Χαρά Ανδρεΐδου: «Αγαπάω να αγαπάω, να μαθαίνω, να διδάσκω, να γράφω, να βρίσκω τρόπους να επικοινωνώ»

Χαρά Ανδρεΐδου η σημερινή μας καλεσμένη, συγγραφέας ενός υπέροχου βιβλίου του «Ένα χνάρι στο χώμα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος.

– Αρχικά, να σας γνωρίσουμε κ. Χαρά Ανδρεΐδου. Με τι ασχολείστε όταν δεν γράφετε;

Κυρίως με τους ανθρώπους που αγαπάω∙ και δεν εννοώ μόνο την οικογένεια και τους στενούς φίλους. Σε κάθε χώρο που κινούμαι έχω, βρίσκω, αποκτώ φίλους που η συνύπαρξη και σύμπραξή μας μού δίνει χαρά. Ως νηπιαγωγός, ως σχεδιάστρια και εισηγήτρια πολιτιστικών προγραμμάτων, δασκάλα δημιουργικής γραφής και διάφορα άλλα, αγαπάω αυτό που κάνω και αγαπάω και τους συνοδοιπόρους μου.

– Τι αγαπάτε και ποιος είναι ο μεγαλύτερος σας φόβος;

Αγαπάω να αγαπάω, να μαθαίνω, να διδάσκω, να γράφω, να βρίσκω τρόπους να επικοινωνώ. Όλα αυτά μου δίνουν χαρά, φοβάμαι να ζήσω χωρίς αυτά.

– Ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας;

Θα φανεί επιτηδευμένο, όμως είναι όντως ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος και ο Βιτσέντζος Κορνάρος. Ανεξάντλητοι, από όποια οπτική γωνία κι αν τους προσεγγίσεις.

– Όλοι μας έχουμε ένα βιβλίο που ξεχωρίζουμε, που μίλησε στην καρδιά μας, που έγινε το αγαπημένο μας. Εσείς έχετε κάποιο;

Πολλά μιλούν στην καρδιά μας, το ξέρετε. Ως σταθερές αγάπες θα αναφέρω τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου για τη γλώσσα του και το «Τον συγγραφέα!» του David Lodge για την προσέγγιση της ψυχής ενός συγγραφέα.

– Να περάσουμε και στο «Ένα χνάρι στο χώμα». Πώς εμπνευστήκατε την ιστορία;

Έζησα – και όχι μόνο εργάστηκα – πολλά χρόνια ως αρχαιολόγος, ως εραστής του παρελθόντος, είδα πολλά, διδάχτηκα πολλά, ήταν καθοριστικό για τη ζωή μου σε όλο το πλέγμα και όλα της τα πεδία. Χρειαζόμουν έναν καμβά για να τα αποτυπώσω όλα αυτά και έτσι προέκυψε το Χνάρι.

– Ταυτίζεστε με κάποιον χαρακτήρα;

Ταυτίζομαι με όλους τους ήρωές μου, με την έννοια ότι μπαίνω στη θέση τους, τους εξερευνώ και τους κατανοώ, τους οδηγώ και τους αφήνω να με οδηγήσουν. Αυτό ως συγγραφική διαδικασία. Οι αναγνώστες, φυσικά, με ταυτίζουν με τη Θάλεια, την κύρια ηρωίδα του βιβλίου.

– Χρειάστηκε να κάνετε κάποια έρευνα;

Έχω ζυμωθεί τόσο πολύ με αυτόν τον χώρο που δεν χρειάστηκα κάποιου είδους έρευνα για να τον αναστήσω μέσα στις σελίδες του βιβλίου μου. Αυτό ήθελα, να τον αναστήσω μπροστά στα μάτια των αναγνωστών μου, αυτόν τον μαγικό κόσμο μιας αρχαιολογικής ανασκαφής, και να τους βοηθήσω να τον κατανοήσουν. Χρειάζεται γνώση πριν αποδεχτείς ή απορρίψεις το οτιδήποτε.

– Ως κάτοχος διδακτορικού στην Κλασική Αρχαιολογία εντάξατε στην ιστορία και προσωπικά σας βιώματα;

Όλα όσα περιγράφονται στο βιβλίο και αφορούν την ανασκαφή και τη γνώση του παρελθόντος, είναι προσωπικά μου βιώματα. Η συγκλονιστική στιγμή που πιάνεις στα χέρια σου ένα αντικείμενο που το άγγιξε κάποιος δυο και τρεις χιλιάδες χρόνια πριν, οι ποικίλες σχέσεις που δημιουργούνται «κάτω από τον καυτό ήλιο της ανασκαφής» όπως γράφω και στο βιβλίο, η πολύ πειθαρχημένη, επίμονη και επίπονη – και συγχρόνως δημιουργική – διαδικασία που ακολουθείται από τα χώματα της ανασκαφής ως την προθήκη του μουσείου, είναι βιωματικές καταστάσεις  ριζωμένες μέσα μου.

– «Αυτή είμαι εγώ. Κι αυτό είναι το δικό μου χνάρι στο χώμα». Ποιο πιστεύετε είναι το δικό σας «χνάρι στο χώμα»;

Θα σας απαντήσω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο, ίσως κάπως εκτεταμένο, αλλά και γι’ αυτό πλήρες και ολοκληρωμένο. Η ηρωίδα, η Θάλεια, ηλικιωμένη γυναίκα πια, ψάχνει τα βρει τα χνάρια της:

«Χρόνους και καιρούς μετά, κοντά μισό αιώνα, στην ακμή της παρακμής μου, γυρνάω πίσω και ψάχνω τα χνάρια μου, τα χνάρια που άφησα πίσω μου περπατώντας πάνω σε αυτή τη γη. Μεγάλη γυναίκα, με παιδιά και εγγόνια, με όμορφες δουλειές, με καλούς ανθρώπους γύρω μου, πολλά ταξίδια, πολλές στιγμές, έχω αφήσει πολλά, πολλά χνάρια. Και θέλω να τα αποχαιρετήσω όλα. Μάλλον, όχι να τα αποχαιρετήσω, να συνδιαλεχθώ μαζί τους, πρόσωπο με πρόσωπο, για μια τελευταία φορά. Έχω πάει σχεδόν παντού, σε όλα τα μέρη που κάποτε κούρνιασα, και ψάχνω να βρω αν έχουν κρατήσει το άρωμά μου, την εικόνα μου, το βλέμμα μου μέσα τους. Κάποια λιγότερο, κάποια περισσότερο, κάποια καθόλου. Είναι φευγαλέα και τα βλέμματα και τα αρώματα και οι περπατησιές.

Έχω αφήσει κι άλλα, πιο μόνιμα. Τα παιδιά μου, τα παιδιά των παιδιών μου, τα μελλοντικά παιδιά των παιδιών των παιδιών μου. Θα με διασώσουν εκείνα μέσα στο μέλλον, θα με κουβαλήσουν στα χέρια περνώντας με από γενιά σε γενιά; Για λίγο, ναι. Για δυο γενιές, για τρεις γενιές. Εκεί θα σταματήσει το ταξίδι μου. Μετά, ποιος θα θυμάται την προγιαγιά και την προ-προγιαγιά; Και γιατί;

Έχω αφήσει πίσω μου κι άλλους βαρκάρηδες που θα με ταξιδέψουν στις θάλασσες και στα ποτάμια του χρόνου, τα βιβλία μου. Εκείνα με έχουν κλείσει μέσα τους και με ταξιδεύουν στα χέρια και στο μυαλό των ανθρώπων. Ζω κι εκεί, αλλά για πόσο; Όταν κιτρινίσουν οι σελίδες των εκδόσεων κι όταν η καλπάζουσα ζωή με εξωθήσει στις εικοστές και τις πεντηκοστές σελίδες της ψηφιακής αναζήτησης, θα ξεχαστούν και τα βιβλία μου, θα ξεχαστώ ακόμη μια φορά κι εγώ. Κλασική συγγραφέας δεν νομίζω να γίνω ποτέ, ήδη ανήκω σε μια παρωχημένη γενιά, ήδη έχω ξεπεραστεί. Ό,τι έχω πει, το έχουν πει κι άλλοι. Ό,τι έχω νιώσει και βιώσει, το έχουν βιώσει κι άλλοι. Τους προβληματισμούς μου, τις αγωνιώδεις αμφιβολίες μου, τις έχουν νιώσει κι άλλοι. Και τις χαρές μου το ίδιο, τις ταπεινές χαρές μου και τις χαμηλές κορυφές που υπερηφανεύομαι πως κατάκτησα, τις νίκες που ήταν τόσο μικρές που αφορούσαν μόνο εμένα, τις ήττες που ήταν τόσο ασήμαντες που τώρα δεν μοιάζουν καν με ήττες, όλα τα δικά μου τα έχουν νιώσει και όλοι οι άλλοι, και οι πάντες έχουν μιλήσει και εξακολουθούν να μιλάνε γι’ αυτά.

Ξέρουμε, εγώ κι η γενιά μου, πως τελειώνει όχι η ζωή μας, αλλά ο κόσμος που ζήσαμε, ο κόσμος που φτιάξαμε και μας έφτιαξε. Σε λίγο, κάθε κουβέντα γι’ αυτόν θα είναι απλώς γραφική. Θα είμαστε, είμαστε ήδη γραφικοί. Γι’ αυτό έχουμε επιδοθεί όλοι, εμείς οι οσονούπω αναχωρητές, σε ένα πανικόβλητο ταξίδι προς το παρελθόν, για να το συστήσουμε τάχατες στο μέλλον. Το παρελθόν το δικό μας, στο μέλλον των άλλων. Ποιος νοιάζεται, ποιος θα νοιαστεί;»

– Κλείνοντας, θα θέλατε να μας πείτε για τα μελλοντικά συγγραφικά σας σχέδια και να μοιραστείτε μία ευχή για την νέα χρονιά;

Δεν έχει σιγάσει ακόμη μέσα μου ο απόηχος αυτού του βιβλίου. Όταν γίνει κι αυτό, τότε θα ανασύρω από μέσα μου κάτι άλλο. Όσο για την ευχή, εύχομαι σε όλον τον κόσμο τα ομορφότερα και τα καλύτερα! Δύναμη για να ανταπεξέλθουμε και αγαπημένους για να παρηγοριόμαστε. Καλή χρονιά σε όλους.

Άποψη για το βιβλίο της συγγραφέως Χαρά Ανδρεΐδου: εδώ

Το βιβλίο της συγγραφέως Χαρά Ανδρεΐδου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος: εδώ

Διαβάστε περισσότερες απόψεις βιβλίων και συνεντεύξεις και άλλων συγγραφέων: εδώ

Η Ειρήνη Λόκα γεννήθηκε το 2002. Τελειώνοντας το Λύκειο εισήχθη στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Έχει παρακολουθήσει το διαδικτυακό Εργαστήρι Μικροδιηγήματος του Αλληλέγγυου Σχολείου της Ετεροτοπίας με εισηγητή τον συγγραφέα Γιάννη Φαρσάρη στο οποίο εκδόθηκε και μία συλλογή διηγημάτων στην Ανοικτή Βιβλιοθήκη συμπεριλαμβανομένου και του μικροδιηγήματός της «Η συνεδρία», πλήθος webinars για την ψυχική υγεία και ένα σεμινάριο Filmmaking από το Skillbox. Παρακολουθεί μαθήματα νοηματικής γλώσσας από το ΚΕΝΓ. Διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε διαδικτυακούς ιστότοπους και περιοδικά πολιτισμού: culturepoint.gr, Fractal κ.α.