Είναι γενικά παραδεκτό ότι η ευρωπαϊκή ιδέα απέκτησε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα – ελέω και της κρίσης – φανατικούς φίλους κι εχθρούς. Από τη μία οι υπέρμαχοί της υποστήριζαν διακαώς ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να σταθεί μόνη της στον κόσμο χωρίς την Ευρώπη, ενώ οι ευρωσκεπτικιστές πρότειναν συνεχώς πλάνα για τη συντεταγμένη έξοδο της χώρας μας από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ωστόσο, θα ήταν καλό να παραθέσουμε τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά που απορρέουν από τη συμμετοχή της χώρας μας σε έναν τέτοιο συνασπισμό κρατών.
Ας ξεκινήσουμε από τα θετικά αποτελέσματα που έχει η συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αρχικά, η διαρκής οικονομική στήριξη της Ευρώπης προς την χώρα μας συνετέλεσε σε μία ραγδαία ενίσχυση και ανάπτυξη των υποδομών. Η γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου, το Μετρό της Αθήνας και οσονούπω της Θεσσαλονίκης, το Αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», η Εγνατία και η Αττική Οδός είναι μόνο λίγα από τα έργα που έγιναν σε πανελλαδική εμβέλεια και έδωσαν μια πραγματική αναπτυξιακή ώθηση. Το ίδιο συνέβη και με πολλά μικρότερα έργα, τοπικής και περιφερειακής εμβέλειας.
Έπειτα, δεν πρέπει να λησμονούμε και την ενιαία αγροτική πολιτική που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Ένωση πάνω από είκοσι χρόνια. Μέσω αυτής, οι Ευρωπαίοι και κατ’ επέκταση οι Έλληνες αγρότες έλαβαν ικανοποιητικές επιδοτήσεις και σίγουρα το βιοτικό τους επίπεδο αυξήθηκε σημαντικά. Τέλος, δεν μπορούμε να μη συμπεριλάβουμε στα θετικά της συμμετοχής στην ευρωπαϊκή οικογένεια και την αναβάθμιση της εξωτερικής μας πολιτικής. Η Ελλάδα δηλαδή, όντας μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενίσχυσε το διεθνές κύρος και την αξιοπιστία της. Πλέον, η χώρα μας έχει λόγο στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Ωστόσο, πέρα από τα θετικά που κερδίζει η χώρα μας, προκύπτουν και ορισμένα αρνητικά στοιχεία, τα οποία έκαναν πιο έντονη την παρουσία τους μετά το ξέσπασμα της ευρωπαϊκής οικονομικής και μεταναστευτικής κρίσης.
Πρώτα από όλα, έγινε φανερό ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας βρήκαν στο πρόσωπο της Ελλάδας ένα πρόθυμο «πειραματόζωο», όπου θα μπορούσαν να εφαρμόσουν τις πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης και να δουν σε δεύτερο στάδιο τον αντίκτυπο που θα είχαν. Στον τομέα της διαχείρισης του μεταναστευτικού προβλήματος, η χώρα μας – εν μέσω πρωτοφανούς οικονομικής ασφυξίας – κράτησε το βάρος όλης της Ευρώπης. Απ’ άκρη σ’ άκρη της Ευρώπης υψώθηκαν τείχη και φράχτες και έτσι ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός προσφύγων και μεταναστών εγκλωβίστηκαν στην Ελλάδα, σε μια χώρα που δειλά – δειλά έβγαινε εκείνη την εποχή στο ξέφωτο της ανάπτυξης. Και φυσικά, κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει την σχεδόν παθητική στάση των θεσμών στο πολύ φλέγον και διαρκώς επίκαιρο θέμα της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης στο Αιγαίο. Αντί να υποστηριχθεί μία χώρα – μέλος της Ένωσης, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί επιλέγουν την πολιτική των ήπιων τόνων στο όνομα μιας αυστηρής και προπαντός διαμεσολαβητικής ουδετερότητας.
Ας μη ξεχνάμε όμως πως στη θέση της Ελλάδας, μετά από κάποια χρόνια μπορεί να βρεθεί η Ιταλία ή η Αυστρία λόγου χάρη. Αν η Ευρώπη δεν επιτελέσει και πάλι τον ρόλο της, που είναι η ουσιαστική και όχι η πρόσκαιρη αλληλεγγύη και η υπεράσπιση των κεκτημένων της, τότε αργά ή γρήγορα θα περάσει κι αυτή στην ιστορία. Οι μνήμες από το παράδειγμα της Κοινωνίας των Εθνών είναι ακόμη νωπές, όπως και οι παιδαριώδεις χειρισμοί της σε ευαίσθητα γεωπολιτικά και διακρατικά ζητήματα υψίστης σημασίας. Η «Ενωμένη Ευρώπη» οφείλει και επιβάλλεται να προσαρμοστεί στα πιστεύω των οραματιστών της, όπως ο Σουμάν ή ο Καποδίστριας. Είναι λοιπόν στο χέρι της Ευρώπης και των θεσμών της εν γένει, αν θα επιτελέσουν τον ρόλο που οφείλουν ή αν απλώς θα έχουν μια «φιλική συμμετοχή» τα επόμενα χρόνια.
Επιμέλεια άρθρου: Ευγενία Κελαράκου