Η ρέγκε αναπτύχθηκε με επίκεντρο την Τζαμάικα το 1960, αλλά κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να εξελιχθεί σε κυρίαρχο είδος στην τζαμαϊκανή μουσική σκηνή, ενώ παράλληλα διαδόθηκε διεθνώς με αξιοσημείωτη απήχηση στην Βρετανία, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και στην Αφρική. Αποτελεί ένα μείγμα πολυάριθμων μουσικών επιρροών προερχόμενων από τις πρώτες μορφές της Τζαμάικας, της Καραϊβικής, της Βόρειας και της Λατινικής Αμερικής. Οι ρίζες της ανιχνεύονται στο παραδοσιακό είδος που ονομάζεται mento (μια λαϊκή και εορταστική μουσική συνδεδεμένη με τον χορό, που αναπτύχθηκε στο περιβάλλον των αγροτικών πληθυσμών της Τζαμάικα) και χρονολογείται στα τέλη του 19ου, καθώς και στο είδος του ska (μια ρυθμική και χορευτική μουσική που αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄50 με χαρακτηριστικό ρυθμό 4/4, παρόμοιο με εκείνο του κλασικού rhythm and blues). Με την πάροδο των χρόνων ενσωματώθηκαν σε αυτήν το νεοαφρικάνικο στιλ, η ψυχή, ο ρυθμός και τα μπλουζ της Βόρειας Αμερικής, μετατρέποντας το Ska σε Rock Steady και μετά σε Reggae (ρέγκε).
Στα πρώτα χρόνια της εμφάνισής της είχε κυρίως τοπικό χαρακτήρα, ένα μικρό μόνο δείγμα των εκπροσώπων της (κυρίως των Τζίμι Κλιφ και Ντέσμοντ Ντέκερ) ακουγόταν σε ραδιοφωνικούς σταθμούς εκτός της χώρας, ενώ περιστασιακά προβάλλονταν στην Αμερική και στην Ευρώπη. Στη δεκαετία του ’70 άρχισε να διαδίδεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, κυρίως μέσω Τζαμαϊκανών μεταναστών, αλλά και των εγχώριων μουσικών. Ο Μπομπ Μάρλεϊ ήταν ο ηγέτης του συγκροτήματος The Wailers και αποτέλεσε έναν από τους δημοφιλέστερους καλλιτέχνες του είδους παγκοσμίως.
Ήταν σημαντική η συνεισφορά του στη διάδοσή της στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε πολλές ακόμα χώρες του κόσμου. Υπήρξε καινοτόμος στην ρέγκε, καθώς επιτάχυνε ελαφρά το ρυθμό της, χρησιμοποιώντας ενισχυμένες ροκ και μπλουζ κιθάρες, καθώς και ένα φωνητικό γκόσπελ τρίο (I-Threes). Επιπλέον, το συγκρότημά του ενσωμάτωσε στοιχεία από παραδοσιακούς αφρικανικούς και τζαμαϊκανούς ρυθμούς, όπως και από τους τελετουργικούς τυμπανισμούς που αποτελούσαν μέρος της μουσικής παράδοσης του κινήματος των ΡΑΣΤΑΦΑΡΙ (είναι θρησκευτικό και πολιτικό κίνημα που συνδυάζει στοιχεία του προτεσταντισμού με το μυστικισμό και μία παναφρικανική πολιτική συνείδηση, θεοποιεί τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ και εξυψώνει την χρήση της ganja ,της μαριχουάνα)
Ο τραγουδιστής του συγκροτήματος των Maytals, Φρέντερικ Χίμπερτ, όρισε τον όρο ρέγκε το 1968 στο κομμάτι «Do the Reggae» σχολιάζοντας χαρακτηριστικά: «Ρέγκε σημαίνει ό,τι προέρχεται από το λαό, κάτι καθημερινό, από το γκέτο […] σημαίνει φτώχεια, δεινά, Ρασταφάρι, οτιδήποτε από το γκέτο. Είναι μουσική επαναστατών, ανθρώπων που δεν έχουν αυτό που επιθυμούν».
Όταν πρωτοεμφανίστηκε η ρέγκε αποτελούσε την φωνή των περιθωριοποιημένων, των καταπιεσμένων και οικονομικά υποβαθμισμένων κοινωνικών τάξεων, όμως με την πορεία των χρόνων αγκαλιάστηκε από ανθρώπους διαφόρων φυλών, εθνικών και θρησκευτικών ομάδων. Αρκετά σημαντική είναι η συνεισφορά της στην διεθνή συζήτηση για θέματα που αφορούν την αδικία, την αντίσταση, την αγάπη και την ανθρωπιά, γεγονός που τονίζει την δυναμικότητά της ως στοιχείο εγκεφαλικό, κοινωνικοπολιτικό, αισθησιακό και πνευματικό.
Η ρέγκε μουσική συνεχίζει ακόμα και σήμερα να αποτελεί ένα μέσο κοινωνικού σχολιασμού, καθαρτικής πρακτικής και τρόπο λατρείας του Θεού. Τα παιδιά διδάσκονται στα σχολεία από την πρώιμη παιδική ηλικία έως το τριτοβάθμιο επίπεδο πώς να παίζουν μουσική. Τα φεστιβάλ και οι συναυλίες Reggae Sumfest και Reggae Salute προσφέρουν ετήσιες αγορές, καθώς και επαγγελματίες.
Η τζαμαϊκανή ρέγκε μουσική από τις 29/11/18 βρίσκεται στον κατάλογο της Άυλης Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας με απόφαση της ειδικής επιτροπής της Unesco που συνήλθε στο Πορτ Λούις του Μαυρικίου.
Η Unesco επισημαίνει ότι το συγκεκριμένο είδος μουσικής συμβάλλει στην αφύπνιση των συνειδήσεων παγκοσμίως «για θέματα αδικίας, αντίστασης, αγάπης και ανθρωπισμού», καθώς και «στην εγκεφαλική, κοινωνικό-πολιτική, αισθαντική και πνευματική διάστασή της».
Πηγές:
Δικτυογραφία:
https://ich.unesco.org/en/RL/reggae-music-of-jamaica-01398
Εικόνες: cometa93