Ήταν το μακρινό 1837, όταν ο Βασιλιάς Όθωνας έθεσε τα θεμέλια για την ίδρυση του Καποδιστριακού (τότε Οθώνειου) Πανεπιστημίου Αθηνών. Το πρώτο πανεπιστήμιο στην Ελλάδα μετά την Ακαδημία του Πλάτωνα ήταν γεγονός, σε μια εποχή που τα υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού εν συναρτήσει με τη συντηρητική ελληνική κοινωνία της εποχής καθιστούσαν σχεδόν απαγορευτική τη συμμετοχή των Ελλήνων στο αγαθό της μόρφωσης. Σήμερα, περίπου 200 χρόνια μετά, τα ελληνικά πανεπιστήμια παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες που προέκυψαν από την οικονομική κρίση και την πανδημία του κορωνοϊού, έχουν καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να ενισχύουν το διεθνές κύρος τους συνεχώς και να αξιοποιούν τα μέγιστα το ανθρώπινό τους δυναμικό. Ωστόσο, ο δρόμος είναι ακόμα πολύ μακρύς για να μπορούμε να πούμε ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν οριστικά αποκοπεί από τις παθογένειες που τα διέπουν από τότε που ιδρύθηκαν. Για να το καταφέρουν αυτό, θα χρειαστούν ριζικές τομές σε όλο το εύρος της λειτουργίας τους, κάτι που αναλύεται εκτενώς σε αυτό το άρθρο.
Η γάγγραινα των κομματικών παρατάξεων
Πιστεύω ότι η λέξη «γάγγραινα», παρά το γεγονός ότι είναι ενδεχομένως ακραία και αποκρουστική, χαρακτηρίζει επακριβώς την κατάσταση που επικρατεί στα πανεπιστήμιά μας τη σήμερον ημέρα, όσον αφορά την πολιτική δραστηριοποίηση των φοιτητών τους. Σίγουρα, όσοι εξ υμών έχετε περάσει μέρος της ζωής σας σε κάποιο από τα πολλά ΑΤΕΙ της χώρας μας, έχετε έρθει αντιμέτωποι πολλάκις με τους γνωστούς πλέον «πάγκους» των διαφόρων κομματικών παρατάξεων, που με διάφορα θεμιτά κι αθέμιτα μέσα, επιχειρούν να προσελκύσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών στις τάξεις τους. Και κάπου εδώ σκέφτομαι: είναι δυνατόν, να έχουμε αφήσει τις κομματικές παρωπίδες και τις πρακτικές του Μαυρογιαλούρου να έχουν παρεισφρήσει στα πανεπιστήμια μας και να αμαυρώνουν την εικόνα τους; Ποιος ο πραγματικός ρόλος των κομματικών παρατάξεων στα ανώτατα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα; Η απάντηση είναι πολύ απλή και συγχρόνως κατανοητή. Όλες αυτές οι παρατάξεις, λειτουργούν σαν παραμάγαζα των μεγάλων και μικρών κομματικών σχηματισμών που δραστηριοποιούνται σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Λειτουργούν σαν «φυτώρια» πολιτικών προσωπικοτήτων και κομματικών στελεχών, καθώς τα κόμματα έχουν χάσει προ πολλού την επαφή τους με τη νέα γενιά συνολικά και αδυνατούν να μιλήσουν τη γλώσσα της.
Μετά από σύντομη έρευνα στο διαδίκτυο και λίγα βιβλία, δεν μπόρεσα να βρω παρόμοιο παράδειγμα χώρας, όπου στους κόλπους των πανεπιστημίων της, λειτουργούν τέτοια κομματικά «υποκαταστήματα». Κι ας μην ξεχνάμε τον τρόπο λειτουργίας αυτών των «υποκαταστημάτων». Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση στα πανεπιστήμια, πέρα από την ακαλαίσθητη και περιβαλλοντικά ζημιογόνα εικόνα των ανεξέλεγκτων αφισοκολλήσεων – που κάνει τα πανεπιστήμια μας να θυμίζουν περισσότερο χωματερές παρά χώρο μόρφωσης – παρατηρεί κανείς και μια απαράμιλλου κάλλους ευγενή άμιλλα μεταξύ των συνυποψηφίων. Προφανώς και ειρωνεύομαι. Η κατάσταση η οποία επικρατεί στις πανεπιστημιακές συνελεύσεις και συγκεντρώσεις παραμονές των φοιτητικών εκλογών μου φέρνει στο μυαλό εικόνες από χούλιγκαν των γηπέδων στο Ηνωμένο Βασίλειο, την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ. Έχουμε ακούσει κατά καιρούς από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για γκλομπς, ρόπαλα, αυτοσχέδιες βόμβες μολότοφ, ξυλοδαρμούς αντίπαλων υποψηφίων και άλλα πολλά θλιβερά, που αποτελούν όλα μαζί το προϊόν της κομματικής παρουσίας εντός των πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων.
Καταλήγοντας, το φαινόμενο αυτό δυστυχώς διαιωνίζεται, ενώ οι κομματικές παρατάξεις αποτελούν τρανταχτό παράδειγμα «ιερών αγελάδων». Εξυπακούεται δε, ότι η όποια προσπάθεια για την ανεξάρτητη εκπροσώπηση των φοιτητών – είτε στην περίπτωση μεμονωμένων υποψηφίων είτε στην περίπτωση επιδίωξης συγκρότησης ενός αχρωμάτιστου και κομματικά ανένταχτου ψηφοδελτίου πέφτει στο κενό.
Η αλλαγή, της αλλαγής, ω αλλαγή!
Με την ανατολή της μεταπολίτευσης στη χώρα μας, τα εκάστοτε Υπουργεία Παιδείας απέκτησαν σε μεγάλο βαθμό περιθώρια για αυτοτελή δράση στο πεδίο των δραστηριοτήτων τους. Ο κάθε Υπουργός είναι πλέον ελεύθερος να σχεδιάζει και να προωθεί τις δικές του μεταρρυθμίσεις στο κοινοβούλιο, εν αντιθέσει με τις προ της δικτατορίας κυβερνήσεις, όπου αρκετές φορές οι αλλαγές στο χώρο της παιδείας και της εκπαίδευσης γενικότερα έμειναν στις ελληνικές καλένδες, αδρανοποιώντας έτσι πλήρως τα όποια σχέδια των κατά καιρούς Υπουργών. Αρκετοί θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν την εξέλιξη αυτή ως αποκλειστικά θετική. Ωστόσο, έχω τις επιφυλάξεις μου. Εδώ και αρκετά χρόνια, είναι σύνηθες φαινόμενο να συμπίπτει η κυβερνητική αλλαγή με ένα νέο μεγαλόστομο πλάνο μεταρρυθμίσεων για την παιδεία σε όλα τα επίπεδά της, ιδιαίτερα στην τρίτη βαθμίδα της. Φανταστείτε ότι προσπαθούμε να χτίσουμε μια πολυκατοικία, και ενώ είμαστε έτοιμοι να την ολοκληρώσουμε οικοδομικά, ο εργολάβος αποφασίζει να αλλάξει τον αρχιτέκτονα εν μια νυκτί. Το αποτέλεσμα προφανώς σκορπάει τον γέλωτα, αν υποθέσουμε ότι ο προηγούμενος αρχιτέκτονας ήταν λάτρης της μπαρόκ αρχιτεκτονικής και ο επόμενος λάτρης της μινιμάλ. Έτσι, έχουμε τόσο ένα ημιτελές και αστείο κτίριο, όσο και αρκετά μπερδεμένους τους οικοδόμους (τους εκπαιδευτικούς εν προκειμένω). Ενώ, δηλαδή, τους είχε δοθεί εκ των προτέρων μια κατεύθυνση για να «οικοδομήσουν» την πολυκατοικία που ονομάζεται «τριτοβάθμια εκπαίδευση», η φιλοσοφία του καινούργιου αρχιτέκτονα τους μπερδεύει και τους οδηγεί στο αδιέξοδο. Κι έτσι, έχουμε μια διαρκώς ατελέσφορη και ανακυκλώσιμη κατάσταση, την ευθύνη για την ύπαρξη της οποίας, δεν αναλαμβάνει ποτέ κανένας…
Για να περάσουμε στο δια ταύτα, αρκεί μόνο να παρατηρήσει κανείς το εύρος των αλλαγών που συντελέστηκαν στον ακαδημαϊκό χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τα τελευταία χρόνια. Από αλλαγές στο περίφημο «πανεπιστημιακό άσυλο», συγχωνεύσεις και καταργήσεις ολόκληρων σχολών, μετονομασίες πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, ακόμα και αλλαγές στο πρόγραμμα σπουδών του εκάστοτε τμήματος. Ωστόσο, δε θα μπω στον κόπο να σχολιάσω ποιες εκ των προαναφερθεισών αλλαγών καλυτέρευσαν ή χειροτέρευσαν αντίστοιχα την τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας. Θα αρκεστώ μόνο να πω, ότι αυτό το πλήθος αλλαγών σίγουρα επέφερε μια δικαιολογημένη σύγχυση στους φοιτητές και στους υποψηφίους των πανελλαδικών εξετάσεων. Υπήρξαν χρονιές που οι υποψήφιοι για την εισαγωγή στα Α.Ε.Ι. δεν γνώριζαν αν το Τμήμα που θα έβαζαν πρώτο στο μηχανογραφικό τους θα υπήρχε την επόμενη χρονιά. Υπήρξαν χρονιές που στα μέσα τους άλλαξε ο τρόπος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το επόμενο βήμα είναι απ’ ό,τι φαίνεται, να αλλάξουν τα εξεταζόμενα μαθήματα μεσούσης της εξεταστικής περιόδου ενός πανεπιστημίου…
Και τώρα τι κάνουμε;
Αυτό το ερώτημα μπορεί να απασχολήσει οποιονδήποτε από εμάς σήμερα, ανεξαρτήτως αν αλληλοεπιδρούμε στην καθημερινότητά μας με την πανεπιστημιακή κοινότητα ή όχι. Και απ’ ό,τι φαίνεται οι λύσεις που ενδεχομένως μπορούν να δοθούν, είναι πάρα πολλές και κατανοητές σε μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας. Αρχικά, θα ήταν σώφρον να εξετάσουμε το βαθμό αυτονομίας που χαίρουν τα σημερινά ελληνικά πανεπιστήμια σε σύγκριση με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Ορισμένα υψηλού κύρους και εγνωσμένης αξίας ευρωπαϊκά και πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών επιλέγουν εκείνα τους φοιτητές τους με διάφορες μεθόδους (υποτροφίες, συνεντεύξεις, εξέταση του background του φοιτητή). Θα μπορούσαμε κάτω από ορισμένες συνθήκες και αρκετές παραμέτρους να μεταφέρουμε αυτού του είδους τις διαδικασίες και στη χώρα μας, και πάλι αρχικά σε πειραματικό στάδιο, σε ορισμένα μόνον τμήματα και σχολές. Και αυτό, εκτιμώ ότι θα ενίσχυε την ανεξαρτησία των πανεπιστημίων, υπό την έννοια ότι βάσει των ξεχωριστών αναγκών του κάθε Α.Ε.Ι. , είτε σε υποδομές, είτε σε κόστος, θα επιλέγονταν κάθε χρόνο τόσοι φοιτητές, όσους μπορεί το εκάστοτε πανεπιστήμιο να εξυπηρετήσει. Ας μην ξεχνάμε πως, κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα πανεπιστημιακό τμήμα λόγου χάρη που διαθέτει ένα αμφιθέατρο χωρητικότητας 200 ατόμων, θα έχει την επιλογή να ορίζει τον αριθμό των εισακτέων στους 200 ακριβώς.
Εν συνεχεία, ένα σημαντικό εργαλείο που δυστυχώς απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό από τα ελληνικά πανεπιστήμια σήμερα, είναι η έρευνα. Απαρχαιωμένα εργαστήρια, περιορισμένης έκτασης μαθήματα που αφορούν τον τομέα της έρευνας και της γενικότερης διαδικασίας που οδηγεί σε αυτήν, καθώς και – ας είμαστε ειλικρινείς – η συστηματική αδιαφορία των φοιτητών για αυτού του είδους τις κατευθύνσεις μάθησης συνθέτουν εν πολλοίς το «παζλ» της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας σε αυτόν τον τομέα. Σε αυτήν την περίπτωση, η ευθύνη είναι κατά την ταπεινή μου άποψη συλλογική. Και η πολιτεία οφείλει να προασπίζει ποικιλοτρόπως την έρευνα στην πανεπιστημιακή διδασκαλία και να επενδύει σημαντικά ποσά σε εμείς, αλλά και οι φοιτητές έχουν την υποχρέωση να στρέψουν την προσοχή τους στην έρευνα και να την «αγκαλιάσουν» όχι μόνο στο πλαίσιο της κατ’ ανάγκης παρακολούθησης των συναφών μαθημάτων, μόνο και μόνο για να παραλάβουν το πτυχίο τους, αλλά πολύ περισσότερο να την ενστερνιστούν και την μετουσιώσουν σε τρόπο σκέψης και να την εντάξουν στην καθημερινότητά τους.
Τέλος, ένα πρόβλημα που συνεχίζει να απασχολεί διαχρονικά τα πανεπιστήμια και την ελληνική κοινωνία εν γένει, είναι και οι αιώνιοι φοιτητές, οι οποίοι διαιρούνται σε δύο τουλάχιστον κατηγορίες. Πρώτον, σε εκείνα τα άτομα που δεν επιθυμούν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους εκουσίως για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, οι οποίοι δεν θα αναλυθούν στο παρόν άρθρο, και σε εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να ολοκληρώσουν τα προγράμματα σπουδών τους, αλλά δυστυχώς δεν τα καταφέρνουν είτε για οικονομικούς, είτε για προσωπικούς λόγους. Δυστυχώς, η νομοθεσία στην Ελλάδα, όπως και σε παγκόσμια εμβέλεια άλλωστε, δεν είναι σε θέση να προβλέψει και την παραμικρή περίπτωση αιώνιου φοιτητή, και να προσαρμοστεί στα θέλω και τα μπορώ του. Έχει ωστόσο τη δυνατότητα, να θέσει ορισμένους εύλογους περιορισμούς και φραγμούς, οι οποίοι θα αποτρέπουν το άτομο που φοιτά σε κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο να λάβει το πτυχίο του μετά κόπων και βασάνων στην δεκαετία και βάλε… Έχει επίσης τη δυνατότητα να πριμοδοτεί και να προστατεύει νέες φοιτήτριες που εγκυμονούν κατά τη διάρκεια των σπουδών τους και δε μπορούν να τις συνεχίσουν άμεσα. Όπως και νέα παιδιά που παύουν στο δεύτερο ή το τρίτο έτος φερ’ ειπείν να έχουν τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για την απρόσκοπτη συνέχιση της φοίτησής τους. Και τέλος, εξυπακούεται ότι έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει και να διακόπτει αυτεπάγγελτα τη φοιτητική ιδιότητα ενός ατόμου, το οποίο παραμένει φοιτητής για 12 χρόνια (!), με μόνο σκοπό την επίβλεψη των δραστηριοτήτων μιας κομματικής παράταξης στη σχολή του, ή επειδή δεν τον απασχολεί να συνεχίσει τις σπουδές του, και το κάνει μόνο για να καρπώνεται τα οφέλη του περίφημου «φοιτητικού πάσου».
Επιλογικά, θαρρώ πως το παρόν άρθρο έδωσε, αν όχι την πλήρη εικόνα σχετικά με τις παθογένειες που μαστίζουν τα Α.Ε.Ι. στην Ελλάδα του 2021, τότε σίγουρα μια επαρκή εικόνα που μπορεί να κατατοπίσει τον αναγνώστη ικανοποιητικά. Βέβαια, δε πρέπει να λησμονούμε, πως παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα που συνεχώς ανακύπτουν στα πανεπιστήμιά μας, τίποτα δε φαίνεται να τα εμποδίζει να έχουν διαρκώς διακρίσεις και απίστευτου ήθους ανθρώπους μέσα σε αυτά, είτε πρόκειται για διδάσκοντες, είτε για διδασκομένους. Το Ε.Κ.Π.Α. βρίσκεται στην 180η στον κόσμο, ενώ το Α.Π.Θ. στη 205η θέση! Θέλω να πιστεύω όμως, ότι κάποια στιγμή θέλουμε να τα δούμε και πιο ψηλά…