Κλασικοί VS Κεϊνσιανοί

Δύο από τις βασικές θεωρίες που επικρατούν στην θεωρία των οικονομικών και ακριβέστερα στην μακροοικονομική θεωρία είναι η κλασική και η κεϊνσιανή θεωρία. Ακόμα και σήμερα οι δύο αυτές σχολές σκέψης αν και αρκετά ανανεωμένες έρχονται σε «σύγκρουση» σχετικά με το ποιες είναι οι κατάλληλες πολιτικές σε μια οικονομία.

Η κλασική θεωρία

Η κλασική θεωρία πηγάζει από το έργο του φημισμένου οικονομολόγου -και όχι μόνο- Adam Smith, «Έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών» που εκδόθηκε το 1776. Στο συγκεκριμένο έργο φαίνεται πως έπεισε τους υποστηρικτές της κλασικής θεωρίας η έννοια του «αόρατου χεριού». Μέσα από αυτή την έννοια αυτό που προωθείται είναι ότι στις ελεύθερες αγορές αν τα άτομα δρουν με απώτερο στόχο το προσωπικό τους συμφέρον, τότε η οικονομία ως σύνολο θα λειτουργεί εύρυθμα. Σαν να καθοδηγούνται από κάποιο αόρατο χέρι που μεγιστοποιεί την ευημερία όλων.

Ένα άλλο βασικό σημείο της κλασικής θεωρίας είναι η υπόθεση ότι οι αγορές που υπάρχουν σε μια οικονομία είτε αυτές είναι προϊόντων είτε εργασίας ή χρηματοπιστωτικές πρέπει να λειτουργούν ανεμπόδιστες, χωρίς να υπάρχουν όρια. Έτσι, για να επικρατεί η ισορροπία στις αγορές, πρέπει τόσο οι μισθοί όσο και οι τιμές να προσαρμόζονται γρήγορα, δηλαδή να υπάρχει η λεγόμενη “ευκαμψία τιμών και μισθών” . Συνεπώς, το κράτος οφείλει να έχει ελάχιστη παρέμβαση, καθώς οποιαδήποτε παρέμβαση μπορεί να οδηγήσει στην αναποτελεσματικότητα. Τα οικονομικά όντα είναι εκείνα που δέχονται τα σήματα της οικονομίας και οδηγούνται σε συγκεκριμένες ενέργειες προκειμένου να επικρατήσει η ισορροπία.

Η κεϊνσιανή θεωρία

Οι υποστηρικτές της κλασικής θεωρίας και οι πολιτικές του laissez-faire φαίνεται πως βρήκαν έναν ισχυρό αντίπαλο περίπου 160 χρόνια μετά. Μετά το 1929 η Μεγάλη Ύφεση και η ανεργία ανέδειξαν αρκετές αδυναμίες των υποστηρικτών της κλασικής θεωρίας. Έτσι, το 1936 ο Βρετανός οικονομολόγος John Maynard Keynes παρουσιάζει «τη λύση» απέναντι στο πρόβλημα της κλασικής προσέγγισης στο βιβλίο του «Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος». Επιτέλους εμφανίστηκε κάποιος. για να δώσει λύσεις και εξηγήσεις στο πρόβλημα της επίμονης ανεργίας που ταλαιπωρούσε τον κόσμο. Η βασική εναντίωση με την κλασική θεωρία είναι η υπόθεση του Keynes ότι οι τιμές και οι μισθοί δεν προσαρμόζονται γρήγορα. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να βρίσκονται οι αγορές εκτός ισορροπίας ακόμα και για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Και κάπου εδώ έχουμε και τη δεύτερη μεγάλη διαφορά από τους κλασικούς. Προκειμένου να εξαλειφθεί η ανεργία, ο Keynes πρότεινε την αύξηση των δημοσίων δαπανών, καθώς αυτός ήταν ένας τρόπος να τονωθεί η οικονομία. Όπως παρατηρούμε, η παρέμβαση του κράτους είναι περισσότερο επιθυμητή και απαραίτητη  για τους κεϊνσιανούς προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα των ελεύθερων αγορών.

Η συνέχεια…

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο οι περισσότερες χώρες ενστερνίστηκαν τις κεϊνσιανές πολιτικές για περίπου 2 δεκαετίες. Όλα έδειχναν πως η συγκεκριμένη θεωρία αντιμετώπιζε αποτελεσματικά την οποιαδήποτε στρέβλωση. Τη δεκαετία του 1970 όμως οι κρίσεις κάνουν ξανά την εμφάνισή τους. Επίσης, παρουσιάστηκε και ο στασιμοπληθωρισμός, δηλαδή μια κατάσταση υψηλής ανεργίας και πληθωρισμού. Όλα αυτά έκαναν αρκετούς οικονομολόγους να αμφισβητήσουν την κεϊνσιανή θεωρία και να στραφούν ξανά στην κλασική θεωρία, αλλά σε μια πιο ανανεωμένη προσέγγιση.

Μέχρι σήμερα οι δύο αυτές θεωρίες έχουν αναδιατυπωθεί προκειμένου να εξηγήσουν τα αδύνατα σημεία τους.

Επιμέλεια κειμένου: Ευγενία Κελαράκου

Πηγές:

https://www.investopedia.com/terms/c/classicaleconomics.asp

https://www.investopedia.com/terms/k/keynesianeconomics.asp

https://www.investopedia.com/terms/l/laissezfaire.asp

Μακροοικονομική, (2008), Andrew Abel, Ben Bernanke, Dean Croushore

Πτυχιούχος οικονομικών επιστημών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών οικονομικών σπουδών. Έχω ασχοληθεί με την εκπαίδευση. Βασική μου επιδίωξη, είναι να παρουσιάσω ενδιαφέροντα άρθρα οικονομικού (κυρίως) περιεχομένου, ώστε να γίνονται από όλους κατανοητά.