Ανατρεπτικός, ρηξικέλευθος και τολμηρός. Ο Τάκης Σπετσιώτης αποτελεί έναν σκηνοθέτη και συγγραφέα με ιδιαίτερη καλλιτεχνική ματιά, που εισήγαγε στον νέο ελληνικό κινηματογράφο θέματα που τάραξαν τα νερά όχι μόνο της εποχής στην οποία αναφέρονταν αλλά και την εποχή στην οποία κινηματογραφικά αποτυπώθηκαν. Από τα μέσα της δεκαετίας του 70 όπου κυκλοφόρησε τις πρώτες του ταινίες μικρού μήκους μέχρι ολόκληρη τη δεκαετία του 80 που μεγαλούργησε κινηματογραφικά, με κορυφαία στιγμή του το Μετέωρο και Σκιά, μια ταινία για τη ζωή του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Από τις δουλειές στη τηλεόραση μέχρι την ενασχόληση με το θέατρο και τη συγγραφή, ο Τάκης Σπετσιώτης υπήρξε παρών. Με μεγάλη χαρά, τον φιλοξενώ στο yourerticles.
-Γεννηθήκατε στον Πειραιά και μεγαλώσατε στην Ερμιόνη. Πώς θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια;
Ω, αυτό το δίπολο δεν διαχωρίστηκε ποτέ. Και μάλιστα τόσο πολύ που, με τα πλοία της γραμμής Ερμιόνης – Πειραιώς τα οποία έκαναν καθημερινά δρομολόγια τότε, έφτανα να θεωρώ την Ερμιόνη έως και μέρος του λιμανιού του Πειραιά, που είχε προχωρήσει λες μέχρι την τελευταία άκρη του αργολικού κόλπου, απέναντι απ’ την Ύδρα. Το «Νεράϊδα», το «Καμέλια» ο «Πορτοκαλής Ήλιος», δεν ήταν απλώς καράβια. Ήταν μούσες που ενέπνεαν, και που υποκινούσαν τον κόσμο της φαντασίας ενός παιδιού. Συνέτεινε βέβαια και το γεγονός ότι περνούσα πολλές μέρες στο τέλος των καλοκαιριών, πριν ανοίξουν τα σχολεία, στην Καστέλα όπου έμεναν οι θείες μου, αδερφές του πατέρα μου, συνέτειναν οι βόλτες με τα ξαδέρφια μου μέχρι το Πασαλιμάνι, το Δημοτικό θέατρο, το Ρολόι, τα θερινά σινεμά, το «Ολυμπιάς» και το «Καστέλα». Καθώς και οι μύθοι βέβαια γύρω απ’ το αμαρτωλό λιμάνι, την Τρούμπα που δεν είχε κλείσει ακόμα απ’ τον δήμαρχο Σκυλίτση, και που για ένα γεννημένο φανατικό παιδί της πόλης όπως αισθανόμουν από τότε, που όμως ζούσε στην επαρχία, ήταν απελευθερωτικοί και επιδραστικοί. Με λίγα λόγια: «Ήμουν μικρό παιδάκι και μια πόλη/ μικρή σαν τη δική μας δεν χωρούσε/ την Φαντασία μου που αδιάκοπα ποθούσε/ ν’ απλώσει τα φτερά της στη Γην όλη», όπως ωραία γράφει ο Μήτσος Παπανικολάου, ο πατριώτης Υδραίος ποιητής που είχε μεγαλώσει στον Πειραιά. Κατά τα άλλα ήμουν ένα προστατευμένο παιδί δυο φιλήσυχων γονιών, κι ο πατέρας μου από πολύ νωρίς μου είχε πει σχετικά με καριέρα, σπουδές, πορεία στη ζωή: «Διάλεξε όποιον δρόμο θέλεις. Αρκεί να τα ‘χεις καλά με τον εαυτό σου».
-Η πιο ισχυρή ανάμνηση που κρατάτε έως σήμερα;
Α! Τα βιβλία, τα περιοδικά και τα διαβάσματά μου! Τι να σας πω τώρα, δεν θα με πιστέψετε. Παιδί του βιβλίου να με αποκαλέσω; Παιδί φανατικό για γράμματα; Γεννημένο μελετητή χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει; Ακόμη σαν να ακούω τη μητέρα μου: «Βγες λίγο έξω να παίξεις με τα παιδιά. Κάνε λίγο ποδήλατο!». Πρότυπά μου ήταν οι ογδοίτισσες, όπως τις έλεγα, μαθήτριες της εβδόμης και της ογδόης γυμνασίου, πέντε έξι χρόνια μεγαλύτερές μου – εγώ ήμουν στην τελευταία τάξη του δημοτικού ή στην πρώτη γυμνασίου- που έγραφαν. Η ξαδέρφη μου, Βίκυ Κυρπόγλου, είχε μια φίλη, την συχωρεμένη Μαρίνα Σουκαρά, μαθήτρια της Ραλλείου που είχε δημοσιεύσει το 1964, στα δεκάξι της, την «Μικρή Ευτυχισμένη», και στα 19 της, σπουδάστρια του Κέντρου Δημοσιογραφικών Σπουδών, την «Φαλκονέρα ‘66». Την γνώριζα, ο αδερφός της εργαζόταν ως αγιογράφος στην Ερμιόνη, και ξημεροβραδιαζόμουν με τα μυθιστορήματά της. Επίσης μανία είχα και με το περιοδικό «Γυναίκα» που αγόραζε η μάνα μου. Ξεκοκάλιζα συνεντεύξεις με συγγραφείς εκείνης της εποχής, Λαμπαδαρίδου, Σαμαράκης, Κωστούλα Μητροπούλου, καθώς και τα σχολικά χρονογραφηματάκια της Άννυς (σημερινής Κολτσιδοπούλου, κριτικού θεάτρου) η οποία τα είχε συγκεντρώσει και σε βιβλίο εις ηλικίαν 19 ετών, το «Ελεγεία στη σχολική τσάντα». Όταν είχα καθηγητές στο Κρανίδι το ’67-’68 τους αείμνηστους Κώστα Γεωργουσόπουλο και Ναυσικά Μάργαρη, πληροφορήθηκα απ’ την Ναυσικά ότι η Άννυ ήταν μαθήτριά της στη Γερμανική σχολή. Ο δε Γεωργουσόπουλος, που υπήρξε και καθηγητής της Μαρίνας Σουκαρά στην Ράλλειο, της είχε μιλήσει για τις άριστες επιδόσεις μου στην ΄Εκθεση, και θυμάμαι, σε μια χοροεσπερίδα στην Ερμιόνη, Απόκριες του ’68, την Μαρίνα να μου λέει: «O Γεωργουσόπουλος μου είπε ότι είσαι φοβερός». Μόνο την τρίτη μεγάλη μου αγάπη απ’ τις ογδοίτισες, την Τζένη Μαστοράκη, που έγραφε στους «Μοντέρνους Ρυθμούς» και διάβαζα ανελλιπώς την σελίδα της «17 χρονες, 18χρονες κουβεντούλες», δεν είχα γνωρίσει ποτέ, ούτε και το πρώτο της βιβλίο στα 17 της, το «Μπήτλς και Σία», πολύ πριν τις πρώτες ποιητικές της συλλογές, είχα κατορθώσει να βρω πουθενά. Όταν τα έλεγα στην μακαρίτισσα την Τζένη, το 2014, και της ζήτησα να μου το δώσει, «Τακούλη, βρήκα μόνο ένα αντίτυπο που ‘χε διασώσει η μάνα μου, θα στο έδινα, είμαι και πετάχτρα και χαρίστρα, αλλά θέλω να το κρατήσω για την εγγονή μου την Αλίνα, να με κοροϊδεύει», μου είπε, προσθέτοντας: «Μα πού να το έβρισκες; Σε 200 αντίτυπα είχε βγει». Και μου χάρισε την τελευταία μετάφρασή της «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης».
–Πότε πήρατε την απόφαση να φύγετε από το μέρος αυτό;
Α, στην εφηβεία, όταν οι συγκρούσεις με το περιβάλλον είναι σχεδόν αναπόφευκτες, όταν κάποιες ιδιαιτερότητες και αποκλίσεις απ’ αυτό που θεωρείται νόρμα παίρνουν διαστάσεις τραγικές. Αποφάσισα ότι δεν ήθελα να ζω, να αποφασίζω, να κινούμαι, με την «έγκριση της γειτονιάς». Δεν με χωρούσαν τα σύνορα του τόπου μου, είτε έτσι είτε αλλιώς, ήθελα να ανοίξω τα φτερά μου.
-Ο λόγος που αγαπήσατε τον κινηματογράφο και στραφήκατε σε αυτόν;
Α, όλως τυχαίως. Η μεγάλη πόλη θα έλεγα. Στην Αθήνα έκανα άσκοπες βόλτες στους συνωστισμένους δρόμους, έμπαινα στα σινεμά. Θεωρούσα τον κινηματογράφο τέχνη του άστεως. Επίσης και η λέξη σενάριο. Είχα δει κάποιες ταινίες με δυνατό, βαρύ λόγο στο σενάριο. Θα μπορούσα να γράψω κι εγώ, μέσω του σινεμά, σκεφτόμουνα.
-Τι εισπράξατε από τις σπουδές στη σκηνοθεσία;
Σήμερα θα έλεγα αρκετά, που δεν τα εκτιμούσαμε τότε. Είχαμε μερικούς πολύ καλούς καθηγητές στη σκηνοθεσία, Γλυκοφρύδη και Βούλγαρη, καλούς θεωρητικούς, Ραφαηλίδη και Μπακογιαννόπουλο. Τεχνικά βέβαια δεν είχαμε πολλά εφόδια, αλλά η δουλίτσα μας γινόταν. Αυτό που πιο πολύ εισέπραξα ήταν μια αίσθηση ελευθερίας, ένα άνοιγμα στον κόσμο- ήταν κι η εποχή τότε, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τέλη δικτατορίας, μεταπολίτευση. Βλέπαμε ταινίες, ανοίγαμε συζητήσεις, μας κατέβαιναν ιδέες, κάναμε φίλους.
-Οι δημιουργοί που σας καθόρισαν και αποτέλεσαν κινηματογραφικά ινδάλματα για εσάς;
Ινδάλματα στον κινηματογράφο δεν είχα. Ένας πρωτοπόρος της κινηματογραφικής σκηνοθεσίας που με επηρέασε, νεαρό, ήταν ο Καρλ Ντράγιερ. Επίσης αγαπούσα για κάποιες ταινίες τους τον Βισκόντι, τον Μελβίλ, τον Τέρενς Φίσερ.
-Στα μέσα της δεκαετίας του 70 κάνατε την εμφάνιση σας στο σινεμά με δυο μικρού μήκους ταινίες. Το 1976 με το «Η Λίζα και η Άλλη» και το 1977 με την «Καλλονή». Τι είδους αντιδράσεις προκάλεσαν οι δημιουργίες αυτές λόγω της θεματολογίας τους;
– Η «Λίζα και η Άλλη» ήταν έκπληξη για την επιτροπή του υπουργείου παιδείας απ’ όπου πήρα το πτυχίο μου. Φανταστείτε gender performance, παράσταση φύλου, με άντρα μεταμφιεσμένο σε Λίζα Μινέλι, και κείμενο off με queer περιεχόμενο, για εγχειρήσεις αλλαγής φύλου εκείνα τα χρόνια, εν έτει 1976. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης που του άρεσε και ήταν στην επιτροπή είχε πει : «Μετά απ’ αυτήν την ταινιούλα να κάψουμε τη σχολή!» Και ο Σωκράτης Καψάσκης που την πρόβαλλε για πεντέξι Κυριακές στο πατάρι του σινεμά του, του «Στούντιο», μου είχε πει: «Μ’ αρέσει το ωραίο θράσος». Την επόμενη χρονιά όμως, η «Καλλονή» θεωρήθηκε τρομαχτική. Κόπηκε απ’ την προκριματική επιτροπή του Αντι-φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ένα μέλος της, η ποιήτρια Μαντώ Αραβαντινού είχε γνωματεύσει: «΄Ως πότε ο λαός θα τρώει τα σάπια κρέατα της παρακμής;».
-Γνωρίζω ότι η Καλλονή κόπηκε από τη λογοκρισία και δεν προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Πόσο άβολο είναι για έναν δημιουργό που απαγορεύεται το έργο του;
Υπηρετούσα την θητεία μου στο Ναυτικό, ήμουν σε μια καλή θέση στον Παλάσκα, στον Σκαραμαγκά. Η απαγόρευση της ταινιούλας μου, που είχα γυρίσει σε μια νύχτα, στην έξοδο μου, πήρε πολλή δημοσιότητα στις μεγάλες εφημερίδες, Τα Νέα, Ελευθεροτυπία, κλπ., και το έμαθαν. «Υπηρετείς εσύ στο Ναυτικό, ή όχι;» με επέπληξε ο Υποδιοικητής μας όταν πήγα στο Διοικητήριο να παραλάβω την αλληλογραφία, ήμουν ναύτης- γραμματέας στη σχολή Αλλοδαπών αξιωματικών. Κρατούσα για τις εξόδους μου κάτι μεγάλες, πάνινες τσάντες της αγοράς για είδη πρώτης ανάγκης μέσα, κι ένας υπαξιωματικός απ’ τα μέρη μας, κάτω, Αργολίδα, που δεν έχανε ευκαιρία να με πειράξει, όποτε μ’ έβλεπε, για καιρό, μου φώναζε : «Σκηνοθέτη τι έχεις μες στην τσάντα; Τίποτις τσόντες;»
-Και στις δύο αυτές μικρού μήκους ταινίες συνεργαστήκατε με τον Νίκο Μουρατίδη. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και πώς εξελίχτηκε κατά τη διάρκεια της υλοποίησης των ταινιών;
Ήμασταν συμμαθητές στη σχολή κινηματογράφου και πολύ φίλοι. Ο Νίκος είχε πολύ χιούμορ και θάρρος. Δέχτηκε αυθόρμητα να με βοηθήσει και του το χρωστάω πάντα, και σήμερα που οι δυο αυτές baby ταινίες έγιναν πιο γνωστές. Τα γέλια μας στο γύρισμα και στην ηχογράφηση του κειμένου για την «Λίζα», όπου ο Νίκος πήρε μέρος ανάμεσα σ’ άλλους, δεν τα ξεχνώ ποτέ. Είμαστε ακόμα φίλοι. Τελευταία μας συνεργασία το 2023, στην παρουσίαση του βιβλίου μου «Προσευχές έκτακτης ανάγκης», στο μουσείο Ηρακλειδών όπου ήρθε και μίλησε. Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος βασίζεται σ’ ένα μου μικρό διήγημα το «Μια φιλία» που είχε δακτυλογραφήσει ο Νίκος, δεν ήξερα ακόμη τότε γραφομηχανή, και το είχα δημοσιεύσει σ’ ένα βραχύβιο περιοδικό την «Καμπύλη» στα 1978. Αναμνήσεις και σχέση ζωής ολόκληρης.
-Σημείο αναφοράς σας αποτελεί το «Μετέωρο και Σκιά», μια βιογραφική ταινία για τον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη ζωή του ποιητή;
Ναι, πράγματι, μ’ αυτό μου το έργο με ξέρει ο πιο πολύς κόσμος ακόμη. Ήμουν 15 χρονών στην Ερμιόνη, έπεσα σε μια σπάνια έκδοση των Ποιημάτων του Λαπαθιώτη με μια ερεθιστική Εισαγωγή του Δικταίου. Την ρούφηξα, είπα ότι κάποτε κάτι θα κάνω μ’ όλο αυτό. Ακόμη δεν ήξερα τι, ούτε μπορούσα να φανταστώ. Την επόμενη χρονιά πέφτω και σ’ ένα τρισέλιδο άρθρο «Ο Υιός της νύχτας» στη «Γυναίκα», ο νυκτόβιος, ο πιανίστας, ο δανδής, καπάκι και η νουβέλα του Γιώργου Τσουκαλά «Κουρασμένος απ’ τον έρωτα» για την ομοφυλόφιλη και τοξικοεξαρτημένη ζωή του Ναπολέοντα. Αυτό ήταν, άρχισα να ψάχνω. Αργότερα, στα 30 μου, ήξερα πια ότι όλο αυτό το υλικό θα γινόταν ένα σοβαρό ποιητικό φιλμ, ένα εθνικό αφήγημα των δεκαετιών απ’ το 1909 μέχρι το 1944, με ήρωα έναν ιδιαίτερο Έλληνα με τον οποίο επ’ ουδενί λόγω δεν μου επιτρεπόταν να σκανδαλοθηρήσω.
-Τα στοιχεία της ζωής και της καλλιτεχνικής του διαδρομής που θαυμάσατε;
Αν και έκανα μια ταινία εποχής, δεν έμεινα σε ρετρό στοιχεία. Το θέμα ήταν συγχρόνου ενδιαφέροντος. Και στα χρόνια μου ακόμα υπήρξαν γονείς που συμβούλευαν τα παιδιά τους: «Πρόσεξε καλά. Τρία πράγματα να μην γίνεις. Πούστης, κομμουνιστής και χασικλής». Φανταστείτε στον Μεσοπόλεμο που έζησε ο Λαπαθιώτης τι τρομακτικό ακουγόταν όλο αυτό. Ο Λαπαθιώτης είχε την τόλμη να το κάνει, να αποκαλύψει με την συμπεριφορά του αυτή μια αθέατη όψη της κοινωνίας για την οποία πολλοί δεν έβγαζαν μιλιά, οι καθωσπρέπει. Βέβαια ήταν πλουσιόπαιδο, δεν είχε το άγχος της επιβίωσης, της βιοπάλης, δεν ξύπναγε πρωί να πάει για το μεροκάματο όπως άλλοι. Η ανοιχτή ζωή του ήταν απελευθερωτική ωστόσο και για πολλούς, που, αν και ασφυκτιούσαν μες στα κοινωνικά πρέπει, δεν είχαν τα φόντα να την κάνουν. Σ’ άλλους βέβαια η συμπεριφορά του έβγαζε μίσος και φθόνο. Για να πληγώσουν την ποίησή του, ασχολούνταν αρνητικά με την ιδιωτική του ζωή. Η ταινία δεν εξιδανικεύει αυτό τον τρόπο ζωής, ούτε τον παρωδεί ή τον εξευτελίζει. Λέει απλά: «Δείτε κι αυτό. Υπάρχει». Απέφυγα την συστηματική χρήση στίχων του στην ταινία. Είναι ταινία μυθοπλασίας. Εκμεταλλεύτηκα την ρήση του «Ένας άνθρωπος δεν λέγεται ποιητής επειδή έχει την ευκολία να γράφει στίχους» ως στοιχείο δραματουργίας. Η ζωή ως ποίηση. Πιο συστηματική χρήση της ποίησής του έκανα σχεδόν τριάντα χρόνια μετά στο «Ναπολέων Λαπαθιώτης», ένα ντοκιμαντέρ του 2013 που μου παράγγειλε ο Τάσος Ψαρράς για την σειρά του «Εποχές και συγγραφείς». Αλλά και τα ποιήματά του μου άρεσαν. Είχαν το νεοελληνικό βίωμα συνδυασμένο με αισθητισμό. Είναι μουσικότατα, σαν τραγούδια λαϊκά: «Λυπήσου εκείνους που πονούν/ βουβά κι ανώφελα για κάτι/ και παίρνουν για να λησμονούν/ της ζωής κάποιο άθλιο μονοπάτι». Τα διάβαζα από μικρός μαζί με τα λαϊκά τραγούδια που άκουγα απ’ τα τζουκ μποξ της παραλίας της Ερμιόνης, απ’ τις ελληνικές ταινίες: «Εγώ το πλουσιόπαιδο που ζούσα σε σαλόνια/ για δέστε πώς κατάντησα/ με άπλυτα πουκάμισα/ και τρύπια παντελόνια»
-Ήταν μια πραγματικά αντισυμβατική και επαναστατική φυσιογνωμία που δε φοβήθηκε ποτέ το όποιο τίμημα κόντρα στην καθεστηκυία τάξη. Αυτή η στάση τι σκέψεις γεννάει σε εμάς στο τώρα;
Ναι, νομίζω σας τα είπα. Δεν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι σήμερα. Ήταν γέννημα μιας εποχής. Και όπως το αμερικάνικο περιοδικό Variety έγραψε, αμέσως μετά την πρώτη προβολή της ταινίας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, «ο Λαπαθιώτης κάνει ένα φυσικό θέμα για ταινία».
-Υπάρχουν αντίστοιχες φυσιογνωμίες σήμερα ή κυριαρχούν οι κατ’ επάγγελμα επαναστάτες;
Σήμερα είναι εποχή μεγάλης αποπροσωποποίησης, πού να βρεθούν «φωτεινά ατομιστές» όπως έλεγε ο Λαπαθιώτης. Αφήστε που πηγαίνουμε προς ένα άλλο είδος, τον μετά άνθρωπο. Επαναστάτες; Δεν τους βλέπω πουθενά.
-Για τον ρόλο του Λαπαθιώτη επιλέξατε τον Τάκη Μόσχο. Τι διακρίνατε σε εκείνον;
Μόλις την ανακοίνωσα, όλοι ήταν εναντίον εκείνης της επιλογής. «Αυτός είναι για να κάνει τον μάγκα σε συμμορίες» μου έλεγαν. Εγώ όμως είδα την φινέτσα και την ευαισθησία που διέθετε, κάτω απ’ το προσωπείο του. Εκτίμησα τα βιώματά του και την ωραία του κίνηση. Είχε έναν όγκο, ένα μέγεθος για να βγάλει έναν εξιδανικευμένο, κινηματογραφικό Λαπαθιώτη, και να μην ξεπέσουμε στην παρωδία, σε καμιά κουνίστρα αδερφή με σκουλαρίκια και κουδούνια. Και με πολλή εργασία το πέτυχε. Κέρδισε τις εντυπώσεις.
-Η ταινία απέσπασε το Α’ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας. Αποτελούν για εσάς μια διάκριση και μια καθιέρωση τα βραβεία ή δίνετε βάρος στην αποδοχή του κοινού ανεξαρτήτως βραβείων;
Τότε που ήμουν 31 χρονών, νεαρός παραγωγός, φυσικά και το χάρηκα το βραβείο. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, δεν ξέρω. Το κοινό είναι το πιο δύσκολο. Μια ταινία πετυχαίνει Μόνο όταν βρίσκει ένα κοινό, έστω και μικρό. Δεν πιστεύω στις λίστες των 10, 100, 1.000, 1.000.000 κλπ, χαχα καλύτερων ταινιών που φτιάχνουν κάποιοι αλιτήριοι. Μπούρδες.
-Στη ταινία σας Κοράκια ή Το Παράπονο του Νεκροθάφτη προσεγγίσατε το ομώνυμο διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη. Πρόκειται για μια διαχρονική ταινία καθώς βασίστηκε σε ένα επίσης διαχρονικό έργο που καυτηριάζει τη διαφθορά στο χώρο της πολιτικής και τις άρρηκτα δεμένες πελατειακές σχέσεις με τους πολίτες. Είμαστε δέσμιοι να βιώνουμε αυτές τις συνθήκες;
-Εμ; Άμα έχουμε στην εποχή μας ακόμη τραγωδίες όπως το δυστύχημα στα Τέμπη, στο Μάτι, το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πάνω απ’ την εθνική μας κυριαρχία κλπ. τι είμαστε; Δέσμιοι δεν είμαστε; Και να φανταστείτε ότι όταν βγήκε η ταινία μ’ είχαν πάρει οι περισσότεροι κριτικοί στο ψιλό. Ποιος πιστεύει πια στους πολιτικούς και μπλα μπλα. Με είχαν κατηγορήσει, χωρίς καν να γνωρίζουν το τραγικό και με στοιχεία ρομαντισμού διήγημα αυτό του Ροΐδη, ότι δεν ανέπτυξα αρκετά τα κωμικά στοιχεία. Όμως «Η πολιτική δεν είναι ούτε επιστήμη ούτε τέχνη, αλλά περισσότερο ένα παιχνίδι για την εξουσία και ένα παιχνίδι από θέση ισχύος. Το παιχνίδι αυτό δεν είναι διασκεδαστικό, αλλά θανάσιμα σοβαρό και για το λόγο τούτο εμπεριέχει συχνότερα θάνατο, φανατισμό και υπολογισμό παρά χιούμορ και γέλιο», όπως σωστά λέει ο Κάρελ Κόσικ στο βιβλίο του «Η Κρίση της Νεωτερικότητας». Η ταινία είναι δράμα και σάτιρα, παρουσιάζει καταστάσεις δραματικές δείχνοντας ενίοτε και την κωμική, την ανάποδη πλευρά τους. Ήταν μια εποχή κυριαρχίας των άκρως προσωπικών ταινιών υψηλής διανόησης στον ελληνικό κινηματογράφο, και τα «Κοράκια» ήταν μια απλή, ευανάγνωστη ιστορία. Την είχαν σνομπάρει σχεδόν άπαντες. Σήμερα, με τις προβολές της στην τηλεόραση, ErtFlix κλπ, έχει αρχίσει να επαναεκτιμάται, τότε ήταν για μένα οικονομική καταστροφή που επέσπευσε και την απομάκρυνσή μου απ’ τον κινηματογράφο. Ο κινηματογράφος δεν είναι ψυχαναγκασμός. Άμα δεν μπορείς να τον κάνεις, κάποια στιγμή, το σταματάς. Χρειάζεται κέφι, χιούμορ για να ξεπερνάς τις συχνά ανυπέρβλητες δυσκολίες του, και να μην επικρατεί η τοξικότητα, ο κακώς εννοούμενος ανταγωνισμός, επικίνδυνος για την υγεία και την φυσική σου κατάσταση. Για όνομα του Θεού! Τι είμαστε; Μεγαλοβιομήχανοι του θεάματος στην Ελλαδίτσα; Ή απλά μαζοχιστές;
-Ποια εφόδια χρειαζόμαστε ως λαός για να αλλάξουμε νοοτροπία και να ξεφύγουμε από τα καρκινώματα που μας τρώνε;
Α, δεν γνωρίζω. Δεν είμαι πολιτικός, κοινωνιολόγος, πολιτειολόγος, ανθρωπολόγος για να σας πω. Εγώ πάντως γέρασα μ’ αυτά τα καρκινώματα και δεν πιστεύω ότι θα’ χω ξεφύγει απ’ αυτά μέχρι να πεθάνω. Απλώς εύχομαι να μην μου κάνουν γρήγορα μετάσταση. Αναστολές παίρνω.
-Αναμετρηθήκατε και με τη μικρή οθόνη, σκηνοθετώντας τηλεοπτικά έργα για την τηλεόραση. Προσωπικά, αγάπησα τη ματιά σας στην Ανατομία Ενός Εγκλήματος. Συγκεκριμένα, το επεισόδιο «Καθαρτήριο» με στοιχειώνει ως σήμερα.
Ε, αυτή είναι μια ερώτηση που δεν μου’ χει κάνει ποτέ κανείς μέχρι σήμερα. Πού το θυμηθήκατε; Ήταν μια παραγγελία του Πάνου Κοκκινόπουλου. Σε κάθε επεισόδιο το σενάριο στηριζόταν σ’ ένα φόνο- πραγματικό γεγονός που είχε απασχολήσει τον τύπο. Μου είχαν πει τότε, το ΄93, ο Πάνος και η Μπέσσυ Βουδούρη: «Εσύ, Τάκη, δεν θα κάνεις επεισόδιο με φόνο, αλλά κάτι διαφορετικό. Ιστορία με βασανιστήρια. Αλλά πρόσεξε να έχει την ίδια ακροαματικότητα όπως οι φόνοι». Μετρούσαν τότε τις τηλεθεάσεις, απέναντι από μας στον Αντένα, ήταν «Οι δέκα μικροί Μήτσοι» του Λαζόπουλου στο Μέγκα. Βρήκαμε με τον Γιάννη Ράγκο τα δημοσιεύματα των εφημερίδων γύρω απ’ την Σπυριδούλα που είχε σιδερώσει η Αντιγόνη Βεϊζαδέ, θρυλική ιστορία, που γνώριζα απ’ τα παιδικά μου χρόνια. Εκεί στηρίχτηκε ο Μάρκαρης, κι έγραψε το σενάριο.
-Παράλληλα, έχετε ασχοληθεί και με τη συγγραφή. Πώς λειτουργείτε ως συγγραφέας.
Παρά τις λογοτεχνικές μου αναφορές, θεωρώ τον εαυτό μου ακούσιο συγγραφέα. Στο βιβλίο στράφηκα για να πραγματοποιήσω όσα δεν μπόρεσαν να γίνουν στον κινηματογράφο, στο θέατρο κλπ. Ένα σενάριο που κόπηκε μετατράπηκε σε μυθιστόρημα, τις «Προσευχές έκτακτης ανάγκης». Ένα θεατρικό που, όπου κι αν προτάθηκε, δεν ανέβηκε, το εξέδωσα, «Το άλλο κρεβάτι». ‘Εγραψα βέβαια και μελέτες, την εκτενή για τον Λαπαθιώτη «Χαίρε Ναπολέων», πρωτοφέρνοντας στο φως τα αθησαύριστα πεζοτράγουδά του, καθώς κι ένα χρονικό της γνωριμίας μου με τον Ταχτσή, το «Ταχτσής-Δεν ντρέπομαι» κλπ.
-Από που αντλείτε έμπνευση;
Από την καθημερινότητά μου, από τις μνήμες μου, το παρελθόν μου. Αλλά και από τα διαβάσματα μου παράλληλα. Δεν νομίζω ότι φτάνει πια το βίωμα, σκέτο, από μόνο του σήμερα για να πεις κάτι ουσιαστικό. ‘Όλα έχουν ειπωθεί πλειστάκις. Θεωρώ το μυθιστόρημά μου «Προσευχές έκτακτης ανάγκης» μυθιστόρημα μελετητή. Δική μου η ιστορία, αλλά παί-ζει πολύ με το διακείμενο, γίνονται αναφορές σε άλλα κείμενα πολλά, υπάρχει παράλληλα με την αφήγηση δοκιμιακής φύσεως κριτική, μια δουλειά εν όλω. Δεν ήταν ο Ροΐδης που στον 19ο αιώνα ονόμασε την «Πάπισσα Ιωάννα» του μεσαιωνική μελέτη;
-Το 1996 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οδός Πανός το πρώτο σας βιβλίο, σχετικά με τον Κώστα Ταχτσή. Τα συναισθήματα σας σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τη κυκλοφορία;
Επανακυκλοφόρησε αναθεωρημένο το 2006 από τον Πολύχρωμο πλανήτη με τίτλο «Ταχτσής- Δεν ντρέπομαι». Μου γράφουν ακόμη νέα παιδιά στο messenger, στο facebook, που τώρα το διαβάζουν, συγκινητικά μηνύματα. Πριν λίγες μέρες μου έγραψε ενθουσιωδώς ένας νεαρός απ’ τη Σκύρο. Χαίρομαι. Ακόμη υπάρχει; Ρωτάω τον εαυτό μου γελώντας.
-Εντοπίζετε κοινά στοιχεία μεταξύ Λαπαθιώτη και Ταχτσή;
Το 1983, στο σπίτι του, ο Ταχτσής μου είχε εκμυστηρευτεί ότι είχε γνωρίσει τον Λαπαθιώτη απ’ τον θείο του Γιάννη Ζάχο, που τον έστελνε να του πάει ναρκωτικά στο αρχοντικό του, στα Εξάρχεια, το 1942, ο Ταχτσής τότε 15 χρονών. Τους θεωρώ, για να μην πω μεγάλες κουβέντες, όπως «καταραμένοι» και φιλολογίες, δυο dramatis personae της ελληνικής λογοτεχνίας. Απ’ τους πρώτους που έγραψαν για την ομοφυλοφιλία τους. Κι άλλοι έγραψαν, αλλά δεν αποτέλεσαν δραματικά πρόσωπα, δεν κάηκαν απ’ τα πάθη τους, επειδή έζησαν νοικοκυρεμένα. Ο ένας προπολεμικά, ο άλλος μεταπολεμικά. Είναι κι αυτή η σύμπτωση με τις ημερομηνίες γέννησης του ενός και θανάτου του άλλου, αυτά τα διπλά καταληκτικά 8, τα πλουτώνεια. 1888-1988, ένας αιώνας αθηναϊκής ομοφυλόφιλης κουλτούρας.
-Τι σας ενοχλεί στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία;
Α, πολλά. Προτιμώ να μην τα θυμάμαι και να μην τα κουβεντιάζω. Δεν κάνει να στενοχωριέμαι, τώρα στα γεράματα… Μακριά από δυσάρεστες, τοξικές σκέψεις…
-Έρχεστε σε επαφή με τη νέα γενιά; Αντιλαμβάνεστε της αγωνίες της;
Ναι, αμέ. Αρκετά συχνά. Έχουν διαβάσει απ’ τα δικά μου πότε το ένα, έχουν δει το άλλο, κάποιοι θέλουν να δουν κι εμένα. Κάποιες αγωνίες τους τις αντιλαμβάνομαι και τις συμμερίζομαι, βέβαια. Πάντως τους ακούω.
–Πώς κρίνετε τη σημερινή αλλά και τη διεθνή πολιτική πραγματικότητα;
Μπάχαλο.
-Τι άνθρωπος είναι ο Τάκης Σπετσιώτης;
Ελπίζω αυτάρκης, αθόρυβος και διακριτικός.
-Νιώθετε ευτυχισμένος;
Μα τι ερώτηση! Τι είμαι; Η Βίβιαν Λη στο «Όσα παίρνει ο άνεμος»; Ευτυχισμένος νιώθω όταν ξεπερνώ κάποιες κακοτοπιές, όταν σκέφτομαι ότι την γλύτωσα από πολύ χειρότερα.
-Πληρότητα για όσα έχετε βιώσει;
Ναι, έζησα αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα, έχω εμπειρίες, αναμνήσεις. Δεν μπήκα στη θάλασσα χωρίς να βραχώ.
-Υπήρξαν άνθρωποι που σας πίκραναν;
Πλείστοι. Υπήρξαν και εξακολουθούν να υπάρχουν.
-Το προσωπικό σας καταφύγιο όταν όλα σκοτεινιάζουν;
Το σπίτι μου.
-Ο μεγάλος σας φόβος;
Να χάσω την αξιοπρέπειά μου. Να γελοιοποιηθώ. Έχω μεγαλώσει αυστηρά, με αυτοέλεγχο. Αρβανίτης.
-Αν μπορούσατε να γυρίσετε το χρόνο πίσω υπάρχει κάτι που θα θέλατε να αλλάξετε;
Τίποτε απολύτως. Ό,τι έγινε έγινε. Αυτό ήταν μοίρα να γίνει.
-Αν ναυαγούσατε σε ένα ερημικό νησί, υπάρχει κάποιο αντικείμενο που θα θέλατε να έχετε μαζί ώστε να σας κρατήσει συντροφιά;
Θα προτιμούσα να μην ναυαγούσα ποτέ σε κανένα νησί. Δεν είμαι του «πεύκου και θάλασσα», είμαι άνθρωπος της πόλης, του κέντρου, του «επόμενος σταθμός Μοναστηράκι», ξέρετε. Αν ξυπνήσω και δεν έχω δει στο δρόμο δυο μετανάστες, κάνα-δυο πρεζόνια, μια ιερόδουλο, έναν που ψάχνει στους κάδους, νομίζω ότι δεν έχω πιει καφέ.
-Τα όνειρα σας για το μέλλον;
Να’ ρθουν και τα υπόλοιπα τέλη της ζωής όσο πιο ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά.
-Η συμβουλή που θα δίνατε σε ένα νέο άνθρωπο για να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα;
Δεν θα του έδινα καμία συμβουλή. Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα έδινε συμβουλές.
-Τι σας έρχεται στο μυαλό όταν λέτε το όνομα Τάκης Σπετσιώτης;
Ένας μοναχικός καβαλάρης, ένας outsider της τέχνης.
-Κύριε Σπετσιώτη σας ευχαριστώ πολύ για την επικοινωνία μας.
Εγώ σε ευχαριστώ.
Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο
Τάκης Σπετσιώτης – Βιογραφικό: εδώ
Διαβάστε περισσότερες συνεντεύξεις: εδώ