The return / Vozvrashcheniye (2003): Μια ματαιωμένη επιστροφή στην (πατρική) αποδοχή

Το πρωτότοκο κινηματογραφικό παιδί του Zvyagintsev, η «Επιστροφή», καταφέρνει να κερδίσει το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας και να μας εισάγει στο πολυσημικό κινηματογραφικό σύμπαν του σκηνοθέτη, όπου με απλά μέσα κραυγάζει την κατάσταση μιας χώρας που νοσεί. Πρόκειται για road movie, ένα ερημικό στην ουσία και ψυχρό ταξίδι στην αναζήτηση της πατρικής και γενικότερα αποδοχής που θα καταλήξει με τον πιο σκληρό τρόπο στην ενηλικίωση.

Η ταινία άκρως σπαρακτική, χωρίς να γίνεται διόλου μελοδραματική, στηρίζεται στην εξαιρετική ερμηνεία δύο παιδιών και στους σύντομους κοφτούς διαλόγους (δεν χρειάζονται άλλωστε τα λόγια, όλα έχουν ειπωθεί στις εκφράσεις) και στα πλάνα της απέραντης παγωμένης λίμνης της Ρωσίας. Ο Andrei (Vladimir Garin – ο οποίος, τι τραγική ειρωνεία, πνίγηκε στη λίμνη της ταινίας λίγο καιρό μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων) και ο ατίθασος μικρότερος αδερφός του ο Ivan (Ivan Dobronravov) ζουν με την μητέρα και την γιαγιά τους, μια και ο πατέρας τους απουσιάζει τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Μετά από άλλον έναν καυγά τους στο σχολείο, κατά τον οποίο ο Ιβάν προσπαθεί να αποδιώξει τον χαρακτηρισμό του «δειλού», επιστρέφουν στο σπίτι και βρίσκουν τον πατέρα τους να κοιμάται στο κρεβάτι. Η έκπληξή τους είναι τόση, ώστε ανατρέχουν στην μοναδική ασπρόμαυρη οικογενειακή τους φωτογραφία προκειμένου να διαπιστώσουν πως είναι αληθινός. Ένας άγνωστος άντρας, χωρίς όνομα και ταυτότητα, χωρίς αιτιολογία για την απουσία του, κάθεται στο οικογενειακό τους τραπέζι και – το κυριότερο- αυτόματα αναλαμβάνει την αρχηγία. Το πατριαρχικό πρότυπο αντιπαραβάλλεται ευθύς με το τρυφερό μητριαρχικό, που όσο και να θέλουν τα παιδιά να πλησιάσουν πάντα προσκρούουν στην σκληρότητα.

Την επόμενη μέρα, πατέρας και γιοι ξεκινούν ένα ταξίδι αναψυχής και ανάταξης δεσμών με τελικό προορισμό ένα έρημο νησί. Μάταια όμως, όσο και να προσπαθούν τα παιδιά να τον προσεγγίσουν ανακαλύπτουν την σκληρότητα του άντρα ό,τι και να κάνουν. Ο μεγαλύτερος γιος, ο Αντρέι, προσπαθεί να φανεί πιο συγκαταβατικός και να αποτυπώσει τις στιγμές τους στην φωτογραφική του μηχανή. Μάλιστα, γεύεται κάποιες στιγμές «στοργής» με τον πατέρα. Σε αντίθεση, ο τρομερός Ιβάν διαπράττει πραξικόπημα ενάντια στην πατρική δικτατορία. Για τον λόγο αυτό, εγκαταλείπεται ως τιμωρία για ώρες στην βροχή, ενώ το αγόρι διαρκώς αμφισβητεί τις πράξεις του άντρα. Ο τελευταίος τους οδηγεί σ’ ένα έρημο νησί σε μια λίμνη με απώτερο σκοπό να ξεθάψει ένα πολύτιμο γι’ αυτόν κιβώτιο παρά για να γνωρίζει τα παιδιά του. Το νοτισμένο σκούρο χώμα της Ρωσίας δένει με το ψυχρό χρώμα της λίμνης μέσα από την εξαίρετη φωτογραφία, χωρίς την ανάγκη προσθήκης εφέ.

Ο θυμός του Ιβάν θεριεύει μέσα του, τον πνίγει. Από την πρώτη σκηνή του έργου καταλαβαίνουμε την εσωτερική πάλη του, όταν μαζί με τον αδερφό και τους συμμαθητές τους σκαρφαλώνουν σ’ έναν ψηλό πύργο πάνω από μια λίμνη κι ενώ όλοι πηδούν στο νερό, εκείνος υπομένει την κοροϊδία τους ως «δειλός» τρέμοντας από το κρύο. Ο πύργος θα εμφανιστεί για άλλη μια φορά στο ερημικό νησί, όπου ανεβαίνουν ο αδερφός και ο πατέρας του για ν’ απολαύσουν την θέα, ενώ εκείνος απέχει «γιατί φοβάται τα ύψη». Όταν αργότερα, κατά την διάρκεια άλλης μιας πολύωρης απουσίας του πατέρα, πείθει τον αδερφό του να πάνε κάπου μακριά για ψάρεμα θα καταλήξουν να γυρίσουν μετά από ώρες με ένα τεράστιο ψάρι. Τότε η οργή του πατέρα ξεσπά ανελέητη πάνω τους και χτυπά αδιάκοπα τον Αντρέι. Ο Ιβάν αντιδρά, αρπάζει το μαχαίρι, τον απειλεί λέγοντάς του πως θα «ήθελε να τον αγαπήσει αν δεν ήταν τέρας», ενώ τρέχει εκτός εαυτού προς τον πύργο. Αυτή την φορά θα καταφέρει να φτάσει την κορυφή απειλώντας να πέσει από εκεί. Ο πατέρας τρέχει πίσω του και στην προσπάθειά του να τον αποτρέψει πέφτει στο κενό και σκοτώνεται.

Η σιωπή κυριαρχεί πλέον στην παγωμένη λίμνη, καθώς κάθε ξέσπασμα απογοήτευσης είναι πια μάταιο, κάθε φόβος έχει βιωθεί και ξεπεραστεί με σαρωτικό τρόπο. Η πατρική φιγούρα, στην οποία προσπάθησαν να προστρέξουν οι γιοι, δεν υπάρχει πια και η ωρίμανση έχει επέλθει με τον πιο αδυσώπητο τρόπο. Η επιστροφή (για μια ακόμη φορά) είναι επώδυνη, δύσκολη, εξουθενωτική, καθώς τα δυο παιδιά φορτώνουν την σορό του άντρα και τα πράγματά τους στην βάρκα για να επιστρέψουν στο αυτοκίνητο. Μάλιστα, μόλις το καταφέρνουν, το σώμα του άντρα ξεμακραίνει μέσα στην βάρκα και βυθίζεται. Οι κραυγές των παιδιών – «πατέρα, πατέρα!»– δεν βρίσκουν ανταπόκριση και επιστρέφουν βουβά πίσω στο σπίτι.

Το τελευταίο πλάνο απεικονίζει την άδεια λίμνη, χωρίς ίχνος ζωής, αγάπης, ανθρωπιάς. Το μόνο που απομένει είναι οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Αντρέι, από τις οποίες απουσιάζει η πατρική μορφή, εκτός από μία τραβηγμένη πολλά χρόνια πριν. Ο πατέρας δεν γύρισε ποτέ, άραγε υπήρξε κάποτε;

Ο Zvyagintsev μιλά για επιστροφή σε παλιά κατεστημένα πρότυπα, σχεδόν αρχετυπικά. Κάποιοι ισχυρίζονται πως καταγγέλλει το ανάλγητο πατερναλιστικό ρωσικό πρότυπο στην οικογένεια και σε ολόκληρη την κοινωνία, καθώς και την νέα γενιά που αντιδιαστέλλεται σε αυτό, χωρίς ωστόσο να βρίσκει το επιθυμητό αντίβαρο.

Αν το δούμε βέβαια γενικότερα, θα λέγαμε πως ποτέ άλλοτε δεν ακούστηκε τόσο ηχηρά το αίτημα ενός παιδιού για αποδοχή, αγάπη, καθώς και η κραυγή της απογοήτευσής του που ακολούθησε. Ποτέ μια επιστροφή δεν ήταν τόσο οδυνηρή και αέναη για να καταλήγει πάντα σε μια παγωμένη υγρή επιφάνεια που καταπίνει κάθε ίχνος ζωής και κάθε μορφή παιδικής αθωότητας. Vozvrashcheniye.

Γεννήθηκα στην Αθήνα, όπου ζω και εργάζομαι ως φιλόλογος. Η συγγραφή είναι η μεγάλη μου αγάπη και κάπως έτσι προέκυψε η έκδοση μυθιστορημάτων και διηγημάτων μου. Παράλληλα, ασχολούμαι με την αρθρογραφία και την βιβλιοκριτική. Ιδιαίτερη αδυναμία ωστόσο έχω στον κινηματογράφο και γι’ αυτό σκοπεύω να μοιραστώ την εμπειρία μου σε αυτόν τον μαγικό χώρο μέσα από την προσωπική μου ματιά.