Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος: «Είμαστε απαρηγόρητες φύσεις. Κανείς ευτυχισμένος δεν ασχολείται με την Τέχνη»

Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου έχοντας ως δασκάλους τα «ιερότερα» τέρατα της ηθοποιίας, ενώ έχει πραγματοποιήσει σπουδές φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Είναι από τους πιο πολυσχιδείς καλλιτέχνες που έχουμε. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και καθηγητής υποκριτικής. Φέτος, τον απολαμβάνουμε τηλεοπτικά στην Μάγισσα από το κανάλι του Ant1. Αυτό που αποκόμισα από τη συνέντευξη αυτή είναι πως πρόκειται για έναν «φωτεινό» άνθρωπο που διαρκώς προσπαθεί να αφυπνίζεται κόντρα στα «σκοτάδια» του καιρού. Με μεγάλη χαρά τον φιλοξενώ στο your e-articles.

-Γεννηθήκατε στην Αθήνα. Ποιες είναι οι μνήμες των παιδικών σας χρόνων;

Ναι, γεννήθηκα στην Αθήνα το 1960 και μεγάλωσα σε μια πολύ φτωχική γειτονιά, στα Ιλίσσια, στα σύνορα με την Καισαριανή. Την εποχή που βγήκαν τα ψυγεία του πάγου. Εμείς δεν είχαμε ψυγείο. Ψυγεία είχαν οι πλούσιοι. Εμείς ήμασταν ανέκαθεν πολύ φτωχοί. Και, ως αριστεροί, όλοι στην οικογένειά μου, ήμασταν και κυνηγημένοι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα φτωχά, κυνηγημένα, αριστερά χρόνια… Και αυτά τα φτωχά χρόνια, εκείνη η φτώχια είναι η σημερινή μου περιουσία.

-Η πιο ανάγλυφη ανάμνηση που κουβαλάτε ως σήμερα;

Μέσα στην Χούντα… Βράδυ, συσκότιση, απαγόρευση κυκλοφορίας… Χωμένοι, κρυμμένοι μέσα στην κουζίνα, με ελάχιστο φως, ώστε να μην φαίνεται τίποτα από τον δρόμο. Ο πατέρας μου να μας διαβάζει Βαλαωρίτη «μέριασε βράχε να διαβώ, το κύμα αντρειωμένο, λέει στην πέτρα του γιαλού» – κι η μάνα μου μαγειρεύοντας να σιγοτραγουδά (για να μας διώξει τον φόβο) τραγούδια της Πόλυς Πάνου… Θυμάμαι πολύ έντονα εκείνη την νύχτα… Ίσως γιατί ήταν η μέρα που είχε γυρίσει ο πατέρας μου, από τότε που τον είχαν συλλάβει, το βράδυ της 21ης Απριλίου… Το βράδυ εκείνο που συνέλαβε κι εμένα η πραγματικότητα και μπήκα βίαια στον ιστορικό χρόνο.

-Τι είναι αυτό που οδηγεί έναν άνθρωπο να καταπιαστεί με την ηθοποιία;

«Η Τέχνη είναι καταφύγιο, δεν είναι επιλογή» μας λέει ο Ντιντερό. Κι έχει δίκιο. Ένα αίσθημα ασφυξίας μας κάνει να θέλουμε να φύγουμε, να δραπετεύσουμε από την πραγματικότητα. Κάτι μας έκανε να μην μπορούμε να συντονιστούμε με τα γύρω, να διαφέρουμε από τους άλλους, να είμαστε αταίριαστοι… Αυτό το «κάτι», λοιπόν είναι η αιτία που καταφεύγουμε στην Τέχνη, κι αυτό το «κάτι» μαρτυρά ένα τραύμα, ένα πένθος, από το οποίο αρδεύεται το ταλέντο μας… Είμαστε απαρηγόρητες φύσεις. Κανείς ευτυχισμένος δεν ασχολείται με την Τέχνη…

-Ο δικός σας λόγος που στραφήκατε σε αυτό το αντικείμενο;

Από παιδί «δεν χωρούσα στην ύλη», κι ως νέος ήμουν κι εγώ «αταίριαστος» με τα γύρω πράγματα. «Υπάκουσα», λοιπόν, σε μια εσωτερική φωνή. Όταν ξεκίνησα (κατέφυγα) σε αυτόν τον δρόμο, τότε (πριν 43 χρόνια), στην αρχή δεν ήξερα τι ήταν αυτό ακριβώς που με οδήγησε. Άλλα πίστευα πως ήταν τα κίνητρα, και εν τέλει άλλα διαπίστωσα πως ήταν. Τα πραγματικά αίτια είναι βαθειά ριζωμένα στα σκοτεινά, άρρητα βάθη του είναι μας, εκεί όπου αναμένει το οικείον φως της ψυχής μας. Αναμένει, έως ότου του δώσουμε την άδεια να βγει, και να αναλάβει το έργον τής ζωής μας, οδηγώντας μας εκεί όπου επισκοπεί το άλλο Φως, το αληθινόν!

-Αποφοιτήσατε από το Εθνικό Θέατρο, παρακολουθήσατε σεμινάρια στο Εθνικό Ωδείο και το Ωδείο Αθηνών αλλά και σεμινάρια χορού. Τι αποκομίσατε;

Πώς να περιγράψω με λίγα λόγια όλα αυτά τα πολλά και καλά που μου χάρισαν οι σπουδές μου; Ήταν τα χρόνια της βασικής μου εκπαίδευσης ως ηθοποιός. Πολύτιμες, ανεκτίμητες οι συναντήσεις με τους τότε σπουδαίους Δασκάλους μας. Τους οφείλω τεράστια ευγνωμοσύνη.

-Οι σπουδές πάνω στη Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας άνοιξαν έναν καινούργιο κόσμο μπροστά σας;

Ήμουν πολύ νέος, αλλά με βοήθησαν να καταλάβω εγκαίρως το πόσο πολύτιμο εργαλείο, το πόσο χρήσιμο εφόδιο είναι για τον άνθρωπο η φιλοσοφική σκέψη, στην αναζήτηση της ευτυχίας και του νοήματος της ζωής. Η φιλοσοφία ήταν, είναι και θα είναι η τέχνη του βίου και η άσκηση της ηθικής.

-Γειτνίασε το θέατρο με τη φιλοσοφία μέσα σας; Δημιούργησαν ένα καινούργιο μείγμα;

Κατανόησα από τα πρώτα μου βήματα ότι το Θέατρο μέσω του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος εικονοποίησε από σκηνής, δια του λόγου, τα μεγάλα ερωτήματα της Φιλοσοφίας. Οι Έλληνες αυτό το Θέατρο πρότειναν στην ανθρωπότητα. Οι μεγάλοι Τραγικοί συγγραφείς ήταν όλοι μαθητές των μεγάλων Φιλοσόφων.

-Ποιες μορφές της παγκόσμιας φιλοσοφικής σκέψης σας επηρέασαν στη διαδρομή σας ως άνθρωπο και καλλιτέχνη;

Θα έλεγα πως είμαι (ή θα ήθελα να ήμουν – γιατί δεν τα καταφέρνω πάντοτε)… Σωκρατικός. Ο Σωκράτης είναι για μένα ένας μεγάλος φάρος. Με επηρέασαν ανά καιρούς πολλοί, αλλά επιστρέφω πάντα στους Έλληνες. Στον Πλάτωνα, στον Επίκουρο, στον Ηράκλειτο, στον Εμπεδοκλή, στους Στωικούς γενικότερα, με μια ιδιαίτερη αδυναμία στον Επίκτητο.

-Εκτός από ηθοποιός έχετε υπάρξει σκηνοθέτης, συγγραφέας και καθηγητής υποκριτικής. Ξεχωρίζετε κάποια από τις παραπάνω ιδιότητες;

Είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Το ένα χρειάζεται το άλλο, κι όλα μεταξύ τους συνδέονται, αλληλεπιδρούν και συνομιλούν. Αφοσιώθηκα πολλά χρόνια στην διδασκαλία ως «καθηγητής Υποκριτικής» – από το 1996. Όμως, δεν ξέρω πια αν έχει νόημα γιατί αυτό που γνωρίζαμε εμείς ως Θέατρο πια δεν υπάρχει. Το Θέατρο έχει διολισθήσει στο θέαμα… Δεν είναι πλέον ο Ηθοποιός-μάγος το ζητούμενο, είναι ο «ακροβάτης», ο τσιρκολάνος. Άρα…

-Με ποιο τρόπο διαχειρίζεστε ένα ρόλο που πρόκειται να ερμηνεύσετε; Σας κεντρίζουν τα κοινά ή τα διαφορετικά στοιχεία που ενδεχομένως έχετε και εσείς ως άνθρωπος;

Αρχικώς τον μελετώ, και προσπαθώ να τον αντιληφθώ, να τον καταλάβω, να τον εννοήσω, να τον κατανοήσω, και εν τέλει να τον συμπονέσω! Για να μπορέσω στην σκηνή να είμαι πάντα υπέρ του. Με κεντρίζουν όλα εκείνα που τον χαρακτηρίζουν ως διαφορετικό από τους άλλους, άρα και μοναδικό. Και οι ρόλοι είναι σαν τους ανθρώπους, άλλοι είναι πιο απλοί, κι άλλοι είναι πιο σύνθετοι.

-Πολλοί ηθοποιοί λειτουργούν παίζοντας με μανιέρα, προσπαθώντας να δοκιμάσουν την πετυχημένη και εγγυημένη συνταγή. Σας βρίσκει σύμφωνο αυτό;

Υποθέτω πως κανέναν μας δεν βρίσκει σύμφωνο αυτό. Ούτε και οι ίδιοι που το κάνουν θα συμφωνούν – μάλλον θα «υποχρεώνονται» από τις συνθήκες. Θα έχουν εγκλωβιστεί στην μανιέρα από κάποια ανάγκη. Κατά βάθος όλοι οι ηθοποιοί έχουμε επίγνωση του τι κάνουμε στην σκηνή… ¬– ας επαναλάβω : οι ηθοποιοί!

-Υπάρχει κίνδυνος να βαλτώσει ένας ηθοποιός. Με ποιο τρόπο κατακτά την εξέλιξη;

Ναι, υπάρχει αυτός ο κίνδυνος. Τώρα που έχουν περάσει μπόλικα χρόνια από τότε που είμαι στο επάγγελμα – από το καλοκαίρι του 1981 – μπορώ να ισχυριστώ ότι ένας ηθοποιός έχει «βαλτώσει» ως ηθοποιός, όταν έχει βαλτώσει μάλλον και ως άνθρωπος. Ο τρόπος, λοιπόν, για να εξελιχθεί ο ηθοποιός είναι αρχικώς να εντοπίσει την όποια στασιμότητα που (του) έχει προκύψει (ανθρώπινα είναι όλα) και να θελήσει να προχωρήσει. Έπειτα (εύχομαι) να αντιληφθεί εγκαίρως ότι πέρα από το τεχνικό κομμάτι της δουλειάς το πιο σημαντικό είναι το εσωτερικό ταξίδι, κι εκεί να επενδύσει. Οι αλλαγές στο εσωτερικό τοπίο θα φέρουν τα δώρα τους στο εξωτερικό τοπίο, στην Υποκριτική επί του προκειμένου.

-Έχετε δοκιμαστεί σε πολλά είδη και έχετε συνεργαστεί με σπουδαίους καλλιτέχνες. Ξεχωρίζετε κάποια συνεργασία;

Όχι, δεν μου είναι εύκολο να ξεχωρίσω πια, γιατί κάθε συνεργασία ήταν μοναδική με τον τρόπο της και στάθηκε πολύτιμη και ως εμπειρία και ως μάθημα. Ας μου επιτραπεί να σταθώ μόνο στον Μίνω Βολανάκη. Αν οι δάσκαλοί μου στο Εθνικό (Αρώνη, Τζόγιας, Χατζηαργύρη, Καλλέργης, Βόκοβιτς, Μήτσος Λυγίζος, Τάσος Λιγνάδης, Τάσος Ρούσσος, Αλέξης Διαμαντόπουλος και τόσοι άλλοι σπουδαίοι) ήταν οι καλλιτεχνικοί μου γονείς, τότε αυτός, ο Βολανάκης, ήταν ο πρώτος μου πραγματικός Δάσκαλος. Ήταν ένας μάγος του πνεύματος. Και ως ένας άλλος ιδιότυπος γκουρού είχε την δυνατότητα να σε ξεκάνει κι ύστερα να σε ξανακάνει – ο… και έκανε!

-Αν έπρεπε να διαλέξετε την καλύτερη ερμηνεία σας σε ρόλο, ποια θα ήταν αυτή;

Θα διάλεγα τον «Μέγα Ιεροεξεταστή». Έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία σε αυτό το κείμενο και σε αυτόν τον ρόλο.

-Τα συναισθήματα σας όταν παίξατε για πρώτη φορά σε ένα κατάμεστο θέατρο;

Χαμένος, σαν σε ονειροφαντασιά… Μετέωρος, σαν σε αερόστατο… Έκπληκτος, χαμένος… Για αυτό και δεν θυμάμαι και τίποτα! Τίποτα… Κάτι θραύσματα εικόνων που δεν μεταφέρουν ουσιαστικά καμία πληροφορία, και κανένα συναίσθημα. Ήμουν ασυνείδητα παρών απών, άτεχνος…

-Είναι τα ίδια και σήμερα;

Σήμερα, ευτυχώς, είναι όλα τελείως διαφορετικά. Έχω γείωση, έλεγχο των πάντων, βλέπω και ακούω τα πάντα, γι’ αυτό και θυμάμαι τα πάντα. Τώρα πια, μετά από τόσα χρόνια, είμαι στην σκηνή συνειδητά παρών απών, και έντεχνος – δόξα τω Θεώ!

-Έχετε νιώσει άβολα πάνω στη σκηνή;

Ναι, σε τέσσερεις παραστάσεις, για διαφορετικούς λόγους. Πολύ άβολα – ήταν πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Και, κατέφυγα στο οινόπνευμα. Σε μία από αυτές, διατύπωσα δε και την εξής εξυπνάδα: όταν η σκηνοθεσία δεν έχει πνεύμα, τότε ο ηθοποιός χρειάζεται… οινόπνευμα! Ανοησίες, βεβαίως – ανωριμότητα και φριχτές δικαιολογίες! Οινόπνευμα… – φανταστείτε, εγώ που, χαχαχα, δεν πίνω ποτέ μου αλκοόλ! Ήταν, όμως, πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Ήμουν και πολύ νέος. Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε ποτέ άλλοτε. Μεγάλωσα, ωρίμασα…

-Κατά καιρούς έχουν γίνει συζητήσεις για τα είδη, τα επιτρεπτά ή μη μέτρα και σταθμά στο θέατρο. Οριοθετείται κάποια γραμμή τελικά; Πώς ορίζεται το καλό και το αποδεκτό και τα αντίθετά τους;

Όπως σας είπα και πριν το Θέατρο, κατά την γνώμη μου, έχει γλιστρήσει στο θέαμα – όπου (κακά τα ψέματα) τα καραγκιοζιλίκια περισσεύουν. Καραγκιοζιλίκια ενδεδυμένα τον μανδύα μιας κάποιας (τάχα μου) καλλιτεχνικής ανησυχίας. Ό,τι είναι έξω από την περιοχή του Θεάτρου, δεν το αποδέχομαι ως Θέατρο. Ως θέαμα είναι ευπρόσδεκτο, ως Θέατρο όχι. Αυτό σε σχέση με το περιεχόμενο. Όσον αφορά την φόρμα, τότε κάθε φόρμα είναι ευπρόσδεκτη εάν εξυπηρετεί το περιεχόμενο. Γενικώς, και κατά τα άλλα «περί ορέξεως», που λένε.

-Αποκτάτε εσωτερικό βάρος όταν εισπράττετε ένα ηχηρό χειροκρότημα στην υπόκλιση;

Αντιθέτως – μια εξωτερική ελαφράδα… Πάντως, ακόμα και τότε παραμένω υπό την επήρειαν της φράσης τού Επίχαρμου: «νάφε και μέμνασο απιστείν» – μένε νηφάλιος και να θυμάσαι πως πρέπει να δυσπιστείς.

-Θέατρο, σινεμά ή τηλεόραση;

Θέατρο, εννοείται! Την γοητεία που έχει η τελετή της ζωντανής παράστασης δεν την έχει ούτε η τηλεόραση ούτε ο κινηματογράφος.
Παρά το γεγονός ότι οι παραστάσεις πια σε ελάχιστα μέρη γίνονται υπό ιδανικάς-κανονικάς συνθήκας. Τα (περισσότερα) χειμερινά λειτουργούν σαν μπαρ και τα καλοκαιρινά σαν αναψυκτήρια – θλιβερό.

-Φέτος, συμμετέχετε στη Μάγισσα στον Αnt1. Πώς νιώθετε που επιστρέφετε στη μικρή οθόνη μετά από αρκετό διάστημα;

Ναι, μετά από αρκετό διάστημα, κάπου 17 χρόνια – από το 2007 που τελείωσε η «Βέρα στο Δεξί». Όλα αυτά τα χρόνια είχα συνειδητά κρατηθεί μακριά από την τηλεόραση, αλλά και από το θέατρο ειδικά τα τελευταία χρόνια. Εφέτος είναι μια χρονιά επιστροφής, κατά κάποιον τρόπο – θα φανεί… Νιώθω λίγο περίεργα. Έχω ανάμεικτα συναισθήματα. Απ’ την μια χαίρομαι για την δουλειά και το σήριαλ, αλλά απ’ την άλλη… Βλέπετε, συμβαίνουν τόσα και τόσα, πολλά και οδυνηρά πράγματα γύρω μας που δεν μπορώ να χαρώ ακριβώς με το σήριαλ, όταν δίπλα μας έχουμε πυρκαγιές, πλημμύρες, σεισμούς, πόλεμο, δεν μπορώ να περιχαρακωθώ στην «ατομική μου ευτυχία» – ποτέ μου δεν λειτουργούσα έτσι…

-Παράλληλα, διδάσκετε στο Θέατρο των Αλλαγών. Είναι δύσκολη η διαδικασία της διδασκαλίας; Η προσέγγιση νέων ανθρώπων που αγαπούν το θέατρο;

Όχι μόνο στο Θέατρο των Αλλαγών, αλλά και στην Σχολή Τράγκα, και στην Σχολή Μιούζικαλ που έχει η Σία Κοσκινά. Παλαιότερα και σε άλλες Σχολές… Είναι δύσκολη η διδασκαλία της Υποκριτικής, γιατί δεν γίνεται χωρίς την αφιερωμένη παρουσία κάποιου καθηγητή. Είναι ειδική Τέχνη. Προϋποθέτει προσωπική σχέση με τον νέο σπουδαστή-ηθοποιό. Ξεκινάς πάντα από την αρχή, και καμμία συλλογική εμπειρία δεν φαντάζει να βοηθάει στην αρχή. Χρειάζεται πολύ σκληρή προσωπική δουλειά και πάρα πολύς χρόνος μέχρις ότου να σου φανούν χρήσιμα ακόμα και τα πιο απλά εγχειρίδια Υποκριτικής. Γίνεται δε διπλά δύσκολη η διδασκαλία της Υποκριτικής στις μέρες μας διότι επικρατεί τεράστια σύγχυση γύρω από το τι είναι Θέατρο, και τι είναι Υποκριτική. Αλλάζουν δε όλα γύρω μας ολοταχώς. Κι οι αλλαγές στον καιρό μας φοβούμαι πως δεν διαμορφώνουν αλλά παραμορφώνουν. Διαπιστώνω ότι αντί να αντλήσουμε υλικό από την πολύτιμη και αξιοθαύμαστη περιουσία της ελληνικής θεατρικής μας κληρονομιάς, και να πάμε πιθανόν κι ένα βήμα παρά κάτω, αναγνωρίζοντας και τιμώντας την «ελληνική υποκριτική ιθαγένεια» (ναι, υπάρχει!) αντ’ αυτού, φοβούμαι ότι πιθηκίζουμε απλώς –ανοήτως και αμηχάνως– τους συρμούς της Εσπερίας! Κοινώς, για να χρησιμοποιήσω μια φράση του Παπαδιαμάντη που μου αρέσει πολύ : «χάσκωμεν προς τα ξένα». Έχουμε χάσει την ταυτότητά μας, τον προσανατολισμό μας και, σαφώς, και πολύτιμο χρόνο… Δεν είμαι σίγουρος, λοιπόν, ότι λέγοντας σήμερα «Θέατρο», εννοούμε όλοι το ίδιο πράγμα.

Για το Θέατρο πάντως που έχω εγώ κατά νου, θα έλεγα ότι ένας νέος ηθοποιός καλό θα ήταν εγκαίρως να αντιληφθεί ότι το Θέατρο είναι πολύ πνευματικό και πολύ αριστοκρατικό άθλημα. Ότι χρειάζεται πολύ διάβασμα, αφιέρωση, αφοσίωση και ασκητισμός, συνέπεια και πάθος, υπομονή, επιμονή και αναμονή. Θα συμβούλευα τους νέους ηθοποιούς ότι καλό θα ήταν αμέσως και εκ παραλλήλου με την Υποκριτική να ξεκινήσουν το ταξίδι της αυτογνωσίας, να εξερευνήσουν το εσωτερικό τους τοπίο, και βεβαίως να συντονιστούν άμεσα με την γύρω πραγματικότητα. Κι αν θέλουν μια καλύτερη πραγματικότητα, τότε ας ξέρουν πως θα χρειαστεί πρώτα να εξεγερθούν –σε προσωπικό, ατομικό επίπεδο– για την δικήν τους αυτοπραγμάτωση, και εν συνεχεία να «επαναστατήσουν» (αναγκαστικά) για να διεκδικήσουν αφενός μιαν ανθρώπινη ζωή αφετέρου όλα αυτά τα δικαιώματα που μας αφαίρεσαν (ως άνθρωποι κι ως πολίτες), και που απ’ ό,τι φαίνεται κανείς δεν έχει την πρόθεση να μας τα επιστρέψει. Και, φυσικά, αυτή η «επανάσταση», όπως και κάθε επανάσταση, δεν θα είναι –φευ!– «αναίμακτη»… Αλλά, τα νέα παιδιά έχουν υποστεί –φευ!– όλες τις καταστροφικές συνέπειες απ’ το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον που εμείς –και πάλι, φευ!– οι παλαιότεροι τους παραδώσαμε. Ζώντας οι νέοι σε αυτό το απάνθρωπο και σκοτεινό παρόν, αναρωτιέμαι από πού άραγε και πώς θα αντλήσουν δύναμη και έμπνευση για να οικοδομήσουν (αν υπάρχει ακόμα ανοικτό ένα τέτοιο ενδεχόμενο) ένα μέλλον που να τους περιέχει ως πνευματικότητες και όχι ως αριθμούς στα λογιστικά κατάστιχα αυτών των άρρωστων (και μεταφορικά και κυριολεκτικά) υπέργηρων που κυβερνούν τον πλανήτη.

Το βλέμμα των νέων, κατά την γνώμη μου, έχει φανερά βυθιστεί σε σκοτεινά τοπία με αμφίβολη ορατότητα. Ευτυχώς, όχι όλων! Υπάρχουν εξαιρέσεις που όμως, δυστυχώς, επιβεβαιώνουν αυτό που φαίνεται να είναι ο κανόνας. Εγώ, πάντως, είμαι ταγμένος από άποψη και ιδεολογία να στέκομαι δίπλα στους νέους. Κάνω και θα κάνω τα πάντα για να τους είμαι χρήσιμος. Έτσι νιώθω πως «υπηρετώ» το παρόν, τιμώντας την ζωή και τον χρόνο. Κι αν το βλέμμα τους, λοιπόν, απέναντι στον κόσμο έχει βυθιστεί σε σκοτεινά τοπία αμφίβολης ορατότητας θα υποθέτετε φαντάζομαι τι (υποθέτω πως) έχει πάθει το βλέμμα τους απέναντι στο Θέατρο… Θλιβερές αντανακλάσεις… Εξ ου και οι δυσκολίες στην διδασκαλία της Υποκριτικής – και όχι μόνον εκεί.

-Ποια είναι τα προσόντα που καθιστούν έναν δάσκαλο αποτελεσματικό;

Πρώτον, να μπορεί γίνει καθρέπτης όπου ο μαθητής θα βλέπει το είδωλό του. Δεύτερον, να μπορεί να αντανακλά (το) φως με το οποίο ο μαθητής θα σμιλέψει το είδωλό του, την προσωπικότητά του, αποκτώντας σιγά-σιγά το δικό του πρόσωπο. Τρίτον, να δεχτεί την δασκαλοφονία, να γίνει δηλαδή κομμάτια και θρύψαλα από τα χέρια του μαθητή, προκειμένου να συνεχίσει μόνος του πια. Πρόκειται περί «θυσίας» που λέει κάπου ο Χρήστος Μαλεβίτσης. Είναι πνευματικός ο αγώνας… «Ο δάσκαλος» λέει ο Μαλεβίτσης «είναι ένας ειδικής κοπής πνευματικός άνθρωπος. Παρίσταται και συμβάλλει στην γέννηση της ψυχής του μαθητή, είναι δημιουργός ανθρώπων, δηλαδή μετέχει σε αυτήν την μυστηριακή διαδικασία της εξόδου του κάθε ανθρώπου από το σκότος του ασυνειδήτου στο φως της συνειδήσεως».

-Πώς κρίνετε τη σημερινή ελληνική κοινωνία; Έχει χαθεί η ισορροπία στον κοινωνικό ιστό;

Αχ, τι να πρωτοπούμε για αυτά; Άβυσσος… Δηλαδή: ά-βυθος! Και μάλλον δεν έχουμε δει και τίποτα ακόμα. Τα χειρότερα έρχονται… Και οι όποιες αλλαγές προς το καλύτερο δεν θα γίνονται πλέον (απ’ ό,τι φαίνεται) με ειρηνικούς τρόπους. Θαρρώ, δε, πως η ελληνική κοινωνία έχει πάψει προ πολλού να είναι Ελληνική. Διακρίνω τάσεις αφελληνισμού, που μάλλον δεν είναι τυχαίες. Παραφράζοντας τον Μπρεχτ, θα πω: «Ζούμε σε σκοτεινούς καιρούς. Βλέπουμε τον Έλληνα να τον έχουν παίγνιο σκοτεινές δυνάμεις». Κι από Έλληνες πολίτες γίναμε ελληνόφωνοι υπήκοοι.

-Υπάρχουν στοιχεία της που δεν αντέχετε;

Ναι, πολλά… Η αγένεια, η καθολική παραβατικότητα, η έλλειψη στοιχειώδους αγωγής και ευπρέπειας, η χυδαιότητα, η ασχήμια… Ο σημερινός νεοέλληνας έχει χάσει πολλά καλά που τον χαρακτήριζαν άλλοτε. Έχει χάσει την λεβεντιά του και την αρχοντική μαγκιά του. Υιοθέτησε όλες τις παραβατικότητες που μας έρχονται από τας Εσπερίας, όλες τις αμερικανιές των οπισθίων ¬¬– συγχωρέστε μου την έκφραση. Μιμείται ανοήτως ανοησίες – συνεχώς και επιτυχώς. Έχασε τον τρόπο του, τον δρόμο του, έχασε την γλώσσα του και την ταυτότητά του. Κατά την γνώμη μου η ζημιά είναι μη αναστρέψιμη…

-Τι μας οδήγησε στον λήθαργο και την απουσία της πνευματικότητας;

Κατ’ εμέ όλο αυτό που παρατηρούμε γύρω μας δεν έγινε τυχαία. Θαρρώ πως είναι σχεδιασμένο και οργανωμένο από τις εξουσίες. Σε δυο γενιές δε από τώρα κανείς πια δεν θα μιλά ελληνικά σε αυτόν τον τόπο – δεν θα υπάρχει καν λόγος να μιλά ελληνικά! Αυτός ο τόπος πρέπει να κατοικηθεί μάλλον από άλλους. Οι εξουσίες τον χρειάζονται φαίνεται για άλλους σκοπούς… Εμείς, τους ενοχλούμε. Αυτά όλα δεν έγιναν από την μια ημέρα στην άλλη. Πάνω από 40 χρόνια τώρα παρακολουθώ αυτές τις βίαιες αλλαγές, αυτό το βίαιο και αναγκαστικό «ξεβλάχεμα» του λαού μας – τι ντροπή! Με την διάλυση της Γλώσσας αρχικώς, κι ύστερα με την αρωγή της Μόδας. Και τώρα μας ήρθε και η Woke Ατζέντα για να ξεχαρβαλωθεί κι ό,τι είχε μείνει ακόμα όρθιο.

-Ελευθερία, δημοκρατία, πολιτική ορθότητα. Τι σκέψεις σας γεννάνε αυτές οι έννοιες;

Στον «θαυμαστό ανάποδο κόσμο» μας, που λέει κι ο καθηγητής Κ. Βαθιώτης, αυτές οι έννοιες είναι πια διαστρεβλωμένες… Σημαίνουν, ως φαίνεται, ακριβώς το αντίθετό τους. Αυτή δε η δόλια η «πολιτική ορθότητα» – τι παγίδα, τι νάρκη, τι πεπονόφλουδα, τι μπλόφα… Και μόνο το γεγονός πως όποιος την αμφισβητεί εξοστρακίζεται γιατί τάχα μου «νομιμοποιεί τον ακροδεξιό λόγο» θα έπρεπε να μας είχε βάλει σε σκέψεις για την πολιτική ορθότητά της!

-Μέσα στα χρόνια είστε ενεργός και έχετε κοινωνικές ανησυχίες. Τι εικόνα έχετε σχηματίσει για τη σημερινή πολιτική κατάσταση εντός και εκτός Ελλάδας;

Εντός της Ελλάδος τα πράγματα είναι απλά : ΕΧΟΥΜΕ ΗΤΤΗΘΕΙ ΚΑΤΑ ΚΡΑΤΟΣ ! Ως χώρα έχουμε τελειώσει. Τα κατάφεραν… Ας διασωθεί τουλάχιστον ο Ελληνισμός. Αν έχουμε όνειρα για μια νέα Ελλάδα (εγώ όχι – δεν το πιστεύω), αυτά θα γίνουν πραγματικότητα μετά από 600 χρόνια πάλι, κι αφού θα έχει προηγηθεί μια ανάλογη Φιλική Εταιρεία. Εκτός Ελλάδος, θα είχε ενδιαφέρον να ομολογήσουμε ότι είμαστε προ μεγάλων και σημαντικών αλλαγών, με φόντο τον πόλεμο. Θα άξιζε τον κόπο, πάντως, να ανακαλύψουμε την πραγματική μάχη: ΠΟΙΟΣ μάχεται με ΠΟΙΟΝ; Ο καπιταλισμός δεν φαίνεται να είναι η απάντηση σε όλα. Το σκάκι, ίσως, να είναι μια απάντηση… Εμείς , είμαστε τα πιόνια, ή στην καλυτέρα των περιπτώσεων, κοιτάμε το παιχνίδι, και ανά καιρούς αντιλαμβανόμαστε και την παρτίδα – σήμερα η καπιταλιστική παρτίδα, χθες ή αύριο κάποια άλλη. Η πραγματική ερώτηση όμως, κατ’ εμέ, είναι: ΠΟΙΟΣ παίζει με ΠΟΙΟΝ; Και ΓΙΑΤΙ; Το σκάκι είναι η απάντηση…

-Το εκλογικό σώμα εξέλεξε για δεύτερη τετραετία τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Πώς ηχεί αυτό στα αυτιά σας;

Μου επιβεβαιώνει την σκέψη που έχω τα τελευταία χρόνια πως το σώμα της κοινωνίας λες κι είναι πάνω σ’ ένα χειρουργικό τραπέζι. Προφανώς, γιατί έγιναν, γίνονται και θα γίνουν μεγάλες επεμβάσεις. Και, όπως σε κάθε χειρουργική επέμβαση, εξυπακούεται ότι ο ασθενής είναι υπό την επήρεια νάρκωσης. Έχουν φροντίσει από χρόνια να ναρκώσουν τους πολίτες, εν όψει αυτών των επεμβάσεων. Έτσι κατανοώ εγώ το ακατανόητο της παθητικότητας που εκφράζεται στην κοινωνία σήμερα, μπροστά στην επερχόμενη λαίλαπα. Οι άνθρωποι είναι-είμαστε ζαλισμένοι, ναρκωμένοι. Η κοινωνία, λοιπόν, ως σώμα, φαίνεται πως είναι πια ένα άρρωστο σώμα. Κάποιοι, λοιπόν, μας χρησιμοποιούν, παίζοντας ένα ιδιότυπο σκάκι – και διαισθάνομαι πως αυτή η παρτίδα είναι, δυστυχώς, προς το τέλος. Δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε και πολλά πράγματα, διότι ο ένας παίκτης ειδοποίησε ήδη: ρουά ματ σε δύο κινήσεις! Ο Μητσοτάκης είναι μάλλον ένα μαθητευόμενο πιόνι – πιόνι του νικητή!

-Τι σκέψεις σας γέννησε η εκλογή και το φαινόμενο του Στέφανου Κασσελάκη;

Πιόνι, μάλλον, κι αυτός! Πιόνι… κι αυτός του νικητή. Επικαιρικό φαινόμενο! Το θέαμα στο θέατρο της πολιτικής. Μου φαίνεται πως (μάς) έχει επιβληθεί, από κέντρα κεντρικών εξουσιών, για να υπηρετήσει την Ατζέντα Woke και την Ατζέντα 2030. Δεν τον γνωρίζω ως άνθρωπο, και το τι κάνει στην προσωπική του ζωή ελάχιστα μας αφορά, μιας και αυτό δεν εγγυάται κάποια ειδική δεξιότητα στον πολιτικό στίβο. Δεν μου αρέσει που μιλάει τα ελληνικά σαν να ΜΗΝ είναι η μητρική του γλώσσα. Δεν είναι ο μόνος, βεβαίως, έχουν προηγηθεί πλείστοι καλλιτέχνες, αοιδοί που τραγουδούν με προφορά, τάχα μου μοντέρνα! Αχ, αυτή η ξενομανία μας και η πνευματική μας ξενοδουλεία! Τι κατάντια… Γελοιότητες… Βέβαια, και όλα τα ελληνόπουλα σήμερα μιλάνε τα ελληνικά με προφορά, λες κι είναι μετανάστες τρίτης γενιάς από την Αυστραλία. Προφανώς, αφού τα τρέχουνε να μάθουν τα αγγλικά από τα γεννοφάσκια τους – δεν φταίνε τα παιδιά. Οπότε, θα τους είναι, χαχαχα, πολύ ταιριαστός για Πρωθυπουργός! Σημεία (και τέρατα) των καιρών…

-Η σχέση σας με τον Θεό;

Ευτυχώς…-χαχαχα- τα ‘χουμε ακόμα! Με τα πάνω μας και τα κάτω μας… Πιστεύω σε αυτήν την σχέση – θέλω να πιστεύω. Βέβαια, μου συμβαίνει συνήθως αυτό που λέει κάπου ο Ντοστογιέφσκυ: «όταν πιστεύω, δεν πιστεύω ότι πιστεύω… κι όταν δεν πιστεύω, δεν πιστεύω ότι δεν πιστεύω»… Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το Μεγάλο Σάββατο στο «Χριστός Ανέστη» κλαίω, πάντα! Αδύνατον να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Δεν ξέρω γιατί κλαίω. Και ταυτόχρονα μέσα μου νιώθω ότι ξέρω! Αυτό το γνωστό άγνωστο το εμπιστεύομαι πλέον, και το αφήνω ελεύθερο να ρέει.

-Τι άνθρωπος είναι ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος;

Μέρος ρητό, κι αυτός, του Άρρητου Λόγου…

-Αν βρισκόσαστε ναυαγός σε ένα ερημικό νησί ποιο προσωπικό σας αντικείμενο θα θέλατε να σας συντροφεύει;

Το «διαβασμένο» κομποσκοίνι μου…

-Τι είναι για σας η ευτυχία;

Να αξιωθείς να βρεις τον άνθρωπό σου, και να μην χάσεις την πίστη σου – την εμπιστοσύνη σου, δηλαδή, στο σχέδιο του Θεού! Εν ολίγοις: ν’ αναπνέεις καλά!

-Πώς λειτουργείτε όταν ερωτεύεστε;

Ευτυχώς, δεν ερωτεύομαι πια – δεν χρειάζεται πλέον, δόξα τω Θεώ!
Αλλά όταν ερωτευόμουν (την ύλη), είχα κι εγώ όλα τα συμπτώματα της ασθένειας του έρωτα –κοινά σε όλους τους ανθρώπους– όπως εξαιρετικά τα περιγράφει ο Ρολάν Μπάρτ στο βιβλίο του «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου». Τώρα πια τον μόνον έρωτα που ποθώ, ζηλεύω, λαχταρώ να αξιωθώ (ο ανάξιος) είναι μονάχα ο θείος έρως, που βλέπω στα μάτια κάποιων πιστών…

-Το καταφύγιο σας όταν όλα δείχνουν δύσκολα;

Ο άνθρωπός μου, η σιωπή, η ησυχία, η θάλασσα, τα βιβλία και κυρίως ο Κύριος!

-Ο μεγάλος σας φόβος;

Η ανθρωποφαγία, όπως μας ειδοποιεί κι ο Ντοστογέφσκυ, που την έχουν ήδη φέρει αυτή η περίεργη παρτίδα σκάκι, που σας έλεγα, μ’ αυτό το τελεσίδικο ρουά ματ σε δύο κινήσεις. Και η απειλή από αυτούς τους συμπαίκτες που παίζουν σκάκι, με σκακιέρα όλη την ανθρωπότητα, όλη την υφήλιο και με πιόνια όλους εμάς που μας δίχασαν, μας κάθισαν τον έναν απέναντι στον άλλον και μας χειραγωγούν, μας κινούν, έχοντας δέσει τα μάτια μας, το στόμα, τα χέρια, τα πόδια. Φοβάμαι πως δεν υπάρχει πια ο χρόνος για να τους χαλάσουμε το παιχνίδι… Οδεύουμε στα έσχατα…

-Αν μπορούσατε να γυρίσετε το χρόνο πίσω υπάρχει κάτι που θα θέλατε να αλλάξετε;

Αχ, τα πάντα. Τον κόσμο ολόκληρο!

-Τα όνειρά σας για το μέλλον;

Ο αγώνας σήμερα είναι ενάντια στο ανθρώπινο είδος… Κινδυνεύει σύνολο η ανθρωπότητα. Ονειρεύομαι, λοιπόν, και εύχομαι η ανθρωπότητα να βρει την δύναμη να νικήσει όσους την επιβουλεύονται.

-Η συμβουλή που θα δίνατε σε ένα νέο άνθρωπο για να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα;

Να ξέρει πάντα τι ΑΚΡΙΒΩΣ θέλει, να τολμά να το θέλει και να διεκδικεί αυτό που θέλει, αλλά με έναν όρο: να μην ενοχλεί, να μην προκαλεί και να μην βιάζει!

-Ηθοποιός σημαίνει…;

Δύτης του μέσα βυθού. Ηνίοχος του παραλόγου. Πάσχον παιδί… Παιδί της Οικουμένης…

-Τι σας έρχεται στο μυαλό όταν λέτε το όνομα Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος;

Χαχαχα… Τίποτα… Άλλωστε, σπανίως λέω το όνομά μου, παρά μόνον όταν συστήνομαι… Όμως, όταν το γράφω, ομολογώ πως μου αρέσει να το γράφω (πάντα), περιέργως πώς, με κεφαλαία γράμματα: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ! Χαχαχα… Αστειότητες!

-Κύριε Κωνσταντόπουλε σας ευχαριστώ πολύ για την επικοινωνία μας.

Εγώ σε ευχαριστώ.

Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο

Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος βιογραφικό: εδώ

Αποτυχημένος φοιτητής Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποτυχημένος φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Ερασιτέχνης ραδιοφωνικός παραγωγός και αρθρογράφος. Συλλέκτης βινυλίων, κόμικς και βιβλίων. Λάτρης της ινδικής κουζίνας και του κόκκινου κρασιού. Με το γράψιμο έχω μια ιδιαίτερη σχέση. Όταν γράφω θέλω η σκέψη που ξεκινάει από εμένα να ολοκληρώνεται από τον αναγνώστη...