Συνέντευξη με την Λήδα Ρουμάνη: «Ερχόμαστε μόνοι και μόνοι φεύγουμε. Στο πέρασμά μας όμως είναι σημαντικό να έχουμε γερές, σταθερές σχέσεις»

Σταθερή συνεργάτιδα της Ελευθερίας Αρβανιτάκη εδώ και μία εικοσαετία. Στιχουργός με διαχρονικές δημιουργίες όπως το Πάρε Με Αγκαλιά Και Πάμε και το Κρύβομαι Στο Αντίο αλλά και λυρικά κομμάτια της ψυχής της όπως το Σε Ευθεία Γραμμή με την Γιώτα Νέγκα και οι Δυο Ζωές ντουέτο της Ελευθερίας Αρβανιτάκη με τον Γιάννη Κότσιρα. Εγκάρδια, ανοιχτή και συνειδητοποιημένος άνθρωπος. Αφορμή της συνάντησής μας είναι η πρόσφατη κυκλοφορία της δισκογραφικής δουλειάς της Ελευθερίας Αρβανιτάκη που τιτλοφορείται Τα Μεγάλα Ταξίδια σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη και δικούς της στίχους. Σήμερα στο Your e-articles φιλοξενείται η Λήδα Ρουμάνη.

-Μεγάλωσες στον Ορχομενό. Ποιες είναι οι αναμνήσεις σου;

Ζεστασιά, ασφάλεια, γιορτές και ξεγνοιασιά. Εφηβικά όνειρα, αθωότητα και αμφισβήτηση. Οικογενειακές γιορτές, φασαρία και γλέντια. Το Πάσχα στην πλατεία, το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν στο σπίτι μου που ήταν κάτι σαν θεσμός και φίλοι αγαπημένοι με κάποιους από τους οποίους έχουμε ακόμα σχέσεις ουσιαστικές. Κι απ’ την άλλη, ένα αίσθημα ότι δε με χώραγε ο τόπος. Μου άφηνε ανικανοποίητα πολλά «θέλω» μου. Τον έβλεπα στενό, μικρό. Ανυπομονούσα να έρθει το καλοκαίρι να φύγω για την Κρήτη, όπου περνούσα ανελλιπώς τα καλοκαίρια μου με ή χωρίς την οικογένεια στο σπίτι των παππούδων μου μιας και η μητέρα μου ήταν Χανιώτισσα. Η Κρήτη είχε άλλα ανοίγματα. Μου έδινε άλλους ορίζοντες και με γέμιζε αλλιώς. Ήταν διαφορετικοί οι άνθρωποι εκεί. Λάτρευα και λατρεύω την θάλασσα κι εκεί είχα άλλη ψυχολογία. Ανυπομονούσα και για τα σαββατοκύριακα που περνούσα στο σπίτι της θείας μου στην Αθήνα στην διάρκεια του σχολικού έτους. Ήταν οι βόλτες στα θέατρα και στα μουσεία που μου έλειπαν στο χωριό. Ευγνωμονώ τους γονείς μου για την ανοιχτή τους ματιά και για το ότι με έσπρωχναν στους τρόπους και τους τόπους που με γαλήνευαν πέρα από τα όρια της επαρχίας που με ζόριζαν.

-Έχεις σπουδάσει ψυχολογία στην Αγγλία. Με ποιο τρόπο διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία σου οι σπουδές;

Ήταν οι σπουδές στην Αγγλία σε συνδυασμό με το αντικείμενο που έπαιξαν πολύ μεγάλο ρόλο για μένα. Ο στόχος ήταν υψηλός για τα τότε δεδομένα της κοινωνίας στην οποία μεγάλωνα. Δεν έφυγα γιατί δεν πέρασα στο πανεπιστήμιο στην Ελλάδα όπως γινόταν τότε κατά κύριο λόγο. Έφυγα από επιλογή και στόχευσα σε κάτι που θα με πήγαινε μπροστά. Και με πήγε μπροστά, παρόλο που τότε δεν το πολυκαταλάβαινα. Εννοώ, όταν ήμουν στη διαδικασία των σπουδών. Τότε, οι υποχρεώσεις και η ρουτίνα σε έτρωγαν. Τώρα όμως συνειδητοποιώ τι μου έδωσαν αυτές οι σπουδές και πόσο πολύτιμες είναι, παρόλο που δεν ασχολήθηκα με την ψυχολογία αυτή καθ’ εαυτή επαγγελματικά. Θυμάμαι τη μέρα που έφευγα από το χωριό με την μαμά μου για την Αγγλία. Ένιωθα σπουδαία μαζί με το φόβο και είπα μέσα μου: «Φεύγω και δε θα ξαναγυρίσω εδώ να ζήσω ό,τι και να γίνει. Θα έρχομαι μόνο να βλέπω τους δικούς μου και θα φεύγω πάλι.» Και έτσι έγινε.

-Τι σημαίνει για σένα η μουσική;

Ανάσα, παρέα, δύναμη, λύτρωση. Διέξοδος, δημιουργία, ξεφάντωμα και δάκρυ. Μπορείτε να φανταστείτε τον κόσμο μας χωρίς μουσική; Εγώ όχι.

-Ποια είναι τα μουσικά σου ακούσματα;

Πολλά – αλήθεια – και είμαι και με τις φάσεις μου. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που άκουγε πολλή μουσική, κυρίως η μαμά μου. Μας θυμάμαι να ακούμε Θεοδωράκη και Λοΐζο, Χαρούλα και Νταλάρα, Μπιθικώτση και Φαραντούρη. Είχε και μια μεγάλη συλλογή με βινύλια από soundtracks η μαμά μου και όταν την ανακάλυψα τρελάθηκα. Επίσης, τρελάθηκα όταν έβαλα να ακούσω τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου Χατζιδάκι. Κεραυνοβόλος έρωτας που διαρκεί ακόμα. Θα πω ότι το πρώτο βινύλιο που αγόρασα με το χαρτζιλίκι μου ήταν το Joshua Tree των U2 το 1987 και το δεύτερο το Κοντραμπάντο της Ελευθερίας την ίδια χρονιά, γιατί είχα τρελαθεί με αυτή την πολύ ιδιαίτερη φωνή που είχα ακούσει σε ένα δισκάδικο στην Λιβαδειά. Από το 1987 και μετά όλα μου τα χαρτζιλίκια πήγαιναν σε δίσκους και βιβλία. Άκουγα κυρίως ξένη μουσική. Doors, Nirvana, Pink Floyd, τέτοια. Αλλά πάντα κι όπου ήμουν είχα και Χατζιδάκι. Από ελληνικά, άκουγα μόνο Ελευθερία και στα χρόνια τα φοιτητικά ξεκίνησα να ακούω Μάλαμα. Είμαι πιστή και στους δύο από τότε, αν και έχω ακούσει πολλή μουσική πια κι αγαπώ πολλούς καλλιτέχνες. Λατρεύω την κλασσική μουσική και την κινηματογραφική επίσης. Έχω μεγάλη συλλογή από soundtracks. Και γενικά η σχέση μου με την μουσική και το τραγούδι εξελίσσεται και απλώνει διαρκώς.

Πιστεύεις στο ταλέντο;

Σαφέστατα! Αλλά δεν αρκεί. Χρειάζεται πολλή δουλειά και σωστή διαχείριση. Αλλιώς, μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και καταστροφικά.

-Τι αποτελεί έμπνευση;

Τα πάντα. Αυτό συμβαίνει σε μένα τουλάχιστον. Είναι οτιδήποτε με συγκινεί, που στη θέα ή το άκουσμά του θα νιώσω ένα ρίγος, μια ανατριχίλα. Είναι επίσης πολλές φορές η ανάγκη να μιλήσεις για πράγματα που σκέφτεσαι και σε βασανίζουν ή πράγματα που σου δίνουν μεγάλη χαρά και θέλεις να μοιραστείς το φως που παίρνεις από αυτά. Οι άνθρωποί μας είναι έμπνευση, οι βόλτες μας είναι έμπνευση, τα μεθύσια μας είναι έμπνευση. Τα παρατημένα σπίτια, αλλά και τα γεμάτα είναι έμπνευση.

-Πότε γράφεται ένα σπουδαίο τραγούδι;

Δεν ξέρω πότε γράφεται ένα σπουδαίο τραγούδι, αλλά ξέρω ότι ένα τραγούδι είναι σπουδαίο, όταν καταφέρνει να αγγίξει κι άλλους ανθρώπους. Εκτός από τους δημιουργούς εννοώ. Όταν το παίρνεις παρέα στις βόλτες σου, όταν νιώθεις ότι μιλάει για σένα. Τότε γίνεται σπουδαίο ένα τραγούδι. Κι αν μιλάμε για μεγάλα τραγούδια θα σου πω ότι μιλάμε για τραγούδια που έχουν νικήσει το χρόνο, τη γενιά τους και εξακολουθούν να συγκινούν.

-Συνεργάζεσαι με την Ελευθερία Αρβανιτάκη για 20 ολόκληρα χρόνια. Τι συναισθήματα υπάρχουν μέσα σου για αυτή τη κοινή διαδρομή τόσων χρόνων;

20 χρόνια… Κι εγώ δυσκολεύομαι να το πιστέψω ότι μιλάμε για τέτοια διάρκεια. Ξεκίνησαν αλλιώς κι εξελίχθηκαν αλλιώς τα πράγματα και με έναν τρόπο που δεν το είχα φανταστεί. Βρέθηκα εντελώς τυχαία δίπλα σε μια σπουδαία καλλιτέχνιδα που διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την μουσική μου αισθητική εκτός από την «παρέα» που μου έκανε για χρόνια. Νιώθω ευγνωμοσύνη προς το σύμπαν που συνωμότησε, για να συναντηθούμε. Στην Ελευθερία, που με επέλεξε για συνεργάτιδα και για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε ακόμα κι όταν εγώ δεν έβλεπα τα πατήματα και τις δυνάμεις μου. Νιώθω τυχερή. Και στ’ αλήθεια, μετά από 20 χρόνια έχω ακόμα όρεξη και πείσμα! Νιώθω πολύ δημιουργική δίπλα της κι αυτό είναι και κάτι που μου το βγάζει η ίδια η Ελευθερία. Είναι σπουδαία καλλιτέχνιδα η Αρβανιτάκη. Είναι σπουδαία γυναίκα και φίλη η Ελευθερία.

-Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά στοιχεία σε μια τέτοια μακροχρόνια συνεργασία;

Δε θέλω να μιλήσω για αρνητικά, γιατί στην ουσία δεν υπάρχουν αρνητικά. Όταν είσαι 20 χρόνια με έναν συνεργάτη, γίνεσαι σχεδόν οικογένεια. Εν τω μεταξύ, δεν έχουμε και εντάσεις μεταξύ μας, παρόλο που μπορεί να διαφωνούμε. Γίνονται όλα αρμονικά. Έχει μια σοφία η Ελευθερία κι έχει τον τρόπο να καλμάρει τις εντάσεις που είναι περισσότερο δικό μου χαρακτηριστικό. Δεν είναι τυχαίο μετά από 20 χρόνια ότι συγκινούμαι ακόμα όταν τραγουδάει. Όταν δηλαδή κάνω διαλείμματα αποσυμπίεσης από την επαγγελματική διαδικασία διεκπεραίωσης ενός λάιβ που – κακά τα ψέματα – έχει και κούραση και ρουτίνα, που με λαχτάρα σκέφτομαι τα επόμενα βήματα και θέλω αυτό να έχει μια ωραία ιδέα από πίσω και μια αισθητική σε όλα τα επίπεδα. Επίσης, είναι πολύ ανακουφιστικό να ξέρεις ότι μπορείς να μοιραστείς μια αγωνία, μια δυσκολία με τον συνεργάτη σου. Εκεί που μπορεί να σκοτεινιάσεις, ο άλλος να είναι εκεί να σου ανάψει το φως. Αυτά νιώθω μετά από 20 χρόνια.

-Διαχωρίζεις τον άνθρωπο «Ελευθερία» από την συνεργάτιδα «Αρβανιτάκη»;

Νομίζω αυτό το απάντησα ήδη. Και μερικές φορές – αλήθεια – όταν σκέφτομαι ότι μιλάω στην Ελευθερία Αρβανιτάκη ξεδιπλώνεται ακόμα περισσότερο το μεγαλείο της. Δεν κομπάζει η Ελευθερία. Δε θεωρεί ότι είναι το κέντρο του κόσμου. Έχει μια απλότητα στον τρόπο που συμπεριφέρεται και μια ταπεινότητα. Γι’ αυτό και είναι σπουδαία.

-Και κάπως έτσι φτάσαμε στα Μεγάλα Ταξίδια που κυκλοφόρησαν πρόσφατα. Σε ερμηνεία Ελευθερίας Αρβανιτάκη, μουσική Θέμη Καραμουρατίδη και δικούς σου στίχους. Πώς προέκυψε αυτή η συνύπαρξη;

Με τον Θέμη γνωριστήκαμε πριν 9 χρόνια. Τον πήρα τηλέφωνο, του είπα είμαι η Λήδα Ρουμάνη, έχω ένα στίχο που θα ήθελα να στον στείλω και να φτιάξουμε κάτι για την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ήταν το Πόσα περάσαμε. Ξεκίνησε μια όμορφη σχέση με τον Θέμη. Φτιάξαμε κι άλλα κομμάτια μαζί για τον δίσκο της Ελευθερίας 9+1 Ιστορίες που κυκλοφόρησε το 2015 κι δενόμασταν όλο και περισσότερο όσο περνούσε ο χρόνος. Δουλέψαμε μαζί και στον πρώτο τους δίσκο με την Γιώτα Νέγκα. Γράψαμε και το Αγάπα Με Και Πούλα Με για την Μελίνα Κανά. Τον θαυμάζω. Είναι δαιμόνιος, ευφυής και απίστευτα ταλαντούχος. Σέβομαι την ματιά και την αισθητική του. Τον αγαπώ και ως φίλο. Είναι εκεί όταν πρέπει. Νιώθω τυχερή που ήρθε στη ζωή μου και η σχέση μαζί του είναι πολύ κεντρική για μένα. Εκτός από την δική μας σχέση άρχισε από τον προηγούμενο δίσκο και μια σχέση των τριών μας, εννοώ με την Ελευθερία μαζί. Κι έτσι ένα μεσημεροαπόγευμα που τρώγαμε παρέα στο Παγκράτι ο Θέμης μάς πρότεινε να κάνουμε ένα δίσκο οι τρεις μας. Πρόταση που η Ελευθερία αγκάλιασε με την μία. Πιο δύσκολη ήμουν εγώ, γιατί δεν πίστευα ότι θα τα καταφέρω. Αλλά εκεί με στήριξαν πολύ και οι δύο και τους ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου! Τους το έχω πει. Τόσο απλά έγιναν τα πράγματα.

Φωτογραφία: Κοσμάς Κουμιανός

-Με ποια διαδικασία χτίστηκε κομμάτι κομμάτι ο δίσκος;

Με μια αγαπησιάρικη κι αφοσιωμένη στον στόχο διαδικασία. Στην αρχή, βέβαια, είχαμε πει να κάνουμε έναν λαϊκό δίσκο, πράγμα που με άγχωνε ακόμα περισσότερο. Ύστερα όμως φτιάξαμε τα Μεγάλα Ταξίδια και, επειδή θέλαμε πολύ να είναι μέσα στον δίσκο, είπαμε ότι ο προσανατολισμός δεν γίνεται να είναι αυστηρά λαϊκός και άνοιξε το πράγμα. Είχαμε χρόνο και ελευθερία – από την Ελευθερία – να δουλέψουμε, να δοκιμάσουμε, να της προτείνουμε πράγματα. Το έχω ξαναπεί ότι ο Θέμης είναι ο αγαπημένος πρώτος αναγνώστης των γραπτών μου ασυζητητί. Δουλεύαμε μαζί, κάναμε παρατηρήσεις ο ένας στον άλλον και μετά παρουσιάζαμε στην Ελευθερία το αποτέλεσμα. Φυσικά και κάποια στιγμή έχοντας πια φτιάξει και διαλέξει τα 7 τραγούδια του δίσκου μπήκαμε στην σκέψη του τι έχουμε και τι δεν έχουμε και φτιάξαμε τα δύο τελευταία κομμάτια. Η τελευταία προσθήκη στον δίσκο πάντως ήταν ο Δραπέτης.

-Τι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό σου, όταν έγραφες τους στίχους και όταν μετέπειτα έβλεπες να παίρνουν σάρκα και οστά από τη μουσική του Θέμη και τη φωνή της Ελευθερίας;

Οι σκέψεις αποτυπώθηκαν στο χαρτί ή στην οθόνη του κινητού μου – κυρίως εκεί δηλαδή. Δεν έχω να πω κάτι άλλο γι’ αυτό. Η πρώτη μεγάλη συγκίνηση έρχεται πάντα με το που λαμβάνω το ντέμο από τον Θέμη που είναι πάντα πιάνο – φωνή σε πρώτη φάση. Εκεί είναι που θα πρωτοσυγκινηθώ και που θα ανατριχιάσω. Κι όταν δεν γίνει αυτό – που συμβαίνει λιγότερο συχνά – θα πω αν κάτι δε μου κουμπώνει, δεν μου ταιριάζει. Μετά περνάμε την αγωνία του να αρέσει κατ’ αρχάς στην Ελευθερία – άγχος μεγάλο όσο κι αν πιστεύουμε ένα τραγούδι – και βέβαια όταν το δοκιμάζει πια και του δίνει την δική της εκδοχή, εκεί σκάει το χαμόγελο, έρχεται μια γλύκα. Δεν ξέρω αν το περιγράφω σωστά… Είναι πολύ ξεχωριστό συναίσθημα. Μετά η διαδικασία του στούντιο, εκεί που γίνεται η οριστική καταγραφή είναι επίσης μια άλλη διαδικασία. Έχει άλλη αγωνία κι άλλη ικανοποίηση όταν λες «το ‘χουμε».

-Ποιο είναι το πιο αντιπροσωπευτικό σου τραγούδι μέσα στο δίσκο;

Είναι στιγμές από όλα τα τραγούδια του δίσκου που είναι αντιπροσωπευτικά μου και καθρεφτίζουν στιγμές, σκέψεις και φάσεις μου. Θα σου έλεγα ότι το πιο αγαπημένο μου τραγούδι είναι τα Μεγάλα Ταξίδια που έδωσε και τον τίτλο του άλμπουμ και που είναι για μένα ένα βαθύ και ουσιαστικό τραγούδι γύρω από το θέμα του ταξιδιού μας σε αυτή τη ζωή. Το πιο δικό μου τραγούδι θα σου έλεγα όμως ότι είναι το Κλειδί.

-Πότε ένιωσες τελευταία φορά να αρχίζει η ζωή από την αρχή;

Πριν μερικές μέρες αφότου γεννήθηκε η κόρη της αδερφής μου. Πάντα ο ερχομός ενός παιδιού δίνει ελπίδα, είναι κινητήριος δύναμη. Έτσι είχα νιώσει κι όταν είχα γεννήσει την κόρη μου.

-Έχεις πει ποτέ τα μεγάλα σου τα «όχι»;

Ναι, βέβαια. Αλλά ήταν «ναι» σε μένα. Κι εννοείται δεν τα μετάνιωσα όσο κι αν με βασάνισαν.

-Συνάντησες τέρας που να το αγαπάς, να σε τρώει και να μη χορταίνει;

Προσωπικά όχι, αλλά το έζησα από κοντά. Στο συγκεκριμένο τραγούδι το τέρας είναι η εξάρτηση από ουσίες κι είναι εμπνευσμένο από αληθινή ιστορία. Τέρας όμως είναι ο εθισμός γενικότερα είτε πρόκειται για ουσίες είτε για ιδέες είτε για συνήθειες είτε ακόμα και για ανθρώπους.

-Τι είναι λιμάνι και πατρίδα;

Το λιμάνι έχει φάρο. Είναι εκεί που η πυξίδα δείχνει τον προορισμό. Είναι εκεί που αράζεις και ηρεμείς. Η πατρίδα είναι εκεί που νιώθεις ζεστά και με ασφάλεια, είναι οι άνθρωποί σου. Είναι σπουδαίο να βρίσκεις λιμάνι και πατρίδα. Κάποιοι δεν το καταφέρνουν ποτέ.

-Για ποιο λόγο ένας άνθρωπος να ζητάει όλου του κόσμου τις προσευχές;

Γιατί θέλει κάτι τόσο πολύ που επικαλείται όλου του κόσμου τις προσευχές να ενωθούν με την δική του.

-Φοβάσαι τις μνήμες;

Τις αγαπώ. Ενίοτε ζω και μ’ αυτές με την έννοια του ότι χωρίς τις μνήμες μας – άρα και τις σταθερές μας – δεν ξέρουμε πού πατάμε και πού πηγαίνουμε. Φοβάμαι τις μνήμες που γίνονται βαρίδια και μας δυσκολεύουν στο βάδισμα. Φοβάμαι τις μνήμες που στοιχειώνουν το μυαλό και δε σ’ αφήνουν να πας παρακάτω.

-Έχεις υπάρξει δραπέτης από τη μοίρα σου;

Ναι, το τόλμησα και δεν έχασα. Ρίσκο σημαίνει δραπετεύω από το αναμενόμενο και ναι, ρίσκαρα. Ευτυχώς το τόλμησα, παρ’ όλο που είμαι ανασφαλής εκ βαθέων.

-Στην αλήθεια σκορπάς τον πόνο σου σε ευθύνες;

Έχω περάσει από αυτή την φάση, ναι. Υπήρξε διέξοδος η ανάληψη ευθυνών κι αυτό που λέμε «πήξιμο στη δουλειά». Κάποια στιγμή όμως ξεθολώνεις, παίρνεις τη ζωή στα χέρια σου και πας μπροστά. Έτσι συνέβη και με μένα, παρόλο που το «πήξιμο» παραμένει.

-Τα μεγάλα ταξίδια πάντα τα κάνουμε μόνοι;

Ναι, ερχόμαστε μόνοι και μόνοι φεύγουμε. Στο πέρασμά μας όμως είναι σημαντικό να έχουμε γερές, σταθερές σχέσεις. Γιατί «δεν έγινε ο κόσμος για να ‘μαστε μόνοι».

-Τι σου έρχεται στο μυαλό, όταν λες το όνομα «Λήδα Ρουμάνη»;

Αλήθεια, αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω εγώ. Πρέπει να ρωτήσετε τους φίλους μου και τους ανθρώπους που με ζουν.

-Λήδα, σε ευχαριστώ πολύ για την επικοινωνία μας.
Και εγώ σε ευχαριστώ.

Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο

Επιμέλεια συνέντευξης: Ευγενία Κελαράκου

Αποτυχημένος φοιτητής Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποτυχημένος φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Ερασιτέχνης ραδιοφωνικός παραγωγός και αρθρογράφος. Συλλέκτης βινυλίων, κόμικς και βιβλίων. Λάτρης της ινδικής κουζίνας και του κόκκινου κρασιού. Με το γράψιμο έχω μια ιδιαίτερη σχέση. Όταν γράφω θέλω η σκέψη που ξεκινάει από εμένα να ολοκληρώνεται από τον αναγνώστη...