Έλενα Χουσνή: «Ο Τέταρτος Τοίχος είναι μια ιστορία αντίστασης και υποταγής»

Έλενα Χουσνή η καλεσμένη μας στο yourearticles για να γνωρίσουμε την ίδια καθώς και το νέο της αστυνομικό μυθιστόρημα «Τέταρτος Τοίχος» από τις εκδόσεις Κύφαντα.

-Αρχικά θα θέλαμε να σας γνωρίσουμε, θα μοιραστείτε κάποια πράγματα για εσάς;

Δύσκολο να μιλά κανείς για τον εαυτό του. Καταρχήν γιατί το να στηθείς μπροστά στον καθρέφτη είναι μια επώδυνη διαδικασία που δεν ολοκληρώνεται ποτέ και κατά δεύτερον γιατί νομίζω ότι κανείς στερείται το τεκμήριο της αντικειμενικότητας όταν μιλά για τον εαυτό του, κινδυνεύοντας είτε να φανεί πολύ επιεικής είτε δυσανάλογα αυστηρός. Δυό τρία βιογραφικά στοιχεία μου λοιπόν. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε αγροτική οικογένεια στην Πέλλα. Αυτό με καθόρισε σε μεγάλο βαθμό γιατί έζησα την αγωνία της επιβίωσης που μπορεί να εξαρτάται από ένα πεντάλεπτο χαλαζιού που θα σε καταστρέψει. Αυτή η αγωνία με σημάδεψε. Η γη, όμως, εξακολουθεί να είναι κάτι που αγαπώ και σέβομαι βαθειά. Αγαπώ τους ανθρώπους που αντέχουν να χαρίζουν χαμόγελα, που έχουν χιούμορ, που αντιστέκονται στην εύκολη κριτική και όσους καταφέρνουν να αντιμετωπίζουν την ζωή ως μια κινούμενη άμμο που όμως δεν σε καταπίνει αλλά μπορεί να σε κάνει μαχητή. Επίσης αγαπώ τις σοκολάτες, τις σβούρες, τα ταξίδια με τρένο και πλοίο. Δεν κουράζομαι εύκολα, είμαι ατυχώς πολύ συγκεντρωτική, πολλές φορές ξεχνώ να χαλαρώνω και να ζω την στιγμή και βασανίζομαι από διαρκή ανάγκη για ταχύτητα που με εξουθενώνει και εξουθενώνει τους γύρω μου. Νομίζω ότι αυτά είναι αρκετά για μια πρώτη σύσταση!

-Υπάρχουν κάποιοι αγαπημένοι συγγραφείς και έργα από τους οποίους έχετε επηρεαστεί;

Πάρα πολλοί συγγραφείς και πάρα πολλά βιβλία έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην αναγνωστική αλλά και την μικρή συγγραφική μου πορεία. Και ξέρετε, αυτό είναι κάτι μη στατικό, αλλάζει με τα χρόνια γιατί για έναν συστηματικό αναγνώστη αλλάζουν τα δεδομένα, οι απαιτήσεις και ακόμη και τα γούστα. Κάνοντας όμως μια αναδρομή θα αναφερθώ στην μεγάλη επιρροή που είχαν σε μένα, αρχικά ως άνθρωπο, τα αναγνώσματα της εφηβείας και των φοιτητικών χρόνων. Μπουκόφσκι, Ιονέσκο, Μπορίς Βιαν, Καρυωτάκης, Καραγάτσης, Τσέχωφ. Αργότερα μια τεράστια αγάπη που δεν έχει αλλάξει με τα χρόνια για τον Κάφκα, τον Καμύ και ακόμη περισσότερο τον Μπέκετ. Αγαπώ τον Ελρόι, τον Μπουλγκάνοφ, τον Μπαλζάκ. Και πολλούς, πολλούς ακόμη. Τώρα που το σκέφτομαι όλα αυτά τα ονόματα μπορεί να μοιάζουν σαν έναν άναρχο συνονθύλευμα τόσο διαφορετικών διαβασμάτων. Όμως τελικά δεν είναι ποτέ ένας ο δρόμος που μας επηρεάζει. Όπως και στην ζωή, για να διαλέξουμε, θα πρέπει να έχουμε λιώσει παπούτσια σε πολλούς, πολλούς δρόμους. Και αυτό δεν τελειώνει ποτέ, όπως σας είπα.

-Μπορεί η λογοτεχνία να κάνει τον κόσμο καλύτερο;

Όχι. Μπορεί όμως να κάνει καλό στους ανθρώπους. Αυτό το πιστεύω βαθειά. Είτε ως ψυχαναλυτική διαδικασία είτε ως ένα μέσο εκτόνωσης της πίεσης, είτε ακόμη και ως ψυχοθεραπευτικό βήμα αφού μπορεί να ξεστρατίσει το μυαλό από την ομίχλη της καθημερινότητας που καμία φορά είναι τόσο πυκνή που μπορεί να σε διαλύσει. Η λογοτεχνία είναι μια προσομοίωση της ζωής αλλά χρησιμοποιεί οικοδομικά υλικά πολλών τύπων. Και εννοώ ότι μπορεί να φτιάχνει εξ αρχής κόσμους, μπορεί να φτιάχνει συνθήκες, ήρωες, καταστάσεις, μπορεί να γκρεμίζει κόσμους με ευκολία και να τους ξαναστήνει επίσης με ευκολία. Κι όταν λέω με ευκολία εννοώ ότι αυτός που γράφει δεν έχει παρά έναν περιορισμό και μόνο. Να αφηγηθεί μια ιστορία που να έχει ενδιαφέρον. Τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει είναι άπειρα. Αλλά τελικά τα θέματα για τα οποία θα μιλήσει, όποια ιστορία και αν επιλέξει να αφηγηθεί σχεδόν δεν έχουν αλλάξει ποτέ από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Τι αλλάζει; Η ματιά. Η κοινωνική σύμβαση. Το αξιακό σύστημα. Τα στερεότυπα. Σε κάθε περίπτωση η λογοτεχνία δεν έρχεται να λύσει προβλήματα. Να τα επισημάνει ναι, να φωτίσει ενδεχομένως κάποιες συνθήκες. Αλλά ως εκεί. Αν «αναθέσει» στον εαυτό της τέτοιο ρόλο τότε φοβάμαι ότι θα κινδυνεύσει να γίνει κάτι άλλο. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να βάζει ερωτήματα. Σε καμία περίπτωση να υπαγορεύει απαντήσεις.

-Τι σας ενέπνευσε για να γράψετε το τελευταίο σας βιβλίο;

Η ζωή όπως εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια . Το διαρκές άγχος για έναν κόσμο που αλλάζει τόσο γρήγορα που μας εξουθενώνει. Οι σχέσεις των ανθρώπων που μετατρέπονται σε φούσκες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο επινοημένος εαυτός μας και η επινοημένη βιογραφία μας που την περιφέρουμε σε ένα ηλεκτρονικό κόσμο, αρνούμενοι να ασχοληθούμε στην πραγματικότητα με όσα μας πληγώνουν. Η ευκολία στην καταδίκη του άλλου, η απουσία ανοχής στο διαφορετικό. Και κάτω από αυτή την πολύ βαριά «ομπρέλα» το πώς μπορεί ένας άνθρωπος που θέλει να υπηρετήσει την τέχνη του, εν προκειμένω την συγγραφή, να μην υποκύψει στην ευκολία;

-Ήταν εύκολος ο δρόμος μέχρι την έκδοση του πρώτου σας βιβλίου, αλλά και μετέπειτα;

Γράφω από πολύ μικρή. Ακούγεται κοινότοπο αλλά έτσι συμβαίνει συνήθως. Ποτέ μου δεν θεώρησα τα γραπτά μου κάτι άξιο έκδοσης. Αυτό συνέβαινε για πολλά χρόνια. Έγραφα και καταχώνιαζα. Κάποια στιγμή με παρότρυνση ενός φίλου έστειλα κείμενά μου σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Εξεπλάγην από το γεγονός ότι έπαιρναν διακρίσεις. Όταν τελικά αποφάσισα να αποστείλω σε εκδοτικούς οίκους ήμουν αρκετά τυχερή. Γιατί το πρώτο μου κιόλας μυθιστόρημα εκδόθηκε. Από το δεύτερο μέχρι και σήμερα που μετρώ το όγδοο είμαι στις εκδόσεις «ΚΥΦΑΝΤΑ». Μια εκδοτική στέγη που αγαπώ, με έναν εκδότη, τον Γιάννη Χουτόπουλο, εξαίρετο που μ` έχει αγκαλιάσει και νιώθω ότι ακόμη και όταν διαφωνούμε, αυτό γίνεται καλόπιστα και με αγάπη. Επομένως ανήκω στους τυχερούς.


-Ποια είναι τα σημαντικότερα στοιχεία που πρέπει να έχει ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα;

Δεν θα κάνω την διάκριση μεταξύ αστυνομικού και μη αστυνομικού. Για μένα κάθε μυθιστόρημα πρέπει για να θεωρηθεί καλό είναι να είναι συνεπές στον εαυτό του και έντιμο απέναντι στους αναγνώστες του. Να είναι καλοδουλεμένο, να έχει μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί, με τα εκφραστικά μέσα που της ταιριάζουν, με ήρωες ενδιαφέροντες, με συνοχή, με ρυθμό. Μαγικές λύσεις και φόρμουλες δεν υπάρχουν. Είναι ατελείωτες οι ιστορίες που είναι εξαιρετικές. Σε όλες όμως θεωρώ ότι τα κοινά χαρακτηριστικά είναι ο καλοδουλεμένος μύθος, οι καλά χτισμένοι χαρακτήρες και αυτό το «σουέλ» το βουβό και παραπλανητικό κύμα που σε υπνωτίζει μαγικά. Στο αστυνομικό βέβαια σαφώς χρειάζονται και άλλα στοιχεία. Οι ανατροπές, οι ενδείξεις και αντενδείξεις, το χτίσιμο του γρίφου απαιτεί μαεστρία άλλου τύπου.

-Tι θα διαβάσουμε στο βιβλίο σας «Τέταρτος Τοίχος»;

Ελπίζω μια ιστορία που κάτι έχει να πει. Αυτή όμως είναι η δική μου ελπίδα. Νομίζω ότι αυτό που θα δείτε θα είναι το «κακό σενάριο». Εξάλλου η δυστοπία αυτό πραγματεύεται, το κακό σενάριο. Το κακό σενάριο για τον κόσμο, άρα σχεδόν νομοτελειακά και για τους ανθρώπους. Ο Τέταρτος Τοίχος είναι μια ιστορία αντίστασης και υποταγής. Επιχειρεί να περιγράψει αυτή την τραμπάλα την οποία, νομίζω ότι ζούμε όλο και πιο έντονα τα τελευταία χρόνια. Την υποταγή σε συνθήκες που μας ξεπερνούν και δεν προλαβαίνουμε ή δεν θέλουμε να αναλύσουμε και να ακτινογραφήσουμε και ταυτόχρονα την διάθεση να μην υποκύψουμε. Ένα αντιφατικό δίδυμο που μας οδηγεί σε μια συνθήκη εξοντωτική που δεν ξέρω αν μπορούμε να διαχειριστούμε και πως. Και πάντως είναι πολύ δύσκολο να την αντιμετωπίσουμε με καθαρό μυαλό και ακονισμένα τα βέλη μας την στιγμή που η καθημερινότητα μας καταρρακώνει. Αυτή είναι η αγωνία του «Τέταρτου Τοίχου». Ιδωμένη μέσα από τον κόσμο της τέχνης που αναζητά να ξαναβρεί τον εαυτό της.

-Θεωρείτε πως τα αστυνομικά μυθιστορήματα έχουν απήχηση σε μεγάλο μέρος των αναγνωστών; Τί έχει δείξει η εμπειρία σας;

Απολύτως. Εξάλλου αυτό είναι κάτι που καταγράφεται τόσο από το αριθμό των αστυνομικών που εκδίδονται στη χώρα μας και μεταφράζονται αλλά κυρίως από τις πωλήσεις και τις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού. Το αστυνομικό άργησε πολύ να αποτινάξει από πάνω του την ρετσινιά της παρα-λογοτεχνίας ή της κακής λογοτεχνίας αλλά όταν το κατάφερε, πέτυχε να κατακτήσει έναν μείζονα ρόλο και χώρο στο λογοτεχνικό στερέωμα και ειδικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες αυτό έγινε πολύ ξεκάθαρο. Βέβαια μπορεί κανείς να μιλήσει για πολλά είδη ή και «σχολές» αλλά εγώ νομίζω ότι αυτό που έκανε το αστυνομικό πιο ελκυστικό, εκτός από τα προφανή στοιχεία, δηλαδή την ίδια την δυναμική διαλεύκανσης εγκλημάτων, την ελκυστική σκοτεινιά ηρώων και καταστάσεων, και την ευφυΐα του αστυνομικού γρίφου, είναι η κατάκτηση ενός μείζονα χώρου από το άλλοτε κοινωνικό μυθιστόρημα. Το αστυνομικό έχει γίνει εν πολλοίς και κοινωνικό και αυτό του δίνει πολλές προοπτικές και δυνατότητες.

-Ποια είναι τα μελλοντικά συγγραφικά σας σχέδια;

Η αλήθεια είναι ότι αποφεύγω να κάνω σχέδια. Ποτέ δεν ξέρω τι θα είναι το επόμενο που θα γράψω. Εκείνο που με τρομάζει είναι η πιθανότητα να μην θελήσω να ξαναγράψω, δηλαδή η πιθανότητα να μην βρω μια ιστορία που θα θελήσω να αφηγηθώ. Όταν τελειώνει ένα βιβλίο, πάντα έχω ανάγκη ένα διάστημα αποσυμπίεσης. Και έχω μεγάλη λαχτάρα να διαβάσω. Πολύ, σχεδόν βουλιμικά. Συνήθως όταν έρθει η στιγμή που δεν θέλω να διαβάσω άλλο, εννοώ με τέτοιους ρυθμούς, είναι το καμπανάκι ότι μια ιστορία είναι καθ` οδόν. Βέβαια αυτό δεν γίνεται ξαφνικά. Ο συγγραφέας και όταν δεν γράφει… γράφει. Καμιά φορά ακόμη περισσότερο. Γιατί η ιστορία σχηματίζεται σιγά – σιγά. Θα δούμε λοιπόν τι και αν θα προκύψει. Στο μεταξύ με περιμένουν ατελείωτα πολύ καλά βιβλία.

Έλενα Χουσνή στο FB: εδώ

Διαβάστε περισσότερες απόψεις για βιβλία και συνεντεύξεις συγγραφέων: εδώ

Ο Γιώργος Δόλγυρας γεννήθηκε στα Ιωάννινα 10.05.89. Μεγάλωσε στην Έδεσσα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στη Νομική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Σπούδασε στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ στο τμήμα Δημοσιογραφίας. Παρακολούθησε μαθήματα σκηνοθεσίας, θεάτρου και συγγραφής. Εργάστηκε σε διάφορες θεατρικές και κινηματογραφικές παραγωγές. Το 2020 εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων Τρόμου – Φαντασίας: «Σκοτεινά Φεγγάρια», η οποία κυκλοφόρησε από τις «Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή». Αρθρογραφεί επίσης στον ιστότοπο πολιτισιμού: culturepoint.gr.