Το καρναβάλι αποτελεί μια ιδιαίτερη «γλώσσα» έκφρασης της λαϊκής κωμικής παράδοσης και των ηρώων της και επιπλέον ένα διαχρονικό ανθρωπολογικό φαινόμενο. Το όνομά του το πήρε κατά τα χριστιανικά χρόνια και χαρακτηρίστηκε ως τύπος λαϊκής γιορτής. Σε αυτήν την γιορτή όμως, αν ανατρέξουμε στο παρελθόν, θα βρούμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα μιμητικών πράξεων, αναπαραστάσεων, μορφών και λόγου. Είναι μία τελετουργική και κωμική γλώσσα που, αν και διαφοροποιείται συνεχώς μέσα στο χρόνο, όσον αφορά τους τρόπους έκφρασης, η δομή της παραμένει σταθερή. Μελετώντας λοιπόν το παρελθόν βρίσκουμε τρεις μορφές έκφρασης.
Στην πρώτη μορφή, η γλώσσα αυτού που ονομάζουμε σήμερα καρναβάλι, είναι βαθιά παραδοσιακή και έχει μια ασυνείδητη κοσμοθεωρία για τον κόσμο και την ύπαρξή μας μέσα σε αυτόν. Αυτή αφορά κυρίως την εμπειρία της αγροτικής ζωής και των συμβολισμών της: καρποφορία, εναλλαγή εποχών, αναπαραγωγή ζώων και ανθρώπων. Σε αυτήν την εποχή και φιλοσοφία βρίσκουμε τον γελωτοποιό, την άμεση σύνδεση του ανθρώπου με τη φύση καθώς και τις αντιθέσεις όπως έρωτας/θάνατος, αναγέννηση/φθορά.
Σημαντική συνεισφορά στην ανάλυση αυτήν αποτελεί το βιβλίο του Μιχαήλ Μπαχτίν «Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του» στο οποίο αναλύεται το λεγόμενο «λαϊκό γέλιο» και η μετουσίωσή του σε αυτό που γνωρίζουμε ως καρναβάλι και σήμερα. Το λαϊκό γέλιο περιελάμβανε μεταμφιέσεις, διάφορα δρώμενα όπως η εκθρόνιση του βασιλιά, πράγματα δηλαδή που αντέστρεφαν την κανονική τάξη των πραγμάτων. Οι άνθρωποι εφάρμοζαν την τάξη πραγμάτων όπως την έβλεπαν στην φύση κι έτσι, όπως εναλλάσσονταν οι εποχές, έτσι εναλλάσσονταν και τα πρόσωπα στην κοινωνική ιεραρχία. Αυτές οι πρακτικές πηγάζουν από ανάλογες γιορτές της αρχαιότητας όπως τα Διονύσια και τα Σατουρνάλια, που έχουν χαρακτηριστεί ως «τελετές αντιστροφής».
Στην δεύτερη μορφή έκφρασης, ενώ το γέλιο είναι καθολικό μέχρι μια ορισμένη φάση του Μεσαίωνα και γελοιοποιεί κάθε μορφή ζωής, όταν η Μοναρχία σταθεροποιείται ως θεσμός στην Ευρώπη, έρχεται η επιβολή ορίων και κανόνων. Πλέον, ο βασιλιάς είναι πρόσωπο ιερό και δεν μπορεί να τον αγγίξει η διακωμώδηση. Σε αυτή τη φάση συναντάμε άλλου τύπου αντιθέσεις σε σχέση με την πρώτη μορφή, που είναι το σοβαρό-ανώτερο/κωμικό-κατώτερο. Η σοβαρότητα εδώ συνδέεται με τον φόβο, την υπακοή και την υποταγή στον βασιλιά και επομένως στην απαγόρευση. Ως αποτέλεσμα, το καθολικό γέλιο έγινε μια μορφή γιορτής που λάμβανε χώρα μια φορά τον χρόνο και αποτελούσε αφορμή ο κόσμος να λυτρωθεί για λίγο από αυτόν τον φόβο.
Η τρίτη μορφή εντοπίζεται στην Αναγέννηση και την ανάδυση μιας νέας αισθητικής. Σε αυτήν την εποχή αναδύεται η «τελειότητα» του ανθρώπινου σώματος και η απομάκρυνση από την απόλυτη ταύτιση με τη φύση. Οι Ιταλοί αναγεννησιακοί παραμερίζουν την αισθητική του Γκροτέσκο (Grotesque) (μια μορφή τέχνης που άνθρωποι, ζώα και φυτά αναμειγνύονται σε απροσδιόριστες μορφές), από τα κλασικά έργα αποσιωπώνται οι φυσικές ανάγκες και διαχωρίζεται η καθομιλουμένη γλώσσα από μια επίσημη. Μπαίνουμε έτσι σιγά σιγά σε μια νέα εποχή, αυτή του Δυτικού πολιτισμού όπως τον ξέρουμε σήμερα, με νέους τρόπους συμπεριφοράς, επικράτηση ορθολογικών αξιών, γέννηση της αστικής τάξης, νέων τρόπων οργάνωσης της κοινωνίας κλπ.
Παρόλα αυτά, το καρναβάλι ως γλώσσα και μορφή έκφρασης επιβιώνει και μέσα από τη λογοτεχνία: Σαίξπηρ στον «Βασιλιά Ληρ» και τον «Άμλετ» και Θερβάντες στον «Δον Κιχώτη» (περιγράφουν πώς η επίσημη ζωή αναποδογυρίζει ξαφνικά). Ο Μ. Μπαχτίν εντοπίζει την καρναβαλική γλώσσα και στον Ντοστογιέφσκι, οι χαρακτήρες του οποίου βιώνουν παραβιάσεις των ορίων τους. Αλλά και στον δικό μας Καραγκιόζη βλέπουμε ξεκάθαρα την υπέρβαση των ορίων στους τρόπους έκφρασης, την γελοιοποίηση του Βεζίρη και την μεγέθυνση του χεριού, της μύτης και των οπισθίων όπως υπερτονίζονταν από την αρχαιότητα αντίστοιχα μέρη του ανθρώπινου σώματος.
Από την Μαίρη Καλαϊτζίδου
Βιβλιογραφία:
Μπαχτίν, Μ. (2017), Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, Παν/κές εκδόσεις Κρήτης.
Κιουρτσάκης, Γ. (2008), Καρναβάλι και Καραγκιόζης, Κέδρος.