Το γυναικείο φύλο άρχισε να ενδιαφέρει συστηματικά την ιστορική επιστήμη σχετικά πρόσφατα. Η απουσία της γυναίκας από την Ιστορία οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν είχε δημόσια παρουσία αλλά σε όλη τη μακραίωνη ιστορία της ανθρωπότητας και σε όλους τους πολιτισμούς, που στηρίχτηκαν στην Πατριαρχία, η θέση της ήταν στην ιδιωτική σφαίρα, στο σπίτι και στην οικογένειά της. Οι γυναίκες που ξεχώρισαν ήταν βασίλισσες ή ηρωίδες της πατρίδας ή της πίστης τους και αναδείχτηκαν σε περιστάσεις που οι άντρες απουσίαζαν.
Στην Ελληνική Επανάσταση οι γυναίκες υπέστησαν διώξεις, όπως όλος ο άμαχος πληθυσμός, ενώ πολέμησαν και στο πλάι των ανδρών. Η μαρτυρία όμως, η θυσία και η δράση τους δεν καταγράφηκαν από την Ιστορία, όπως αντίστοιχα των ανδρών, ούτε έγινε ανάλογα γνωστή.
Ωστόσο, τα στοιχεία που μας δίνουν τα δημοτικά τραγούδια έχουν διαφορετική προσλαμβάνουσα, καθώς πέρα από τη μνεία στην ελεύθερη ζωή, τη δράση και το θάνατο των κλεφτών και αρματολών, αναφέρονται στη δράση των γυναικών. Η γυναίκα πράγματι έχει σημαντικό ρόλο στο δημοτικό τραγούδι, στο οποίο απεικονίζεται η παρουσία της σε όλες τις φάσεις της παραδοσιακής ατομικής και κοινωνικής ζωής.
Για παράδειγμα το τραγούδι «Της Κοντογιάνναινας» αναφέρεται στην οικογένεια του Κοντογιάννη, αρματολού από τον Βάλτο (μία από τις 5 επαρχίες του νομού Αιτωλοακαρνανίας, ορμητήριο κλεφτών και αρματολών εκείνη την εποχή). Οι δυο αρματολοί επίσης γιοι του, Κωνσταντής και Μήτσος συγκρούστηκαν με τους Αρβανίτες του Αλή πασά στα τέλη του 19ου αιώνα και ηττήθηκαν. Πολύ αργότερα ο γιος του Κωνσταντή Νικολάκης και ο Μήτσος έλαβαν μέρος στην Επανάσταση. Στους πρώτους στίχους του τραγουδιού παρουσιάζεται ο πλούτος της συζύγου του Κωνσταντή, που υποδηλώνει και την οικονομική και κοινωνική δύναμη της αρματολικής οικογένειας: Κοιμάτ’ η καπετάνισσα, νύφη του Κοντογιάννη, μες στα χρυσά παπλώματα, μες στους χρυσούς σελτέδες.
Όταν μαθαίνει στην Λευκάδα, όπου βρισκόταν ασφαλής μακριά από τους Τούρκους, τον θάνατο του άντρα της και τη σύλληψη του γιου της περιορίζεται να τους μοιρολογήσει.
Στο τραγούδι «Οι γυναίκες των Λαζαίων» παρουσιάζεται η τραγική τύχη των συζύγων των αρματολών που συλλαμβάνονται. Η αφήγηση στηρίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός. Οι τέσσερις αδελφοί Λαζαίοι, ο Γιάννης, ο Λιόλιος, ο Δήμος και ο Κώστας, ήταν σημαντικοί αρματολοί στην περιοχή του Ολύμπου. Το 1813 ο γιος του Αλή πασά, ο Βελής, τους καταδίωξε, συνέλαβε τους ίδιους και τις οικογένειές τους και όσους δεν σκότωσε, τους οδήγησε αιχμαλώτους στον Τύρναβο (ή τη Λάρισα):
Στον Τούρναβο τους πάγησε, πεσκέσι του βεζίρη. Μπροστά πηγαίνει η Δήμαινα και πίσω η συννυφάδα, κι από κοντά η Κώσταινα, με το παιδί στο χέρι σα μήλο, σαν τριαντάφυλλο, σα μούλα στολισμένη. Βελή πασάς αγνάντεψε από το παραθύρι «Ποιες είν’ αυτές οι κλέφτισσες, κι οι καπεταναρέισσες;» «Σκλάβες σου είν’ αφέντη μου, γυναίκες των Λαζαίων.» «Για πάρτ’ αυτές τις μπροστινές, και βάλτε τες στη χάψη.»
Το κείμενο, που περιγράφει την εκθαμβωτική ομορφιά της μίας τουλάχιστον από τις γυναίκες, μας οδηγεί να υποθέσουμε ότι όσες δεν φυλακίζονταν (στη χάψη) θα κατέληγαν στο χαρέμι. Αυτή τη σκληρή μοίρα όμως δεν την δέχονταν παθητικά οι ηρωίδες των δημοτικών τραγουδιών, όπως δεν την άντεχαν και στην πραγματική ζωή.
Την οργή και την απελπισία της ηρωίδας μπροστά σε μια τόσο ανεπιθύμητη ζωή δείχνει το τραγούδι «Της Λιάκαινας». Αιχμάλωτη στους Αρβανίτες η ηρωίδα -που πιθανότατα πρόκειται για τη γυναίκα του αρματολού του Ολύμπου Λιάκου Παναρίτη (1770-1804) ακούει από τους δεσμώτες της «σαν λύση» την πρόταση:
«Λιάκαινα δεν παντρεύεσαι, Τούρκον άντρα να πάρεις;»
Εκείνη όμως αρνείται κατηγορηματικά, προτιμώντας το θάνατο:
«Κάλλιο να ιδώ το αίμα μου στη γης να κοκκινήσει,
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει».
Το ποίημα ολοκληρώνεται με τη διάσωσή της από τον άντρα της. Στα τραγούδια που είδαμε οι γυναίκες έχουν μια παθητική στάση και ο ηρωισμός του φαίνεται μόνο στον τρόπο που μπορούν να αντιμετωπίσουν την απώλεια των δικών τους και τη δική τους αιχμαλωσία. Διαφορετική όμως είναι η περίπτωση των γυναικών του Σουλίου.
Ο σκληρός αγώνας των Σουλιωτών εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων ως το 1803, που ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα Επτάνησα, είναι γεμάτος με παραδείγματα μεγάλου ηρωισμού. Την ίδια αγωνιστικότητα έδειξαν άλλωστε και στην ελληνική Επανάσταση, στην οποία διακρίθηκαν ιδιαίτερα ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Κίτσος Τζαβέλλας. Εξίσου εντυπωσιακή όμως υπήρξε η ανδρεία των Σουλιωτισσών. Τα ιστορικά γεγονότα που αναφέρονται στην αγωνιστικότητα και στις θυσίες τους (όπως ο χορός του Ζαλόγγου) ήταν τόσο εντυπωσιακά, που αμέσως περιβλήθηκαν με την αίγλη του μύθου, έγιναν δηλαδή ιστορίες αξιοθαύμαστες έξω από τα όρια και τις δυνατότητες των απλών ανθρώπων. Έχοντας ζήσει σε δύσκολες συνθήκες στα δύσβατα ορεινά μέρη του Σουλίου, σε συνεχή αγώνα με τον Αλή πασά, αντιμετωπίζοντας συνεχώς το θάνατο μελών της οικογένειάς τους και τη δική τους αιχμαλωσία, ανέπτυξαν, όπως δείχνουν τα δημοτικά τραγούδια, ένα χαρακτήρα δυναμικό και αποφασιστικό με κύριο στοιχείο την υπεράσπιση της ελευθερίας τους ακόμη και με τη θυσία της ζωής τους.
Από τα γνωστότερα τραγούδια είναι «Της Δέσπως», που αφορμάται από ιστορικό γεγονός. Πιο συγκεκριμένα, το Δεκέμβρη του 1803 Αρβανίτες, προσπαθώντας να εξολοθρεύσουν τους τελευταίους Σουλιώτες, έφτασαν στη Ρηνιάσα, παραλιακό χωριό ανάμεσα στην Πάργα και την Πρέβεζα. Εκεί βρήκαν μόνο γυναίκες, επικεφαλής των οποίων μπήκε η Δέσπω, σύζυγος του Σουλιώτη οπλαρχηγού Γεωργάκη Μπότση:
Αχός βαρύς ακούεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν
μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι,
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια,
Αρβανιτιά την πλάκωσε στο Δημουλά τον πύργο.
«Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είν’ εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».
Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφας κράζει.
«Σκλάβες Τουρκών μη ζήσουμε, παιδιά μαζί μ’ ελάτε».
Και τα φουσέκια άναψε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.
Η επιγραμματική λιτότητα του τραγουδιού και ο γρήγορος διάλογος επιτείνουν την ταχύτητα στη λήψη της τρομερής απόφασης και της πραγματοποίησής της από τη Δέσπω.
Μια άλλη Σουλιώτισσα ηρωίδα ήταν η Μόσχω Τζαβέλα (1760-1803) γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλα και γιαγιά του Κίτσου Τζαβέλα, που αγωνίστηκε στην Επανάσταση του 1821. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Τουρκαλβανών. Το 1792 σε μια επίθεση του Μουχτάρ, γιου του Αλή πασά, στο Σούλι διακρίθηκε καλώντας τις γυναίκες να λάβουν μέρος στη μάχη. Αυτό το πολεμικό επεισόδιο απαθανατίστηκε στο τραγούδι «Η Μόσχω», που εκθειάζει την ανδρεία της με τον τρόμο που προκαλεί στους εχθρούς:
Εδώ ‘ν’ το Σούλι το κακό, εδώ ’ν’ το Κακοσούλι,
που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες δίχως άνδρες,
που πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν τ’ άξιο παλικάρι.
Η κυρά Μόσχω φώναξε ’πό πάνω ’πό την Κιάφα·
«Πού’ στε παιδιά Σουλιώτικα και σεις οι Τζαβελάται;
Μαζί μου όλοι τρέξετε και άντρες και γυναίκες,
τους Τούρκους κατακόψετε, σπόρο να μην αφήστε, […]
Να λεν στο Σούλ’ τους σκότωσαν Σουλιώτισσες γυναίκες.»
Η Μόσχω τότε ώρμησε με το σπαθί στο χέρι.
Τώρα να γδείτε πόλεμο, γυναικικά τουφέκια.
Σαν τους λαγούς εφεύγανε και πίσω δεν κοιτάζουν,
πετάξαν τα τουφέκια τους, μόνο για να γλυτώσουν.
Ένα ακόμη δημοτικό τραγούδι, «Της Λένως του Μπότσαρη», περιγράφει την αντίσταση στους Αλβανούς του Αλή πασά και τον ηρωικό θάνατο το 1804 της νεαρής Λένως Μπότσαρη, κόρης του Νότη και ανιψιάς του Κίτσου Μπότσαρη, που έπεσε στον Αχελώο και πνίγηκε για να σωθεί από τους διώκτες της:
Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι,
όλες την Άρτα πέρασαν, στα Γιάννινα τις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι ορφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες,
κ’ η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μον’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κ’ εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες.»
«Κόρη για ρίξε τ’ άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου.»
«Τι λέτε μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια».
Ένα σημαντικό στοιχείο για το αξιακό σύστημα όχι μόνο των κλεφτών αλλά γενικότερα του ελληνικού λαού την περίοδο της Επανάστασης είναι ότι, όχι μόνο στα τραγούδια που είδαμε αλλά συνολικά στα κλέφτικα, αποτυπώνεται η καθολική επιλογή του θανάτου απέναντι σε μια ζωή σκλαβιάς. Αυτός ο πόθος εκφραζόταν βέβαια όχι μόνο από τις γυναίκες στα τραγούδια που είδαμε αλλά και από τους άντρες: «Οσό ’ναι ο Λιάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει, πασά ’χει ο Λιάκος το σπαθί, βεζίρη το ντουφέκι».
Σχετικά γράφει ο μελετητής Ερατοσθένης Καψωμένος: «ο ήρωας αυτοπροσδιορίζεται ταυτίζοντας την ατομική του ύπαρξη με την κατάσταση της ανεξαρτησίας, που του εξασφαλίζει μια ζωή ακέραιη, με ελευθερία βούλησης και δράσης και διαχωρίζοντάς την απόλυτα από την κατάσταση της υποταγής, που του επιφυλάσσει μια ζωή εξευτελισμένη, μισερή, ανάξια να τη ζει κανείς. Γι’ αυτό και δίνεται τόση έμφαση στην αυτάρκεια του Ήρωα, ο οποίος δεν δέχεται εντολές παρά μόνο από τη συνείδησή του. […]
Το άλλο σημαίνον διακριτικό είναι η διπλή διάσταση της συνείδησης του Εγώ, που συνδυάζει ένα ισχυρότατο ατομικό ένστικτο που πηγάζει από φυσικά βάθη, με μια ώριμη συνείδηση της ανθρώπινής του υπόστασης και της κοινωνικής του ευθύνης. Ό,τι του υπαγορεύει η κοινωνική διάσταση της προσωπικότητάς του είναι απολύτως δεσμευτικό, προκαθορίζει τον κώδικα συμπεριφοράς του». Αυτή ακριβώς η στάση, ατομική και κοινωνική, απέναντι στο θάνατο αποτυπώθηκε επανειλημμένα σε λογοτεχνικά κείμενα επώνυμων δημιουργών με αφετηρία τον πόλεμο της Παλιγγενεσίας. Ο Αθανάσιος Διάκος, ο Κατσαντώνης, ο Δράκος, οι Σουλιώτες και οι Σουλιώτισσες, οι Μεσολογγίτες και οι Μεσολογγίτισσες αποτέλεσαν διαχρονικά παραδείγματα ατρόμητης επιλογής και αντιμετώπισης του μαρτυρικού θανάτου και μεταβλήθηκαν σε πρότυπα για την θυσία της ζωής στους νεότερους πολέμους της χώρας.