Τα μέλη μίας φτωχής οικογένειας, σε μία προσπάθεια να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες ζωής και να ξεφύγουν από την εξαθλίωση, αποφασίζουν να μετατραπούν στο υπηρετικό προσωπικό μίας άλλης, πλούσιας οικογένειας.
Υπολογίζουν προσεκτικά τις κινήσεις τους, μηχανορραφούν, εξαπατούν και αποπλανούν με τον πλέον κυνικό και ακραία ωφελιμιστικό τρόπο, έτσι ώστε να καταφέρουν να επιτύχουν τον στόχο τους.
Ο σκηνοθέτης σε παίρνει από το χέρι, σου παρουσιάζει έναν καινούριο κόσμο, μία νέα προοπτική, σου καλλιεργεί την ελπίδα για κάτι καλύτερο, σε μεθάει με την φαντασίωση του πλούτου και της άνεσης.
Και μετά σε προσγειώνει, όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι κορεάτες σκηνοθέτες: Με μία «γιορτή» ωμής βίας, που μοιάζει να εκτονώνει το βάρος της καταπίεσης ετών, της άλλοτε ηθελημένης υποδούλωσης που πλέον, ξεφεύγει από το σκοτάδι, και μέσα στο αίμα και την απελπισία, προσπαθεί να εξαγγείλει στο φως της μέρας το «respect»!
Ένα «respect» που τελικά απαντάται, μέσα στον κωμικοτραγικό παροξυσμό, με ένα βλέμμα αηδίας για την άθλια οσμή του παρακατιανού, του υποδεέστερου, του βρώμικου.
Σεβασμός και αποστροφή, μέσα σε ένα σύστημα, όπου το κοινωνικό status καθορίζει πλήρως την αξία σου ως άνθρωπο!
Αλλά ποιος είναι το παράσιτο; Εκείνος που, έχοντας χάσει τα πάντα, αποφασίζει να μεταμορφωθεί σε μία απρόσωπη δουλική ύπαρξη, και να αφοσιωθεί στην άσκηση της σιωπηλής υποταγής σε έναν αφέντη που ούτε καν τον γνωρίζει, αποδίδοντας έτσι, κάποιου είδους τιμή; Εκείνος που, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τη μιζέρια του, εχθρεύεται τον προηγούμενο, προσπαθώντας να τον αποκόψει ολοκληρωτικά από τα μηδαμινά προνόμια που απολαμβάνει, ζώντας μία ζωή στην ανυπαρξία, έτσι ώστε να έρθει πιο κοντά στην ικανοποίηση της δικής του φαντασίωσης; Ή εκείνος που κουνάει ένα κομμάτι ψωμί για το οποίο, χωρίς καν να το έχει αντιληφθεί, άνθρωποι βυθίζονται στην απελπισία, στο μίσος, στη βία;
Από: «Turritopsis Nutricula»