Η -νέο- ελληνική τηλεόραση

Η δεκαετία του 1960 αναμφίβολα έφερε στην Ελλάδα πλήθος αλλαγών και διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τη φυσιογνωμία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας στον αιώνα που διανύουμε. Μία από τις αλλαγές αυτές, ήταν και η είσοδος στα ελληνικά νοικοκυριά ενός νέου μέσου ενημέρωσης, επικοινωνίας και κατ’ επέκταση μιας νέας συνήθειας. Προφανώς, αναφέρομαι στην τηλεόραση, το κουτί εκείνο, (πλέον μοιάζει περισσότερο με ορθογώνιο παραλληλόγραμμο) που εισέβαλε ξαφνικά στα σπίτια όλων μας εν μία νυκτί. Βέβαια, στο πέρασμα του πανδαμάτορος χρόνου η τηλεόραση άλλαξε και έγινε το επιπλέον μέλος της μέσης ελληνικής οικογένειας. Πώς έχει επηρεάσει όμως η τηλεόραση τη ζωή του νεοΈλληνα;

Στην αρχή όλα ήταν μαγικά. Θυμάμαι ακόμα τον παππού μου να αναπολεί εκείνες τις στιγμές, όταν μόνο το καφενείο του χωριού -άντε και κάποιος μεγαλοτσιφλικάς- , διέθετε τη μαγική συσκευή και κάθε βράδυ οι χωριανοί συγκεντρώνονταν για να παρακολουθήσουν τις ειδήσεις της ημέρας, ίσως και αγώνα ποδοσφαίρου ή ελληνική ταινία αν ήταν Κυριακή, μέχρι την επόμενη ημέρα όπου πάλι θα επισκέπτονταν το καφενείο για έναν και μόνο λόγο® να καμαρώσουν αυτό το περίεργο κουτί με τα 3 κουμπιά. Και φυσικά, ελέω του κρατικού χαρακτήρα που είχε τότε το τηλεοπτικό περιεχόμενο, οι επιλογές δεν ήταν πολλές. Η πάλαι ποτέ ΥΕΝΕΔ και η διαχρονική ΕΡΤ κάλυπταν τις ανάγκες του τότε ελληνικού πληθυσμού. Σίγουρα, αυτήν η εποχή της τηλεόρασης στην Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από τα αυστηρώς παραδοσιακά πρότυπα της εποχής. Μια κλασσική αγροτική οικογένεια της εποχής, ενδιαφερόταν σχεδόν αποκλειστικά για τις παγκόσμιες και εγχώριες εξελίξεις, τα ντοκιμαντέρ και τον καιρό, ενώ παράλληλα έβλεπε στην τηλεόραση ένα παράθυρο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, σε μια εποχή όπου οι υψηλού κόστους παραγωγές που όλοι γνωρίζουμε σήμερα αποτελούσαν όνειρο θερινής νυκτός.

Η μεγάλη επανάσταση ωστόσο δεν άργησε να έρθει. Το 1989, η κυβέρνηση Τζανή Τζαννετάκη ψηφίζει στο ελληνικό κοινοβούλιο την άρση του κρατικού μονοπωλίου στην τηλεόραση. Έτσι, γνωστοί επιχειρηματίες από τον χώρο του τύπου, της ναυτιλίας και του ραδιοφώνου βρίσκουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να επεκτείνουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους και στη νέα μόδα, τις τηλεοπτικές παραγωγές. Ήταν τότε, που δειλά δειλά, τα ελληνικά μέσα ξεκίνησαν να προσαρμόζουν τα προγράμματά τους στις επιταγές της παγκοσμιοποίησης. Στον ελληνικό τηλεοπτικό χώρο, ήρθαν προγράμματα απευθείας από το εξωτερικό, ενώ οι ονομασίες τους έπαυαν σιγά σιγά να είναι ελληνικές και ξεκίνησαν να γίνονται ξενικές. Κάποια στιγμή, κυρίως στα μέσα της δεκαετίας του 1990, έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα τηλεπαιχνίδια. Ο καημός του νεοέλληνα, δηλαδή το κέρδος φάνηκε να γίνεται πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο στίχος του τραγουδιού του αειμνήστου Τζίμη Πανούση «κι η Παπαλάμπραινα γυμνή, χαϊδεύει δώρο συσκευή, σε ένα τηλεπαιχνίδι πουλημένο». Η Ελλάδα του 1990-2000, έβλεπε στην τηλεόραση μια ευκαιρία για να ανεβάσει το εισόδημά της. Παρατηρήθηκε κυριολεκτικά, μια «παρέλαση» παικτών από τα κατά καιρούς εμφανιζόμενα τηλεπαιχνίδια, με την ελπίδα της συμμετοχής έστω και σε ένα μικρό μερίδιο κέρδους.

Και φτάνουμε στη δεκαετία του 2000. Τη δεκαετία που μπορεί να χαρακτηριστεί ως το τέλος μιας εποχής, αλλά και ως η αρχή μιας άλλης. Στο μεταίχμιο μεταξύ των δύο αιώνων, του 20ου και του 21ου, εισήλθαν δυναμικά στις ζωές μας τα reality shows. Μια μόδα που έμελλε να μεταλλάξει μια για πάντα τον τηλεοπτικό χάρτη και να στιγματίσει την ελληνική κουλτούρα. Τα reality είχαν ποικίλη θεματολογία: Reality επιβίωσης, reality ταλέντων, μουσικοί διαγωνισμοί, καλλιστεία και φυσικά εγκλεισμού, σε σημείο που ο Όργουελ θα έσκιζε το προσχέδιο του «1984», παραδεχόμενος ταπεινά την ήττα του στην αρένα της φαντασίας, απέναντι στα ελληνικά και τα παγκόσμια μέσα. Οι Έλληνες πλέον άρχιζαν να φανατίζονται με την τηλεόραση και συγκεκριμένα με τα reality. Η δαπάνη πρωτοφανών ποσών για την συμμετοχή τους στις διαδικασίες αποχώρησης ενός παίκτη από τα κάθε λογής shows έγινε δεδομένη. Η αυτοτοποθέτησή τους και η ταύτισή τους με κάποια ομάδα ή παίκτη που συμμετείχε σε reality shows έγινε αυτοσκοπός. Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα Satellite Monitor του διεθνούς παρόχου δορυφορικών υπηρεσιών SES Astra, ο μέσος Έλληνας το 2013, παρακολουθούσε τηλεόραση κατά μέσο όρο 4 ώρες και 12 λεπτά καθημερινώς έναντι 3 ωρών και 55 λεπτών του Ευρωπαϊκού μέσου όρου και 3 ωρών και 17 λεπτών του παγκοσμίου μέσου όρου! Το τηλεκοντρόλ, το ζάπινγκ, η επίγεια ψηφιακή τηλεόραση, έγιναν όλοι όροι συνώνυμοι της καθημερινότητας του Νεοέλληνα και προσέδωσαν στην συντηρητική ελληνική κοινωνία της μέχρι τότε εποχής έναν δυτικοευρωπαϊκό και αμερικανικό αέρα.

Είναι φανερό, πως αν η κατάσταση συνεχιστεί, και με δεδομένη την ραγδαία ανάπτυξη των υπηρεσιών παροχής συνδρομητικού περιεχομένου, η ζωή μας θα εξαρτάται σε εικοσιτετράωρη βάση στο άμεσο μέλλον από μια οθόνη, είτε αυτή λέγεται τηλεόραση, ταμπλέτα ή κινητό. Αυτή η κατάσταση, είναι μεν προβληματική, αλλά η ουσία δε του παρόντος άρθρου, είναι η ποιότητα των προγραμμάτων που παρακολουθούμε. Ένα άρθρο, που θα ήταν αφελώς ημιτελές, αν απλώς εμμέναμε στην διατύπωση στείρων παραδοχών και δεν μπαίναμε στη διαδικασία να προτείνουμε έστω μερικές λύσεις στο γεωμετρικά αυξανόμενο αυτό πρόβλημα.

Αρχικά, δεν πρέπει να προσμένουμε υπομονετικά από τα τηλεοπτικά κανάλια να «φωτιστούν» και να εξοστρακίσουν τα reality shows και την trash tv εν γένει από το πρόγραμμά τους, αλλά να τα βγάλουμε εμείς από το δικό μας. Έχουμε την επιλογή να παρακολουθήσουμε ντοκιμαντέρ, ταινίες και επιμορφωτικού περιεχομένου προγράμματα, που σίγουρα είναι καλύτερα από μια τρίωρη επίδειξη πασαρέλας ή έναν πεντάωρο (!) εγκλεισμό κάποιων συμπολιτών μας σε ένα απομακρυσμένο νησί. Πιστεύω, πως η σταδιακή απομάκρυνση των τηλεθεατών από χαμηλής αισθητικής προγράμματα τέτοιου είδους, θα οδηγήσει μοιραία και στον καταποντισμό των προαναφερθέντων εκπομπών στους πίνακες τηλεθέασης. Και έτσι, η κατάσταση που θα δημιουργηθεί, θα ωθήσει τα υψηλόβαθμα στελέχη των καναλιών να εντάξουν στο πρόγραμμά τους νέες ελληνικές παραγωγές, και εκπομπές πολιτισμού και διαλόγου, που με τη σειρά τους θα προβάλλουν και θα αναδεικνύουν την ελληνική γλώσσα, τον πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα. Τρανταχτό παράδειγμα, το αγαπημένο τηλεπαιχνίδι παλαιότερων γενιών «Ομιλείτε Ελληνικά;».

Και ασφαλώς, οφείλει και η πολιτεία να λάβει ορισμένα μέτρα. Μέτρα όπως η επιβολή ελαχίστου χρόνου προβολής πολιτιστικών εκπομπών και ελληνικών παραγωγών, η επιβολή μεγίστου χρόνου προβολής reality shows, ο συστηματικότερος έλεγχος από ανεξάρτητες αρχές όπως είναι λόγου χάρη το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης κ.α. Ήταν αδιανόητο αυτό που συνέβαινε στα μέσα της περασμένης δεκαετίας, με κυριολεκτικά αναρίθμητα ξένα σίριαλ να κατακλύζουν τις prime time των τηλεοπτικών σταθμών και χαζεύοντας στην τηλεόραση να νομίζεις ότι παρακολουθείς κάποιο ξένο τηλεοπτικό δίκτυο, κι όχι ελληνικό τηλεοπτικό σταθμό.

Κλείνοντας, θεωρώ πως όλοι μας έχουμε την υποχρέωση να αντιληφθούμε ότι ο κόμπος έφτασε στο χτένι, όπως λέει και η λαϊκή ρήση. Φτάσαμε στο σημείο, να υποδεχόμαστε παίκτες παιχνιδιών reality μετά την έξοδό τους από το εκάστοτε παιχνίδι, ωσάν άλλους εθνικούς ήρωες. Είμαι πεπεισμένος ότι ο Σπύρος Λούης έτυχε λιγότερο ενθουσιώδους υποδοχής εν συγκρίσει με τους παίκτες του Survivor που βγαίνουν κάθε εβδομάδα από το παιχνίδι… Τα reality shows και η τηλεοπτική υποκουλτούρα ότι είχαν να δώσουν στην ελληνική τηλεόραση, το έδωσαν. Πρέπει τώρα να κλειδωθούν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, και να δώσουν τη θέση τους σε ποιοτικότερα προγράμματα και παραγωγές. Γιατί, αν δεν γίνει σύντομα αυτό, πολύ φοβάμαι ότι όχι μόνον η κουλτούρα μας και ο τρόπος σκέψης μας, αλλά πολύ περισσότερο η ίδια η ιδιοσυγκρασία μας θα μεταλλαχθούν και αλλάξουν μια για πάντα τον πολιτισμικό χάρτη της ελληνικής κοινωνίας. Είναι στο χέρι μας, τι θα επιλέξουμε.  

Τριτοετής σπουδαστής της Πυροσβεστικής Ακαδημίας στην Αθήνα. Στον ελεύθερο χρόνο που διαθέτω, μου αρέσει να διαβάζω ιστορία και να γυμνάζομαι. Στόχος μου είναι να παρουσιάσω συνοπτικά και κατανοητά σε όλους άρθρα, μακριά από τον ξύλινο λόγο που έχουμε βαρεθεί. Κατάγομαι από τη Λάρισα.