Ο Ντίνος Πετράτος είναι ένας και μοναδικός στο είδος του. Σπουδαίος εικαστικός, ενδυματολόγος και σκηνογράφος. Με το ταλέντο του δημιούργησε όμορφα έργα ζωγραφικής και κόσμησε τα σκηνικά πολλών επιτυχημένων τηλεοπτικών σειρών της δεκαετίας του 90. Φιλόξενος και ευγενής με υποδέχτηκε στο σπίτι του, το καταφύγιο του όπως μου ανέφερε και περπατήσαμε μαζί τη διαδρομή της ζωής του. Με μεγάλη χαρά τον φιλοξενώ και εγώστοyourearticles.
-Γεννηθήκατε στη Κόρινθο και μεγαλώσατε στη Πάτρα. Ποιες είναι οι εικόνες της πρώιμης ζωής σας;
Θυμάμαι τα δυο μας σπίτια. Το σπίτι μας στην Κόρινθο βρισκόταν στο τέρμα της οδού Πηγάσου. Στη Πάτρα βρισκόταν ανάμεσα σε δύο δρόμους, στη 12ου Συντάγματος και του 6ου Συντάγματος. Το σπίτι είχε δύο εισόδους, και από τις δύο οδούς που ανέφερα. Υπήρχαν βρύσες στο δρόμο με μπρούτζινους κρουνούς. Θυμάμαι ότι σαν παιδιά, βάζαμε τα χέρια μας από κάτω, πατούσαμε να τρέξει το νερό και βρέχαμε ο ένας τον άλλον. Υπήρχαν και πολλά άδεια οικόπεδα. Φορούσαμε μαύρα παντελονάκια γυμναστικής και παίζαμε συνεχώς. Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά είναι τη Καθαρά Δευτέρα, όταν όλοι έλεγαν «πάμε να πετάξουμε αετό», εμείς στη Πάτρα λέγαμε «πάμε να στήσουμε αστέρι». Βρίσκω αυτή τη φράση αρκετά ποιητική.
-Οι γονείς σας είχαν κατάστημα ηλεκτρικών ειδών. Σας προόριζαν να ακολουθήσετε την οικογενειακή επιχείρηση;
Ναι… Οι άνθρωποι ήθελαν να ακολουθήσω την οικογενειακή επιχείρηση γιατί τους ενδιέφερε το μέλλον μου, η αποκατάσταση μου. Υπήρχε ένα μαγαζί, μια στρωμένη δουλειά. Δεν είχαν κακή πρόθεση μέσα τους. Εγώ βέβαια δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Είχα ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον για την ζωγραφική. Ασχολούμουν και ήμουν δοσμένος σε αυτή. Απλά δεν υπήρχε και άλλος καλλιτέχνης στην οικογένεια, οπότε όσα έλεγα τους φάνταζαν αλλόκοτα. Και κάποια στιγμή μου ανέφεραν ότι η ζωγραφική θα είναι μόνο για το σαββατοκύριακο. Φυσικά ήταν κάτι που δεν μπόρεσα να δεχτώ.
-Και τι κάνατε;
Δεν αντέδρασα έντονα. Δεν τσακώθηκα. Απλά σηκώθηκα και έφυγα για να ακολουθήσω αυτό που ήθελα. Και δεν χάλασα ποτέ τη σχέση μου μαζί τους. Ούτε με τους γονείς μου, ούτε με τα αδέρφια μου.
-Τι σας γοήτευσε να ασχοληθείτε με τη ζωγραφική;
Αισθανόμουν υποχρεωμένος ότι έπρεπε να ασχοληθώ με αυτό. Το πρώτο πράγμα που ένιωθα ότι θέλω να κάνω μόλις ξυπνήσω, ήταν να ζωγραφίσω. Ακόμα και στο δημοτικό, όλα τα τετράδια μου ήταν γεμάτα ζωγραφιές με μολύβι και στυλό.
-Είστε αυτοδίδακτος.
Αυτό είναι μεγάλη κουβέντα. Αυτοδίδακτος δεν μπορεί να πει ότι είναι κανείς. Όλοι κάπου ακουμπάμε. Ας πούμε ότι δεν πήγα σε Σχολή Καλών Τεχνών.
-Θα θέλατε να είχατε πραγματοποιήσει κάποιες σπουδές;
Όχι να σου πω την αλήθεια.
-Συναντήσατε δυσκολίες στην αρχή;
Όχι. Για κάποιο λόγο ήρθαν όλα γρήγορα.
-Ποιοι σας στήριξαν στα πρώτα σας βήματα;
Πρώτος ο Βαγγέλης Σειληνός. Είχε δει ορισμένα σχέδια μου από ένα φίλο μου και μου ζήτησε να κάνω κοστούμια για εκείνον και το μπαλέτο του σε μια παράσταση. Έπειτα, πάνω στη κουβέντα που κάναμε, μου πρότεινε να αναλάβω ολόκληρο τον θίασο. Και μιλάμε για μεγάλα ονόματα της εποχής. Ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, η Μαίρη Χρονοπούλου, ο Κώστας Καρράς, η Μπέτυ Μοσχονά και ο Τάκης Μηλιάδης μεταξύ άλλων. Το αστειο είναι ότι στις αρχικές πρόβες δεν κατάλαβαν ποιος ήμουν. Νόμισαν ότι ήμουν ο βοηθός μου. Και με ρωτούσαν: «Αυτός ο Πετράτος πότε θα έρθει;». Στη συνέχεια, με βοήθησαν ο Σταμάτης Φασουλής και η Άννα Παναγιωτοπούλου. Κάναμε παρέα από την εποχή της Ελεύθερης Σκηνής. Ο Σταμάτης με φώναξε να ασχοληθώ με τα κοστούμια σε μια παράσταση που ανέβασε στο Θέατρο Παρκ ενώ η Άννα ήταν αυτή που μου άνοιξε τον δρόμο για τα σκηνικά στην τηλεόραση.
-Αναφέρεστε στις Τρεις Χάριτες;
Ναι, στο σήριαλ των Ρέππα και Παπαθανασίου. Η Άννα, μετά την επιτυχία της Μαντάμ Σουσού, είχε πια λόγο στις παραγωγές. Και όταν ήρθε στο τραπέζι το θέμα των σκηνικών είπε να το αναλάβω εγώ.
-Πως ήταν η πρώτη φορά στη τηλεόραση;
Δεν είχα ξανακάνει σκηνικά, ειδικά για την τηλεόραση. Μπήκα μέσα σε ένα χώρο προσπαθώντας να καταλάβω αυτό που γινόταν σε ένα γύρισμα, το λεγόμενο τρικάμερο. Διαβάζοντας το σενάριο και ξέροντας ότι οι ηρωίδες είναι τρεις αδερφές μαζί με μια θεία, άρα τέσσερις γυναίκες σύνολο, προσπάθησα να κάνω οικονομία στα χρώματα των σκηνικών ώστε να αναδειχτούν τα χρώματα των ρούχων τους και να γράφουν εκείνες καλά στο φακό.
-Για το λόγο αυτό δημιουργήσατε και την σκακιέρα στο πάτωμα;
Ναι. Το θέμα όμως είναι ότι η σκακιέρα ήταν πρόβλημα για την παραγωγή. Δεν ήταν κανονικά πλακάκια. Ήταν βαμμένα με λαδομπογιά. Τότε, δεν έκαναν τέτοιου είδους σκηνικά. Πρώτος εγώ άρχισα να εφαρμόζω τέτοιες τεχνοτροπίες. Είχαν συνηθίσει να κάνουν ψεύτικα πατώματα βουρτίζοντας με κάσια και με νερό τις επιφάνειες και στο τέλος περνούσαν από πάνω ένα βερνίκι ώστε να μοιάζει με πάτωμα.
-Νιώσατε περήφανος για το αποτέλεσμα;
Έκανα το καλύτερο. Έγινε με ένα θεατρικό τρόπο η σκηνογραφία. Παρόλα αυτά, έψησε πολύ κόσμο ότι ήταν ένα κανονικό σπίτι. Θυμάμαι είχα βάλει μες στη μέση και έναν μεγάλο πίνακα του Μόραλη. Απομίμηση ήταν. Όταν είδε τα πρώτα επεισόδια η Πέγκυ Ζουμπουλάκη, μου ζήτησε κατ’ επιθυμία του Γιάννη Μόραλη να μου παραχωρήσει αυθεντικούς του πίνακες. Εγώ όμως το αρνήθηκα.
-Γιατί της το αρνηθήκατε;
Είσαι καλά της λέω; Και αν έφευγε το μικρόφωνο του μπούμαν και έπεφτε πάνω και τον τρυπούσε;
-Βλέποντας το έργο θυμάμαι ακόμα και τη πόρτα.
Σε αυτά με βοήθησε ο Βασίλης Καταβελάκος που ήταν υπεύθυνος κατασκευαστής των σκηνικών στο Studio ATA. Με βοήθησε να βρω παλιά vintage κομμάτια και έτσι έφτιαξα το νεοκλασικό στις Τρεις Χάριτες.
-Πως λειτουργούσατε ως σκηνογράφος;
Διάβαζα τα πρώτα σενάρια της εκάστοτε σειράς όπου μου είχε ανατεθεί η δημιουργία των σκηνικών και προσπαθούσα να μπω στον ψυχισμό των χαρακτήρων. Πως θα ήταν το ιδανικό τους σπίτι με βάση τα γνωρίσματα που είχαν. Κυκλοφορούσα έξω για βόλτα και το μυαλό μου λειτουργούσε συνειρμικά με τους χαρακτήρες των σήριαλ. Έβλεπα ένα σακάκι και έλεγα «Α! Αυτό ταιριάζει για αυτή την περίπτωση, για αυτόν τον ήρωα της σειράς».
–Επιμεληθήκατε τα σκηνικά πολλών τηλεοπτικών επιτυχιών. Ξεχωρίζετε κάποια από αυτές;
Ξεχωρίζω το Ντόλτσε Βίτα επειδή δεν έγινε από την παραγωγή αλλά από εμένα εξ ολοκλήρου. Αν το άφηνα στην παραγωγή θα ήταν άθλιο το αποτέλεσμα.
-Ποιος καλλιτέχνης σας επηρέασε σαν εικαστικό;
Ο Γιάννης Τσαρούχης. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω και να με επηρεάσει όχι μόνο όσον αφορά τα εικαστικά αλλά και όσον αφορά τον τρόπο που έβλεπε τη ζωή. Όταν ήθελε να πει κάτι ή να δώσει ένα παράδειγμα, δεν χρησιμοποιούσε το όνομα ενός σπουδαίου ανθρώπου για τη ρήση που ήθελε να χρησιμοποιήσει. Δεν έλεγε ας πούμε ότι τη τάδε φράση την είχε πει ο Γκυστάβ Φλομπέρ, αλλά ένας βοσκός. Ήθελε μέσα από το δικό του φίλτρο να αναδείξει την απλότητα του σπουδαίου. Ήταν μοναδικός.
-Θεωρείτε ότι τα εικαστικά είναι ένα ελιτίστικο μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης, σε σχέση με το τραγούδι ας πούμε;
Όχι. Ακόμα και ένα πανάκριβο έργο εικαστικής τέχνης που δεν μπορεί να το αγοράσει οποιοσδήποτε και απαιτεί πολλά χρήματα για την αγορά, μπορεί να το δει οποιοσδήποτε και να τον συγκινήσει. Σε ένα μουσείο, σε μια έκθεση ζωγραφικής, σε ένα καλλιτεχνικό περιοδικό ή πια ακόμα και στο διαδίκτυο.
-Από πού αντλείτε έμπνευση ως εικαστικός;
Από τον άνθρωπο. Από το ανθρώπινο σώμα και την ομορφιά που εκπέμπει.
-Για ποιο λόγο δεν σας αρέσουν τα τατουάζ;
Τα τατουάζ είναι ό,τι πιο αντιαισθητικό και χυδαίο έχει σκεφτεί να κάνει ο άνθρωπος στον εαυτό του. Το ανθρώπινο σώμα έκανε πόσα εκατομμύρια χρόνια για να τελειοποιηθεί και ορισμένοι θεωρούν ότι δεν έγινε καλή δουλειά. Πηγαίνουν λοιπόν σε έναν Jimmy ή σε έναν Johnny και τους σχηματίζει πάνω στο σώμα κάτι ακατάληπτα πράγματα. Κάτι γοτθικά σύμβολα, κάτι κινέζικα, κάτι σαύρες και αράχνες… Αυτό υποδηλώνει την βλακεία του ανθρώπου. Αν δω άνθρωπο με τατουάζ ειδικά σε διάφορα σημεία του σώματος του, θα καταλάβω ότι είναι βλάκας.
-Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι η αισθητική είναι και ηθική. Συμφωνείτε;
Υπήρξαν πολλοί καλλιτέχνες που ήταν καθάρματα και πολλοί καλοί άνθρωποι που δεν είχαν σχέση με την αισθητική και την τέχνη. Για παράδειγμα θεωρώ ότι ο Φράνσις Μπέικον ήταν σπουδαίος ζωγράφος αλλά η προσωπική του ζωή ήταν ανήθικη. Καλό θα ήταν να διαχωρίζουμε το έργο του καλλιτέχνη από την συμπεριφορά του ως άνθρωπος. Θα ήταν πιο τίμιο.
-Είναι θέμα καλλιέργειας η αισθητική ή έχει να κάνει και με άλλους παράγοντες; Το γούστο ή την οικονομική κατάσταση;
Πρωτίστως, είναι θέμα καλλιέργειας. Τα υπόλοιπα βοηθάνε και αυτά αλλά η καλλιέργεια έρχεται πρώτη.
-Κοιτώντας γύρω σας βλέπετε αισθητική ή παρακμή;
Παρακμή, δεν το συζητώ. Ειδικά οι γυναίκες έχουν υιοθετήσει τη πιο πρόστυχη μόδα, τα κολάν, συνδυάζοντας τα με ψηλοτάκουνες γόβες σε κάποιες περιπτώσεις. Είναι σαν μια γυναίκα να έχει βγει έξω με τα εσώρουχα, όπου διαγράφονται όλες οι ανατομικές λεπτομέρειες και αυτό σήμερα θεωρείται καλαισθησία και ωραίο γούστο. Η θηλυκότητα είναι σπουδαίο πράγμα αλλά είναι δύσκολο να εκπέμπεται.
-Είστε ζωγράφος, σκηνογράφος και ενδυματολόγος. Ξεχωρίζετε κάποια ιδιότητα μέσα σας;
Δεν αισθάνομαι σημαντικός καλλιτέχνης. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Είμαι ένας άνθρωπος που κατάφερα να ζω από κάτι που με εκφράζει, το αγαπώ και το θεωρώ όμορφο.
-Ανήκατε σε ένα φιλικό κύκλο μαζί με αρκετούς λογοτέχνες, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, με τους οποίους μαζευόσαστε και συζητούσατε. Ο Μάνος Ελευθερίου, η Κική Δημουλά, ο Γιάννης Βαρβέρης και ο Γιάννης Δαλιανίδης μεταξύ άλλων. Αντιλαμβάνομαι τη κάθε σας συνάντηση σαν το Συμπόσιο του Πλάτωνα. Ήταν κάπως έτσι;
Έτσι και καλύτερα. Εγώ οργάνωνα τις μαζώξεις στο σπίτι που έμενα τότε στην Ακρόπολη. Ερχόταν η αδερφή μου και μαγείρευε τα φαγητά. Από γεμιστά και ψητό κατσαρόλας μέχρι κολοκυθοκεφτέδες που τρελαινόταν η Δημουλά. Και συζητούσαμε με τις ώρες για τα απάντα.
-Όλοι σχεδόν έχουν φύγει από τη ζωή. Μόνο εσείς και ο Θανάσης Νιάρχος ζείτε από την παρέα αυτή. Τι σκέψεις σας γεννούν αυτές οι απώλειες;
Δεν είναι ωραία τα συναισθήματα. Δεν συνηθίζεις τόσες απώλειες. Φαντάσου ότι χτυπάει το τηλέφωνο και νομίζω πως θα ακούσω την Μάρθα Καραγιάννη, τον Γιάννη τον Δαλιανίδη ή την Κική Δημουλά να μου φωνάζει με τον μοναδικό της τρόπο «Αν δεν σε πάρω εγώ τηλέφωνο, δεν σηκώνεις το δικό σου να με καλέσεις».
-Ποια απώλεια από όλες σας πόνεσε περισσότερο;
Της Έλενας Ναθαναήλ. Είχαμε αδερφική σχέση. Μου κόστισε όσο τίποτε η δική της απώλεια.
-Σας αγχώνει ο χρόνος που περνάει;
Όχι ιδιαίτερα.
Υπάρχουν πράγματα που μετανιώσατε όπως έγιναν και αν γυρνούσατε τον χρόνο θα τα αλλάζατε;
Όχι. Μια χαρά πέρασα.
-Νιώθετε πληρότητα για όσα καταφέρατε;
Δεν περίμενα να γίνει κάτι θεαματικό στη ζωή μου. Υπήρξα ευγνώμων που έζησα από μια δουλειά που αγαπούσα.
-Το καταφύγιο σας;
Το σπίτι μου.
-Ο μεγάλος σας φόβος;
Δεν έχω κάποιον μεγάλο φόβο.
-Δεν φοβάστε τον θάνατο;
Εδώ δεν φοβήθηκα να ζήσω, θα φοβηθώ να πεθάνω;
-Τι άνθρωπος είναι ο Ντίνος Πετράτος;
Δεν έχω καλά καταλάβει. Συνειδητά δεν έχω κάνει κακό σε κανένα άνθρωπο. Η συνείδηση μου είναι αναπαυμένη.
-Πως λειτουργούσατε υπό το καθεστώς του έρωτα;
Δεν είχα μεγάλους έρωτες στη ζωή μου. Δεν μου έτυχε αυτό που βλέπουμε στις ταινίες και διαβάζουμε στα βιβλία. Είχα φίλους με προνόμια.
-Πως φαντάζεστε τη τελευταία σας μέρα στη γη;
Δεν έχω πια ανθρώπους να μου λείπουνε, οι περισσότεροι έχουν φύγει όπως προαναφέραμε. Μόνος μου θα ήθελα να ήμουν.
-Η συμβουλή που θα δίνατε σε έναν άνθρωπο για να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα;
Δεν είμαι σε θέση και δεν αισθάνομαι ικανός να δώσω συμβουλές σε κανέναν.
-Τι σας έρχεται στο νου όταν λέτε το όνομα Ντίνος Πετράτος;
Κενό, τίποτα.
-Κύριε Πετράτο σας ευχαριστώ πολύ για την επικοινωνία μας.
Εγώ ευχαριστώ.
Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο
Ντίνος Πετράτος: Ένα αφιέρωμα – Συνέντευξη με τον εικαστικό: εδώ