Το «ψεύτικο διαμάντι»

Πριν από εκατοντάδες χρόνια εργαζόταν σε ένα παλάτι ως υπηρέτης του βασιλιά ένας φτωχός άνθρωπος που έμενε σε μία καλύβα στην αρχή του δάσους, περίπου 3 χλμ. έξω από το κέντρο του παλατιού το οποίο είχε έκταση περίπου 1500 στρεμμάτων.

Ο άνθρωπος αυτός λεγόταν Ερατοσθένης, αλλά κανείς δεν τον φώναζε έτσι. Οι φίλοι του είχαν εξαφανιστεί από τη ζωή του, όταν αυτός αποφάσισε να δωρίσει την αμύθητη περιουσία του σε κατοίκους του μικρού χωριού πέρα του δάσους με σκοπό να τους κάνει χαρούμενους, καθώς θα τους έσωζε τη ζωή από τα «δόντια» του βασιλιά, ο οποίος ήθελε να καταστρέψει το δάσος και το χωριό με απώτερο σκοπό την επέκταση του βασιλείου του.

Ο ίδιος πήγε εθελοντικά ως υπηρέτης στο βασίλειο, για να ελέγχει εκ των έσω τι μέλλει γενέσθαι. Για καλή του τύχη, ο βασιλιάς τον είχε δεχθεί. Έτσι, οι κάτοικοι του χωριού έδιναν ένα μέρος των χρημάτων τους κάθε μήνα στον βασιλιά και αυτός τους εγγυόταν την ασφάλειά τους. Ο υπηρέτης όμως ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του. Όχι γιατί του άρεσε η δουλειά του αλλά γιατί ήξερε πως το χωριό ήταν ασφαλές. Ένα χωριό στο οποίο έμεναν τα παιδιά του, η μονάκριβή του κόρη και ο μεγαλύτερός της αδελφός. Δυστυχώς, είχε να τα δει πολλά χρόνια, καθώς αυτά τον είχαν απαρνηθεί όταν ενηλικιώθηκαν και έκτοτε ζούσαν στο μικρό αυτό χωριό. Ο πατέρας τους δεν τους κράτησε κακία ούτε τους έβλαψε ποτέ. Αυτά επέλεξαν να φύγουν από κοντά του, γιατί θεωρούσαν πως ήταν φυλακισμένα. Στη πραγματικότητα, αυτός ήθελε το καλό τους και ήταν προστατευτικός απέναντί τους προκειμένου να μην δουν ή να μην πάθουν κάποιο κακό. Δεν μετάνιωσε στιγμή που δώρισε τα χρήματά του, καθώς σκεφτόταν συνέχεια τα παιδιά του.

Η ζωή στο παλάτι δεν ήταν διόλου εύκολη. Η συμπεριφορά των αυλικών, του βασιλιά αλλά και των περισσότερων κατοίκων προς τον Ερατοσθένη ήταν η χείριστη. Όλοι τον έβριζαν, τον πίεζαν να δουλεύει σχεδόν τα 2/3 της ημέρας, ήτοι 16 ώρες, ενώ το φαγητό του ήταν περιορισμένο και φτωχό. Καμία ένσταση από τον φτωχό αυτό άνθρωπο. Είχε μεγάλη υπομονή. Κάθε βράδυ κλεινόταν στον εαυτό του και σκεφτόταν τι πραγματικά έχει πετύχει σε αυτή τη ζωή, μια ζωή που αγωνίστηκε να μεγαλώσει σωστά τα παιδιά του, μια ζωή τίμια χωρίς να κλέψει τίποτα και από κανέναν, μια ζωή χωρίς τους φίλους του μιας και αυτοί δεν ήταν πραγματικοί αφού τον ήθελαν μόνο για τα χρήματά του, πράγμα που αποδείχθηκε εκ των υστέρων. Έπειτα από όλα αυτά, ήρθε και η άσχημη ζωή στο βασίλειο η οποία δεν τον άφηνε να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήσυχος. Σίγουρα δεν μετάνιωσε για την επιλογή του, μιας και πίστεψε ότι με αυτόν τον τρόπο θα κρατάει ασφαλή τα παιδιά του και θα μπορέσει να τα προστατεύσει.

Τα χρόνια περνούσαν και δεν είχε συμβεί καμία αλλαγή, με εξαίρεση την φιλοξενία του παππούλη από έναν κάτοικο του βασιλείου ο οποίος είχε χάσει τα παιδιά του μια μέρα που αυτά πήγαν για περπάτημα στο δάσος. Ήταν μια βροχερή Παρασκευή και ενώ σουρούπωνε, τα παιδιά αποφάσισαν να πάνε μια βόλτα στο δασάκι όπως συνήθιζαν δυο-τρεις φορές την εβδομάδα. Έτσι κι έγινε. Τα παιδιά ήταν ήδη στο δάσος μα ήταν περασμένη ώρα, γύρω στις 21.30. Είχε ήδη νυχτώσει. Ο πατέρας τους τότε προσπάθησε μαζί με υπηκόους του βασιλιά να βρουν τα παιδάκια, που ήταν 12 και 9 ετών αντίστοιχα. Πολλοί θα σκεφτείτε πως ο πατέρας ήταν επιπόλαιος που άφησε δύο μικρά παιδιά να πάνε μόνα τους στο δάσος. Όχι, δεν ήταν έτσι, αφού στο δάσος βρίσκονταν πολλοί φρουροί του βασιλιά που περιπολούσαν μη και τυχόν υπήρχαν κυνηγοί και ξυλοκόποι. Συνεπώς τα παιδιά ήταν ασφαλή. Τι συνέβη όμως και χάθηκαν; Ξεχάστηκαν με το περπάτημα και είχαν φτάσει στην άκρη του δάσους, όπου υπήρχε ένα ορμητικό ρυάκι και στην αντίπερα όχθη υπήρχε ένα χωράφι για το οποίο υπήρχαν φήμες ότι «έκρυβε» ένα μπαούλο χρυσές λίρες. Δυστυχώς, το ποτάμι ήταν σχεδόν όλο τον χρόνο ορμητικό και όσοι κατάφεραν να περάσουν απέναντι, δεν μπόρεσαν να βρουν το σεντούκι. Ήταν δύο άνδρες γύρω στα 45 αυτοί που κατάφεραν μετά βίας να διασχίσουν το ποτάμι, αλλά «άνθρακας ο θησαυρός»… Δεν είχαν καμία τύχη και έτσι δεν βρήκαν αυτό που έψαχναν. Μάλιστα, ήρθαν αρκετά κοντά στον θάνατο, κάτι που τους απέτρεψε από δεύτερη προσπάθεια. Τα παιδιά λοιπόν επιχείρησαν να περάσουν αλλά μάλλον δεν τα κατάφεραν. Αγνοούνταν η τύχη τους.

Την ιστορία αυτή διηγήθηκε ο κάτοικος του παλατιού στον Ερατοσθένη όταν έμαθε από πού καταγόταν και αυτός ήταν ο κύριος λόγος που τον φιλοξένησε, αλλά δυστυχώς ο δεύτερος δεν είχε δει κάτι ύποπτο στα τόσα χρόνια που έμενε εκεί. Ο Διομήδης, αυτός που φιλοξενούσε τον φτωχό άνθρωπο του δάσους, σκέφτηκε πως δεν είναι σωστό να αφήσει τον Ερατοσθένη. Επειδή δεν τον βοήθησε, ένιωσε την ανάγκη να τον φροντίσει μιας και δεν ήταν υγιής. Οι μέρες και οι εβδομάδες περνούσαν όπως πριν, με μόνη διαφορά πως ο Ερατοσθένης είχε βρει ένα πιάτο φαγητό και ένα κρεβάτι ενώ ο Διομήδης είχε παρέα, μιας και η γυναίκα του τον είχε εγκαταλείψει για την ουράνια πατρίδα πριν πολλά χρόνια λόγω σοβαρής ασθένειας. Ο Ερατοσθένης ένιωθε κάπως πιο χαρούμενος και ικανοποιημένος αλλά η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε μέρα με τη μέρα. Κάπως έτσι, ένα Σάββατο βράδυ, ο Ερατοσθένης αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 76 ετών. Ο βασιλιάς το πληροφορήθηκε αμέσως και διέταξε να θαφτεί το σώμα του κοντά στη σπηλιά όπου ζούσε, στο δάσος. Τότε, δύο φρουροί πήραν τη σωρό, έφτιαξαν ένα φέρετρο από ξύλα που έκοψαν από το δάσος και εκτέλεσαν τη διαταγή του βασιλιά.

Η ζωή κύλησε ήρεμα για τους επόμενους οχτώ μήνες, ώσπου ο βασιλιάς πήγε μαζί με τέσσερις υπηκόους και μία άμαξα στο χωριό, για να εισπράξει τα προβλεπόμενα χρήματα. Τα χρήματα όμως τελείωναν και οι κάτοικοι δεν θα μπορούσαν να πληρώσουν για πάνω από τέσσερις μήνες τον ανάλογο φόρο. Τότε, μιας και δεν μπόρεσαν να βρουν λύση, αποφάσισαν να φύγουν από το χωρίο και να αναζητήσουν αλλού καταφύγιο. Πολλοί από αυτούς προσπάθησαν να βρουν το σεντούκι, αλλά τρεις έχασαν τη ζωή τους λόγω του ποταμού ενώ οι εφτά που κατάφεραν έπειτα από πολλά προβλήματα να περάσουν το ρέμα βρήκαν μόνο κάποια αντικείμενα μικρής αξίας. Τους έσωζαν μόλις για έναν χρόνο ακόμη. Έτσι, αποφάσισαν και αυτοί να εγκαταλείψουν το χωριό για ένα καλύτερο μέρος. Τα δύο παιδιά του Ερατοσθένη αποφάσισαν να γυρίσουν στη καλύβα τους για να μείνουν με το πατέρα τους, καθώς κατάλαβαν την πραγματική αξία που είχαν οι πράξεις του κάποτε. Πλέον ήταν το καταφύγιο τους και όχι η φυλακή τους.

Μετά από μερικές ώρες έφτασαν στο μέρος όπου έμεναν μικροί αλλά ο πατέρας τους δεν ήταν εκεί. Έψαξαν να τον βρουν όμως έμαθαν από τον Διομήδη, ο οποίος πήγαινε συχνά στο δάσος με την ελπίδα ότι θα βρει τα παιδιά του μετά από τόσα χρόνια. Τα παιδιά, όπως ήταν αναμενόμενο, ζήτησαν να τους πάνε στο τάφο του, για να δουν με τα μάτια τους ότι ο πατέρας τους πλέον δεν ζει. Αυτό ήταν η ασπίδα τους. Τους άφησε μόνους τους. Ήχοι κραυγών και οδυρμών ακούστηκαν σε όλο το δάσος. «Έφυγε» ο πατέρας τους και δεν πρόλαβαν να τον δουν για τελευταία φορά. Μια φορά ήταν αρκετή για να του ζητήσουν συγγνώμη, όμως δεν πρόλαβαν…

Ο Ερατοσθένης, ένας άνθρωπος που άντεξε τόσα πολλά, ένα διαμάντι όπως πολλοί τον αποκαλούσαν, παρόλο το ανεξήγητο μίσος τους προς αυτόν, ένας άνθρωπος που γινόταν θυσία για να είναι καλά οι άλλοι, είχε φύγει από τη ζωή. Μόνο αυτός ήξερε πώς πραγματικά ένιωθε. Πληγώθηκε πάρα πολύ. Είχε χρόνια κατάθλιψη και κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τίποτα. Ίσως ο Διομήδης αλλά και σε αυτόν δεν έλεγε πολλά, ήταν κλειστός τύπος. Ένα διαμάντι που τελικά χαράχθηκε από τα γεγονότα της ζωής του, ένα διαμάντι που πόνεσε όσο λίγα όμως δεν έδειχνε κανένα σημάδι «γρατζουνιάς». Ήταν τελικά ψεύτικο διαμάντι; Προσωπικά, πιστεύω πως όχι. Ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Ίσως και το μοναδικό αληθινό διαμάντι.

Τα παιδιά του ήταν αυτά που έκαναν λάθος και πίστεψαν ότι η σπηλιά ήταν η φυλακή τους. Ήταν απλώς το καταφύγιό τους. Είχαν έναν πατέρα που ήθελε να είναι όλοι καλά και προσπαθούσε να βοηθήσει τους πάντες κάνοντας πολλές φορές πράξεις που δεν είχαν κανένα υλικό όφελος για αυτόν παρά μόνο ψυχικά οφέλη που τον έκαναν να αντέχει τις πληγές.

Λοιπόν, μήπως πρέπει να δούμε ποιοι πραγματικά είναι δίπλα μας και τι ουσιαστικό κάνουν για εμάς; Μήπως θα πρέπει να μη βιαζόμαστε να κρίνουμε τους πάντες και τα πάντα; Μήπως θα ήταν χρήσιμο να γίνουμε και εμείς καλύτεροι; Μήπως φοβόμαστε την καταπάτησή μας από άλλους;
Η απάντηση σε όλα αυτά είναι προφανής και είναι η λέξη «ναι».

Χωρίς καλυτέρευση του εαυτού μας δεν θα βελτιωθεί καμία κοινωνία. Ένας άνθρωπος είναι ικανός να αλλάξει πολλά, πόσω μάλλον όταν η προσπάθεια ακολουθείται από μεγάλο πλήθος κόσμου. Όλοι μαζί για ένα καλύτερο αύριο, ένα αύριο γεμάτο διαμάντια.

Ονομάζομαι Γρηγοριάδης Αντώνιος και κατάγομαι από τη πανέμορφη Θεσσαλονίκη. Είμαι τελειόφοιτος του πανεπιστημίου Θεσσαλίας στο τμήμα λογιστικής και χρηματοοικονομικής. Στον ελεύθερό μου χρόνο μου αρέσει να αρθρογραφώ και να τρέχω/περπατάω. Είναι δύο πράγματα που ηρεμούν την ψυχή και το μυαλό. Σας τα συνιστώ ανεπιφύλακτα! Με αγάπη, Ο αρθρογράφος σας