Η Βιομηχανική Επανάσταση ονομάστηκε έτσι γιατί στα πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά της ήταν και η δημιουργία αναγκών που οι καταναλωτές δεν είχαν ακόμα αναπτύξει. Η αυξημένη ζήτηση προσωπογραφιών από τη μεσαία τάξη ξεκίνησε να ικανοποιείται με ταχύτητα (συγκριτικά με τον χρόνο που ήθελε ένας ζωγράφος) από το 1839 όταν επίσημα ανακαλύφθηκε η φωτογραφία. Οι κριτικές ήταν ποικίλες – όπως η ανάλυση του σημαντικού γάλλου στοχαστή C. Baudelaire (1821-1867) – και δεν έχουν σταματήσει μέχρι σήμερα, για το αν δηλαδή η φωτογραφία απαθανατίζει επακριβώς την πραγματικότητα.
Η μεταμοντέρνα κοινωνιολογική σκέψη (postmodernism) αλλά και η ψυχανάλυση, αμφισβήτησαν την έννοια του «αντικειμενικού» και τοποθέτησαν το άτομο (υποκείμενο) ως τον υπεύθυνο της κατασκευής της πραγματικότητας (π.χ. ιστορικές, βιογραφικές αφηγήσεις, κλπ). Με τον ίδιο τρόπο η φωτογραφία επηρεάζεται από το τι θέλει να απαθανατίσει ο φωτογράφος, τι ιστορία θέλει να αφηγηθεί. Ήδη όμως από την δεκαετία του ’30, πριν από αυτήν την αποδόμηση της «αντικειμενικότητας», οι αμφιβολίες εκφράστηκαν ως προς το αν η φωτογραφία είναι τέχνη ή τεχνολογία. Δύο τάσεις υπήρξαν τότε: οι φωτογράφοι που πειραματίστηκαν με το τελικό αποτέλεσμα της εικόνας («Πικτοραλισμός») και οι φωτογράφοι που απαθανάτιζαν τόπους και πρόσωπα (“straight photography”) χωρίς καλλιτεχνικές παρεμβάσεις. Η καταγραφή του Α’ Π.Π. έθεσε το ζήτημα του ντοκουμέντου (το να είμαι εκεί όταν κάτι συμβαίνει) και της αυθεντικότητάς του, επειδή η φωτογραφία είναι μια στιγμή, ενώ το πριν και το μετά της στιγμής δεν μπορεί να το ξέρει κανείς.
Μία από τις πρώτες εικόνες που άνοιξε αυτή τη συζήτηση ήταν της D. Lange “Migrant Mother” (1936). Η Lange είχε αναλάβει να φωτογραφίσει τους εργάτες ενός αγροκτήματος στην Καλιφόρνια που μάζευαν μπιζέλια για λογαριασμό της F.S.A. (Farmer Security Administration). Την συγκεκριμένη μητέρα με τα παιδιά της την φωτογράφισε σε πολλές στιγμές, αλλά η επιλεγμένη φωτογραφία «μίλησε» στο γενικό συναίσθημα του πληθυσμού, ακόμα και αυτών που δεν ανήκαν κοινωνικά και οικονομικά στην ίδια θέση με τη γυναίκα. Η φωτογραφία κυκλοφορούσε για τα επόμενα 60 χρόνια ως εικόνα-ίνδαλμα της «αγωνιζόμενης μητέρας», ενώ το πραγματικό πρόσωπο της φωτογραφίας δεν έλαβε καμιά προσοχή ή βοήθεια. Έτσι, παρόλο που ο αρχικός στόχος ήταν να καταγραφούν οι συνθήκες δουλειάς στο αγρόκτημα, επιλέχθηκε μια φωτογραφία συμβολικής αξίας και κατ’ επέκταση αισθητικής αξίας που ικανοποιούσε συγκεκριμένα συναισθήματα. Η ταλάντευση μεταξύ αισθητικής/καλλιτεχνικής και ρεαλιστικής εικόνας θα απασχολεί τους φωτογράφους (της δημοσιογραφίας και κοινωνικής έρευνας) μέχρι και σήμερα.
Ένα δεύτερο διάσημο παράδειγμα είναι η φωτογραφική δουλειά του ενός από τα μεγαλύτερα ονόματα του πρακτορείου Magnum, Josef Koudelka. Ο Τσέχος φωτογράφος έζησε σαν αυτο-εξόριστος ακολουθώντας τους Τσιγγάνους στην Ευρώπη (δεν χρησιμοποιείται εδώ η επίσημη ονομασία Ρομά λόγω του ότι στην βιβλιογραφία η δουλειά αυτή του Koudelka και στα αγγλικά και στα ελληνικά είναι Gypsies/Τσιγγάνοι). Αυτή η φυγή και περιπλάνηση τον έκανε υποσυνείδητα να ταυτιστεί συναισθηματικά με την ομάδα αυτή, αλλά όχι και πρακτικά. Και η υποκειμενική του κρίση αλλά και οι φωτογραφίες του αναδεικνύουν τον μύθο του «περιπλανώμενου Τσιγγάνου με το ελεύθερο πνεύμα» (ετεροπροσδιορισμός) κάτι που ο λευκός δυτικός δεν έχει (αυτοπροσδιορισμός). Οι φωτογραφίες αυτές αν και έχουν τεράστια καλλιτεχνική αξία, κατασκευάζουν και συντηρούν την στερεοτυπική εικόνα που έχει ο δυτικός λευκός για τον Τσιγγάνο, καθώς αποκτούν μουσειακή αξία. Αυτό τους καθιστά επίσημα ως «οι Άλλοι», «οι διαφορετικοί».
Οι τάσεις σήμερα συνεχίζουν να είναι ανάμεσα σε δύο δρόμους, τον καλλιτεχνικό ή την ανάδειξη μιας πραγματικότητας ως θέμα προβληματισμού. Η σκηνοθεσία, η παρέμβαση και η οπτική γωνία του φωτογράφου ήταν από την αρχή ένα ζήτημα και συνεχίζει πιο έντονα στην εποχή της ψηφιακής επεξεργασίας. Αυτό που είναι σηματικό να σημειωθεί, είναι ότι η φωτογραφία πέρα από αισθητική έχει και κοινωνική παρουσία. Η πραγματικότητα αλλάζει συνεχώς και ο φακός της φωτογραφικής μηχανής είναι πολύ διαφορετικός από το ανθρώπινο μάτι. Σαν μέσο που είναι συνεχώς εξελισσόμενο και βρίσκεται στα χέρια πολλών ανθρώπων, ο φωτογραφικός φακός επηρεάζει, ανανεώνει και επαναδιαπραγματεύεται τον τρόπο οπτικής των πραγμάτων.
Από την Μαίρη Καλαϊτζίδου
Πηγές:
Derrick Prize, Liz Wells, «Σκέψεις για τη φωτογραφία. Διαμάχες, ιστορικά και σήμερα» (Πλέθρον, 2007)
Κωνσταντινίδου Χριστίνα, “Φωτογραφία-Νόημα-Συγκείμενο. Η κατασκευή της ετερότητας στους Τσιγγάνους του Josef Koudelka” (Νήσος, 2010)