Στο κείμενό του από το 2014 με τίτλο «Κυβερνώντας τους Ιταλούς», ο επίτιμος δικαστής του συνταγματικού δικαστηρίου Sabino Cassese έλεγε πως η αδυναμία του ιταλικού κράτους κατέληξε σε ένα διαχωρισμό μεταξύ της νομικής Ιταλίας και της πραγματικής Ιταλίας – την Ιταλία που υπάρχει στα νομικά βιβλία σε αντίθεση με εκείνη της καθημερινής ζωής – πως αυτές οι αδυναμίες έχουν επηρεάσει την ανάπτυξη μιας δημόσιας διοίκησης που είναι αδύναμη όταν αντιμετωπίζει τους δυνατούς και δυνατή όταν αντιμετωπίζει τους αδύναμους. Η σχέση απιστίας και δυσπιστίας μεταξύ του λαού και του κράτους έχει δημιουργήσει μια αρρώστια που εμφανίζεται με την χαμηλή συμμετοχή στις εκλογές, ανησυχητικά επίπεδα φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, διαφθοράς και η κυριαρχία του οργανωμένου εγκλήματος. Ανίκανο να εκτελέσει τις λειτουργίες της, το αναποτελεσματικό κράτος στρέφεται σε εξωτερικές πηγές και παράλληλες οργανώσεις για να το ενισχύσουν, οι οποίες είναι συχνά ανεξέλεγκτες, ανεπαρκείς και διεφθαρμένες και το αποδυναμώνουν ακόμη περισσότερο. Ο Cassese δε μιλούσε για τον ιταλικό αθλητισμό, αλλά το επιχείρημά του είναι εύκολα εφαρμόσιμο και αυταπόδεικτο στο πώς αναπτύσσεται το ποδόσφαιρο.
Γνωστοί για τις ακραίες δεξιές απόψεις τους οι tifosi της Λάτσιο. Στην αναμέτρηση της Κυριακής 22/10/2017 με την Κάλιαρι άφησαν στην curva sud κάτι απαράδεκτο. Είχαν κάνει μοντάζ το πρόσωπο της Άννας Φρανκ (γνωστή από το ιστορικό ημερολόγιο στην κατεχόμενη από τους ναζί Ολλανδία) με φανέλα της Ρόμα και ταυτόχρονα είχαν αφήσει μηνύματα κατά των Εβραίων και των Τζαλορόσι. Η πειθαρχική επιτροπή της ιταλικής ομοσπονδίας ποδοσφαίρου τιμώρησε την Λάτσιο με ένα απλό πρόστιμο 50.000 ευρώ, για ένα ζήτημα που προκάλεσε αντιδράσεις τόσο στον αθλητικό όσο και στον πολιτικό κόσμο.
Ο πρόεδρος της SS Lazio, Claudio Lotito, έκανε μια εμφανώς απολογητική επίσκεψη στη Συναγωγή της Ρώμης για να καταθέσει ένα στεφάνι στα χρώματα της Λάτσιο, κάτι για το οποίο επικρίθηκε από τον ραβίνο της Ρώμης, Riccardo Di Segni. Η δήλωσή του πως «η εβραϊκή κοινότητα δεν είναι πλυντήριο» μοιάζει να είναι άμεση αναφορά στο πώς η ιταλική ακροδεξιά επιχειρεί να ξεπλυθεί από το εξτρεμιστικό και αντισημιτικό της παρελθόν μέσα από ανοιχτά απολογητικές χειρονομίες – θέμα στο οποίο θα επιστρέψουμε ξανά αργότερα. Η επίσκεψη του Lotito δεν είχε ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Λάθος αποσπάσματα από το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ διαβάζονταν δυνατά στα γήπεδα της Serie A πριν από τα παιχνίδια της επόμενης αγωνιστικής και οι ποδοσφαιριστές φορούσαν μπλούζες κατά του αντισημιτισμού. Μια μικρή μειοψηφία οπαδών της Λάτσιο τραγούδησαν το φασιστικό ύμνο «Me ne frego».
Η σύγχρονη σχέση του ποδοσφαίρου με το νεοφασισμό φάνηκε ξανά μετά από λίγες εβδομάδες με την πανηγυρική χειρονομία του Eugenio Maria Lupi μετά από γκολ για την ομάδα του στην Seconda Categoria, Futa 65. Βγάζοντας τη φανέλα της ομάδας του, φανερώθηκε μια μπλούζα με τη σημαία της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας. Ο παίχτης έκανε επίσης ρωμαϊκό χαιρετισμό με τεντωμένο χέρι. Επίσημα μέρος του φασιστικού κινήματος από το 1925, ο χαιρετισμός υιοθετήθηκε ως υποκατάστατο αυτού που θεωρούνταν η αστική χειραψία το 1932. Σύμφωνα με την Simonetta Falasca-Zamponi, έγινε «το εκ των ων ουκ άνευ του πραγματικού φασίστα, το στοιχείο δίχως το οποίο κάποιος δε μπορούσε να θεωρείται φασίστας». Αρκετά προκλητική από μόνη της, η χειρονομία του Lupi ήταν ακόμη πιο σκανδαλώδης λόγω των αντιπάλων της ομάδας του, της Marzabotto. Το 1944, στη περιοχή γύρω από το χωριό αυτό στα νότια της Μπολόνια, πραγματοποιήθηκε η μαζική δολοφονία τουλάχιστον 770 πολιτών από δυνάμεις των ναζιστικών Waffen SS. Σε μια απόπειρα να πάρει αποστάσεις από το περιστατικό η ομάδα και οι παίχτες της, δίχως τον Lupi, επισκέφτηκε το ναό στο Μνημείο του Μαρτσαμπότο μία εβδομάδα αργότερα.
Υπάρχουν πολλά σε αυτά τα επεισόδια για να εξηγήσουν γιατί και πώς η Ιταλία έχει τόσες δυσκολίες να διαχωρίσει το ποδόσφαιρο από τον φασισμό. Μεταξύ τους είναι η άγνοια, μια βαθιά απέχθεια προς την εξουσία, την αναποτελεσματική φύση της ιταλικής δικαιοσύνης, την έλλειψη ηγεσίας και την σημαντική σχέση μεταξύ ποδοσφαιρικών ομάδων και οργανώσεων των ultras.
Η ιστορία σπάνια είναι γραμμική και το μονοπάτι από το φασιστικό ποδόσφαιρο της δεκαετίας του 1930 στην Ιταλία στο σημερινό νεοφασισμό στα γήπεδα απέχει από το να είναι άμεση. Η επένδυση του καθεστώτος, η εκμετάλλευση, και η προπαγάνδα μέσω του παιχνιδιού ήταν σημαντική και άφησε ένα ανθεκτικό αποτύπωμα μέσα από τα γήπεδά του και το εθνικό πρωτάθλημα, την Serie A. Ο φασισμός δεν ήταν, ωστόσο, τόσο βαθιά ριζωμένος στην ιταλική κοινωνία για να θεωρηθεί η μεταπολεμική του επιβίωση και η θετική του μνήμη να θεωρηθεί ως αναπόφευκτη. Η ιδεολογική και ταξική σύγκρουση στη μέση του αγώνα για την απελευθέρωση από το 1943 ως το 1945 δημιούργησε ένα σχίσμα στην Ιταλία κατά μήκος πολιτικών γραμμών που δε συμφιλιώθηκαν ποτέ πλήρως. Η συνέπεια είναι η διαιρεμένη μνήμη του παρελθόντος που έχει τροφοδοτηθεί περαιτέρω από την άγνοια, από περιόδους ακραίας πολιτικής βίας και από ένα αναποτελεσματικό κράτος που επιβραβεύει τις σχέσεις αντί του ταλέντου και, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, πρόσφερε ένα φιλόξενο καταφύγιο για εκείνους με νοσταλγικές αναμνήσεις του παρελθόντος.
Επιμέλεια άρθρου: Ευγενία Κελαράκου
Εικόνα: Alisdare Hickson