουν πελώριες διαφορές. Πάντως επειδή διάβαζα σχεδόν αποκλειστικά βιβλία του 18ου και 19ου αιώνα, είχα ένα σημαντικό έλλειμμα το οποίο επιδίωξα να καλύψω ξεκινώντας να διαβάζω τα πολύ κλασικά μεσαιωνικά λογοτεχνήματα (πχ το Δεκαήμερο του Βοκάκιου ήταν χρήσιμο).

-Ταυτίζεσαι με κάποιον από τους πρωταγωνιστές σου ή είναι όλοι ως χαρακτήρες έξω από εσένα;

Ταυτίζομαι με κάποια στοιχεία κοινά και στους τρείς. Την άρνησή τους να τα παρατήσουν, τη γενική αμφισβήτησή τους προς τα πάντα. Κατά τα άλλα όμως βρίσκονται και οι τρείς αρκετά έξω από εμένα κι αυτό είναι διασκεδαστικό. Μπορεί να τους έδωσα την πρώτη πνοή ζωής με τη δημιουργία, αλλά μετά ο καθένας χάραξε το δικό του μονοπάτι. Αυτό που λένε δηλαδή ότι τους χαρακτήρες του βιβλίου και τους πηγαίνεις αλλά και σε πηγαίνουν, είναι αλήθεια.

-Πόσο καιρό σου πήρε να γράψεις το μυθιστόρημα, τι σε δυσκόλεψε περισσότερο;

Χρειάστηκα τέσσερα χρόνια εκ των οποίων το ένα ήταν μόνο οι τελικές διορθώσεις. Ξεκίνησα περίπου το 2016 και τελείωσα το 2020. Με δυσκόλεψαν τα πάντα, θα μπορούσα να γράψω βιβλίο με αυτό το θέμα. Αν μπορούσα όμως να ξεχωρίσω ένα πράγμα, αυτό θα ήταν ο εντοπισμός του σημείου που πρέπει να πάψεις να πειράζεις το κείμενο. Θα εξηγήσω τι εννοώ. Καταρχάς το σωστό είναι να την παιδεύεις την παράγραφο και να βαδίζεις πάνω της λέξη λέξη. Να αλλάζεις σύνταξη, λεξιλόγιο, να συγκρίνεις την παράγραφο ή την περίοδο με τις προηγούμενες και με τις επόμενες για να χτίσεις μια αρχιτεκτονική, συλλήβδην να επεξεργάζεσαι το κείμενο ποικιλοτρόπως. Υπάρχει όμως ένα σημείο στο οποίο πρέπει να σταματήσεις τα πάντα, καθώς οποιαδήποτε παραπέρα αλλαγή “ξύνει” το κείμενο, του αφαιρεί γοητεία και δεν του προσδίδει. Η εύρεση αυτού του σημείου μου φάνηκε η πιο δύσκολη εργασία.

-Υπάρχουν μελλοντικά συγγραφικά σχέδια;

Υπάρχουν. Πρίν από ενάμιση χρόνο ξεκίνησα να γράφω μια νουβέλα που μου άρεσε πολύ αλλά δυστυχώς την σταμάτησα λόγω έλλειψης χρόνου. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι διατηρώ το είδος, δηλαδή μιλάμε πάλι για επιστολογραφία. Τώρα όμως υπάρχει υποχώρηση στο φανταστικό, το οποίο δεν παίζει καθοριστικό ρόλο, η εποχή είναι αρκετά νεότερη (αλλά σε καμμία περίπτωση σύγχρονη), ενώ το στοιχείο του τρόμου ενισχύεται.

-Δώσε μας και μία ευχή για το νέο έτος…

Υγεία, ομόνοια και μελέτη λογοτεχνικών βιβλίων!

-Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτήν την συνέντευξη.

Εγώ ευχαριστώ

Βίοι κολάσεως – Εκδόσεις Άνω Τελεία: εδώ

Διαβάστε περισσότερα άρθρα για βιβλία: εδώ

Ο Γιώργος Δόλγυρας γεννήθηκε στα Ιωάννινα 10.05.89. Μεγάλωσε στην Έδεσσα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στη Νομική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Σπούδασε στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ στο τμήμα Δημοσιογραφίας. Παρακολούθησε μαθήματα σκηνοθεσίας, θεάτρου και συγγραφής. Εργάστηκε σε διάφορες θεατρικές και κινηματογραφικές παραγωγές. Το 2020 εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων Τρόμου – Φαντασίας: «Σκοτεινά Φεγγάρια», η οποία κυκλοφόρησε από τις «Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή». Αρθρογραφεί επίσης στον ιστότοπο πολιτισιμού: culturepoint.gr.