Το ρεμπέτικο τραγούδι ανήκει πλέον στον κατάλογο μνημείων άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco. Ο Γιώργος Νταλάρας το αποκαλεί επαναστατικό τραγούδι και δεν είναι η πρώτη φορά που το φέρνει στο προσκήνιο. Εξάλλου όπως αναφέρει το ρεμπέτικο τραγούδι δεν υπήρξε ποτέ μουσειακό είδος και όπως είναι γνωστό η σχέση του μαζί του λόγω καταγωγής είναι δεδομένη.
Ο ίδιος καλεί νέους καλλιτέχνες που με την δική τους ιδιοσυγκρασία μπορούν να ερμηνεύσουν επάξια τα ρεμπέτικα τραγούδια. Η κομπανία εκδηλώνει το δικό της λαϊκό χαρακτήρα και ανεβαίνει στη σκηνή του Christmas Theater για να θέσει τις βάσεις και να αναδείξει τα «κλασικά», «μουρμούρικα», «σεβνταλίδικα» και «μάγκικα» τραγούδια.
Οι επιλογές της παρέας του Γιώργου Νταλάρα δεν είναι καθόλου τυχαίες.
Ο Γιάννης Διονυσίου με φωνή μποέμικη και μάγκικη δείχνει να αρμόζει στο χαρακτήρα των ρεμπέτικων τραγουδιών κερδίζοντας το κοινό. Η Κατερίνα Παπαδοπούλου, έχει φτιάξει τη δική της σχολή στο παραδοσιακό τραγούδι και με την ερμηνεία της αποδεικνύει πως το αστικό τραγούδι στην απαρχή του είναι μέρος της παράδοσής μας. Η Ασπασία Στρατηγού έχει όπλο τα δικά της «αμανετζίδικα» γυρίσματα και ως ήρεμη δύναμη, σιγοντάρει στους μουσικούς δρόμους του ρεμπέτικου τραγουδιού. Επί σκηνής βρίσκεται και ο Βασίλης Κορακάκης με το «αριστερό» του παίξιμο στο μπουζούκι το οποίο αποτελεί άλλωστε το κύριο συστατικό του ρεμπέτικου τραγουδιού. Αξίζει να σημειωθεί και το δεξιοτεχνικό παίξιμο του Ηλία Μάντικου στο κανονάκι, όργανο που συνδέθηκε άρρηκτα με το ρεμπέτικο τραγούδι στις αρχές του 20ου αιώνα.
Η αρχή της παράστασης γίνεται θα έλεγα λίγο ρομαντικά με τους καλλιτέχνες να ερμηνεύουν το «Μινόρε της Αυγής» του Σπύρου Περιστέρη. Εξάλλου τα ρεμπέτικα τραγούδια υμνούν ακόμη και τον έρωτα.
Τραγούδια όπως «Όλοι οι Ρεμπέτες», «Τα λεμονάδικα», «Το γουέστ», «Η Αραπιά», «Ο Ψαράς», «Ο Μανώλης», Ο «Πίκινος» θα θυμίσουν πως οι ρεμπέτες εξελίχθηκαν διαχρονικά σε κλασικούς Έλληνες συνθέτες. Το ρεμπέτικο τραγούδι βγήκε από το περιθώριο και καταξιώθηκε ως μουσική ευρείας αποδοχής.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Μανώλης Χιώτης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Κ. Μπέζος, ο Γ. Δραγάτσης, ο Κ. Σκαρβέλης και ο Ρούκουνας ζωντάνεψαν μέσα από τις ιστορίες και τις εικόνες στο φόντο. Αυτές οι άριστα ζωγραφισμένες εικόνες που εμφανίζονταν σε κάθε τραγούδι έφερναν τους κλασικούς ρεμπέτες στις πραγματικές τους μεγάλες «Διαστάσεις».
Στις διαστάσεις αυτές βρίσκονται πάντα οι «αισιόδοξοι» στίχοι των τραγουδιών που υμνούν τον έρωτα, έχουν ως θέμα, το περιθώριο, τον πόλεμο, την ξενιτιά, την εργατική τάξη και πολλές φορές είναι προσαρμοσμένοι στα μικρά πράγματα της καθημερινότητάς μας.
Ο Γιώργος Νταλάρας χωρίς αμφιβολία γνωρίζει τους μουσικούς δρόμους του ρεμπέτικου. Η καταγωγή του, τα βιώματά του και η φωνή του πάνε πακέτο με όλο το περιεχόμενο του είδους. Η εξήγηση γιατί το ρεμπέτικο τραγούδι είναι ταυτόχρονα επαναστατικό τραγούδι μπορεί να μην είναι εύκολη. Αρκεί κάποιος να αναζητήσει και να μελετήσει ιστορικά γεγονότα.
Πάντως ο ίδιος δηλώνει:
«Το ρεμπέτικο είναι το πιο επαναστατικό και το πιο ζωντανό είδος της μουσικής μας. Θεωρώ ότι ποτέ δεν ήταν και ποτέ δε θα γίνει μουσειακό ή γραφικό. Θα συγκινεί και θα εμπνέει πάντα, τους πιο αξιόλογους, ταλαντούχους κι ευαίσθητους ανθρώπους κάθε γενιάς. Τους μουσικούς, συνθέτες και τραγουδιστές, που στην ουσία είναι η μεγάλη ελπίδα του ελληνικού τραγουδιού. Κάθε φορά που καταπιάνομαι με αυτό το τραγούδι, όσο βαθιά κι αν είναι ριζωμένο μέσα μου μουσικά, ανακαλύπτω ακόμη άγνωστα πράγματα, στους μουσικούς δρόμους, στις ερμηνείες, στον δυναμισμό και στην ιδιαιτερότητα με την οποία οι στίχοι αποτυπώνουν συναισθήματα και γεγονότα, συμβάλλοντας αποφασιστικά σε αυτήν την τοιχογραφία της συλλογικής κοινωνικής συνείδησης και του ήθους του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού…».
Από την Κωνσταντίνα Μακρογιάννη