Έρση Σωτηροπούλου: «Ζήσε, γράψε. Γράψε, ζήσε. Αυτό με κατατρέχει»

Η Έρση Σωτηροπούλου είναι μια καταξιωμένη δημιουργός και συγγραφέας. Πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με το έργο της ήταν το 2008, όταν ήμουν περίπου 16 ετών. Συγκεκριμένα, τη συνάντησα ως νεαρός αναγνώστης, διαβάζοντας το «Ζιγκ Ζαγκ στις Νερατζιές». Τότε, είχε ξεσπάσει ένα ζήτημα που πήρε διαστάσεις καθώς είχε ζητηθεί από τον τότε βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Πέτρο Τατούλη και μετέπειτα από τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Πλεύρη να αποσυρθεί από τις σχολικές βιβλιοθήκες το συγκεκριμένο βιβλίο ως άσεμνο και χυδαίο, αίτημα αναχρονιστικό που παρέπεμπε σε άλλες εποχές. Αφήνοντας πίσω το μακρινό 2008, τη φιλοξενώ στην εκπνοή του 2023 στο your e-articles.

-Γεννηθήκατε στη Πάτρα. Ποιες είναι οι μνήμες της παιδικής σας ηλικίας;

Όταν κοιτάζω προς τα πίσω, μου φαίνονται χαρούμενα τα παιδικά μου χρόνια. Οι γονείς μου ήταν νέοι, ερωτευμένοι. Υπήρχαν βιβλία στο σπίτι, διάβαζα από πολύ μικρή. Θυμάμαι να γυρίζω από το νηπιαγωγείο και να τους διηγούμαι τις περιπέτειες μου με μια φανταστική κυρία Λάιστον που με καλούσε στο σπίτι της για τσάι και μου έλεγε απίθανες ιστορίες για γάτους με τρεις ουρές. Ποτέ δεν με πίεσαν να κάνω κάτι επειδή ήμουν κορίτσι. Όμως υπάρχουν ρωγμές. Πάντα υπάρχουν ρωγμές. Αρκεί κάτι ελάχιστο κι αυτές τις χαρούμενες εικόνες της παιδικής ηλικίας τις διαπερνάει μια βαθιά μελαγχολία.

-Η πιο δυνατή ανάμνηση που κουβαλάτε μέχρι σήμερα;

Όταν πάλεψα μ’ ένα αγόρι στη Δευτέρα Δημοτικού. Δεν θυμάμαι τον λόγο του τσακωθήκαμε. Έβραζα από οργή. Ήθελα να τον νικήσω. Παλεύαμε στην αυλή του σχολείου κοντά σε κάτι άθλιες τουαλέτες, πάνω στα βρώμικα πλακάκια. Μου τραβούσε με λύσσα τα μαλλιά. Κάποια στιγμή μου έφυγε το ένα παπούτσι. Έχωσα δυο δάχτυλα μέσα στα ρουθούνια του και τον δάγκωσα με όλη μου τη δύναμη στο μάγουλο. Δεν θυμάμαι πώς τελείωσε.

-Σπουδάσατε φιλοσοφία και πολιτιστική ανθρωπολογία στη Φλωρεντία. Τι αποκομίσατε;

Είχα την τύχη να φοιτήσω σ’ ένα εξαιρετικό Πανεπιστήμιο με ουμανιστική κατεύθυνση, καμιά σχέση με τη χρηστική δομή των Σχολών σήμερα. Πέρα απ’ αυτό, ζούσαμε σε μια εποχή κοινωνικών αλλαγών, είχαμε την ελπίδα ή την αυταπάτη ότι αγωνιζόμαστε για έναν καλύτερο κόσμο. Το φοιτητικό κίνημα βρισκόταν πολύ μπροστά και γεννιόταν ο ιταλικός φεμινισμός, έντονα πολιτικοποιημένος και ταυτόχρονα κοντά στην ψυχανάλυση. Υπήρχαν ζυμώσεις στο χώρο της τέχνης, το φυτίλι του Underground πυροδοτούσε νέα πάθη στο σινεμά, στην ποίηση, στη μουσική. Είμαστε εντελώς άφραγκοι, αλλά κάθε μέρα ήταν μια νέα ανακάλυψη.

-Εργαστήκατε ως μορφωτική σύμβουλος στην ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη. Τι θυμάστε από εκείνη τη περίοδο;

Στην αρχή υπήρχε μια γοητεία. Ήταν ένας άγνωστος κόσμος για μένα που είχε μια αίγλη παρακμιακή, κάτι ζοφερό και συνάμα μυστηριώδες, που αποκτούσε μυθιστορηματικό ενδιαφέρον. Αυτή η θλιμμένη πολυτέλεια των δεξιώσεων, τα αμέτρητα έγγραφα που πήγαιναν κι ερχόντουσαν χωρίς λόγο όπως σε θέατρο του παραλόγου, το αδυσώπητο θάψιμο των υπάλληλων μεταξύ τους πάλι χωρίς λόγο, και μια φορά την εβδομάδα μπαμ! Το αλαφιασμένο ξύπνημα από τον λήθαργο και η φρενίτιδα του διπλωματικού σάκου.

-Πώς οδηγηθήκατε στο γράψιμο;

Δεν ξέρω. Άρχισα να γράφω. Μπρούμυτα στο πάτωμα. Και το πρώτο που κατάλαβα ήταν ότι μου άρεσε να βρίσκομαι μόνη με τον εαυτό μου, ότι υπήρχε μια μοναξιά ιδιαίτερη που δεν ήταν καθόλου καταθλιπτική και την ανακάλυπτα χάρη στο γράψιμο.

-Τι σημαίνει για εσάς η συγγραφή;

Γράφω σχεδόν όλη τη ζωή μου. Άγρυπνες νύχτες και κάποιες άθλιες ώρες να διορθώνω την ίδια σελίδα, παρόλο που ξέρω ότι αργότερα μπορεί να την πετάξω. Βέβαια υπάρχουν και ωραίες στιγμές.

-Από που αντλείτε έμπνευση;

Από ένα τίποτα. Δεν χρειάζεται να συμβεί κάτι σημαντικό ή ακραίο. Αντίθετα, το σημαντικό και ακραίο μπορεί να μη με οδηγήσει πουθενά, γιατί μοιάζει σαν να αυτοεξηγείται. Είναι τελείως απρόβλεπτος ο μηχανισμός της έμπνευσης. Για μένα αρκεί μια λεπτομέρεια που κάπως ξεφεύγει. Ένα τηλέφωνο που χτυπάει επίμονα μέσα σ’ ένα άδειο διαμέρισμα. Μια κουβέντα μεταξύ αγνώστων στο δρόμο που για κάποιο λόγο μου κόλλησε κι επανέρχεται. Στο «Τι μένει από τη νύχτα» μόνο μια τρίχα, μια τριχούλα λίγο πιο σκληρή από τις άλλες στον απαλό όρχι ενός νεαρού Ρώσου χορευτή, δημιουργεί τον σπινθήρα που θα οδηγήσει σ’ ένα αριστούργημα. Φυσικά όταν εμπνέεσαι από κάτι, δεν σημαίνει ότι γράφεις γι’ αυτό.

-Πρώτα ζείτε και μετά γράφετε; Αντίστροφα, παράλληλα;

Ζήσε, γράψε. Γράψε, ζήσε. Αυτό με κατατρέχει. Αν έπρεπε να εκφράσω τη μεγαλύτερη φιλοδοξία μου, αυτή θα ήταν να καταργήσω την απόσταση μεταξύ ζωής και τέχνης. Φιλοδοξία που είναι αδύνατον να εκπληρωθεί.

-Έχετε βιώσει writer’s block?

Αμέτρητες φορές.

-Οι συγγραφείς που σας συγκλόνισαν όταν τους διαβάσατε για πρώτη φορά;

Άπειροι. Ο τελευταίος ήταν ο Ρομπέρτο Μπολάνιο. Και ποιητές επίσης με επηρέασαν πολύ. Ιδιαίτερα στην εφηβεία μου ήταν ημίθεοι για μένα. Πιστοί σύμμαχοι στο πλευρό μου, μου έδιναν τη δύναμη να αντισταθώ στη βλακεία της επαρχιακής κοινωνίας και στην καταπίεση του σχολείου. Ποιητές όπως ο Ρεμπώ, ο Βερλέν, ο Μπωντλέρ, με ξεσήκωναν και με ενέπνεαν όχι μόνο με το έργο τους αλλά και με την ελεύθερη, ασυγκράτητη ζωή τους.

-Αν είχατε τη δυνατότητα να συναντήσετε κάποιον συγγραφέα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ποιος θα επιθυμούσατε να είναι;

Μήπως τον Καβάφη; Θα είχε ενδιαφέρον η αναμέτρηση. Ήταν τύπος συμβατικός, κρυψίνους, μυστικοπαθής, το «Τι μένει από τη νύχτα» θα τον εξόργιζε. Αλλά μπορεί και όχι. Μπορεί να γινόμαστε συνένοχοι, να βρίσκαμε μια κοινή γλώσσα. Όταν έγραφα το μυθιστόρημα, σε κάποιο σημείο λίγο μετά τη μέση, ξαφνικά κόλλησα. Βρέθηκα σ’ ένα αδιέξοδο τυραννικό, πρωτόγνωρο. Το βιβλίο έμοιαζε να επιτίθεται στον εαυτό του. Το κεφάλαιο που είχα αρχίσει να γράφω γύριζε προς τα πίσω να κατασπαράξει τα προηγούμενα. Μια νύχτα ήρθε ο Καβάφης στον ύπνο μου. Μπήκε αριστερά από την πόρτα, πλησίασε το γραφείο που έγραφα και στάθηκε. Με κοίταξε και είπε κάτι. Ήταν μια φράση σιβυλλική, δεν έβγαζες νόημα. Τη γύριζα στο μυαλό μου. Σιγά-σιγά κατάλαβα τι εννοούσε. Ήταν η καλύτερη συμβουλή. Το εξεγερμένο κεφάλαιο υποτάχθηκε και μπόρεσα να τελειώσω το βιβλίο.

-Το 1980 κάνατε την πρώτη εμφάνιση σας με τη ποιητική συλλογή «Μήλο + Θάνατος + … + …». Πώς το αναλογίζεστε 43 χρόνια μετά;

Συμβαίνει να διαβάσω ένα ποίημα από αυτή τη συλλογή και το διαβάζω με ενδιαφέρον σαν να το έγραψε κάποιος άλλος. Είναι ποιήματα που μ’ αρέσουν και τώρα, πολύ θα ήθελα να μπορούσα να μπω πάλι σ’ εκείνο το κλίμα.

-Υπήρξαν και τα ίδια συναισθήματα με το πρώτο μυθιστόρημα, τις «Διακοπές Χωρίς Πτώμα»;

Τυχαία πέρασα στην πεζογραφία. Μια μέρα μου χάρισε μια γραφομηχανή ο πρώτος μου σύζυγος. Είμαστε πολύ φτωχοί, η γραφομηχανή ήταν κολοσσιαίο δώρο. Άρχισα να γράφω το «Διακοπές χωρίς πτώμα» σε κατάσταση ύπνωσης. Οι πρώτες σελίδες περιγράφουν ακριβώς αυτό, τι συμβαίνει όταν αρχίζεις να γράφεις, πώς σε συνεπαίρνουν οι ελπίδες και σε τρώνε οι αμφιβολίες, το πέρασμα από τη μεγαλομανία στην αυτομαστίγωση, τη μεθυστική έξαρση, τον ενθουσιασμό και το απότομο ξεφούσκωμα. Το «Διακοπές χωρίς πτώμα» γράφεται και την ίδια στιγμή μας μιλάει για το γίγνεσθαι του συγγραφέα.

-Υπάρχει κάποιο βιβλίο σας που έχει μια πιο ξεχωριστή θέση στη καρδιά σας;

Δεν το έχω σκεφτεί. Ίσως ο «Άνθρωπος στη θάλασσα».

-Θυμάμαι κάπου το 2008, είχε προκύψει ένα θέμα με το «Ζιγκ Ζαγκ στις Νερατζιές» και είχε ζητηθεί από τον τότε βουλευτή της ΝΔ Πέτρο Τατούλη να αποσυρθεί από τις σχολικές βιβλιοθήκες. Πώς ξέσπασε αυτό το θέμα;

Είχε ξεκινήσει με τον κ. Τατούλη και συνεχίστηκε με τον κ. Πλεύρη. Το βιβλίο κατηγορήθηκε ως ένα χυδαίο πορνογράφημα που διέφθειρε τις «αγνές παιδικές ψυχές». Παρόλο που υπήρξαν έντονες αντιδράσεις και εκδηλώσεις συμπαράστασης στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ήταν μια θλιβερή εμπειρία. Είχα την αφέλεια να πιστεύω ότι οι επιτροπές λογοκρισίας και τα index απαγορευμένων βιβλίων είχαν εξαφανιστεί μαζί με τη δικτατορία. Λάθος. Θεωρούμε ότι η ελευθερία στην τέχνη είναι αυτονόητη, αλλά αρκεί ένα τέτοιο επεισόδιο για να μας θυμίσει ότι δεν είναι δεδομένη κι ότι πρέπει να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε.

Εκείνο που άλλαξε σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι σήμερα έχουμε μια ελευθεριότητα, μια επίφαση ελευθερίας και ακριβώς πίσω της παραμονεύει ένας βαθύς νεοσυντηρητισμός. Αυτοί που ηθικολογούν και στιγματίζουν είναι οι ίδιοι με το μπουλούκι της παρδαλής βιτρίνας, όπου όλα λέγονται χύμα, όλοι βρίζονται μεταξύ τους και μετά τα ξαναβρίσκουν. Η δίωξη του «Ζιγκ Ζαγκ» ήταν ένα από τα πρώτα σημάδια του φαινομένου της ανόδου της ακροδεξιάς στην πολιτική. Η δικαστική απόφαση ήταν ένα παραλήρημα πέντε σελίδων. To μυθιστόρημα είχε κερδίσει και τα δυο λογοτεχνικά βραβεία εκείνη τη χρονιά. Αυτό το έκανε εύκολο στόχο. Βαθύτερα όμως πιστεύω ότι τους ενόχλησε επειδή μια γυναίκα τόλμησε να ονομάσει τα πράγματα.

-Σήμερα, βιώνουμε μια κατάσταση όπου στο όνομα της πολιτικής ορθότητας καταφεύγουμε στην (αυτο)λογοκρισία; Πόσο ελεύθερη είναι τελικά η ελευθερία του λόγου;

Η λογοκρισία δεν καταργήθηκε απλώς άλλαξε μορφή. Η αυτολογοκρισία είναι πιο ύπουλη, πιο επικίνδυνη. Δεν βρίσκεται έξω από το έργο, αλλά έχει ριζώσει στην καρδιά του. Ο μηχανισμός της είναι πιο ασαφής με διαστρεβλώσεις και συνέπειες που θα διαρκέσουν. Για τον συγγραφέα η αυτολογοκρισία σημαίνει τέλμα.

-Λογοτεχνικά έχετε δοκιμαστεί στη ποίηση, το μυθιστόρημα, το διήγημα και τη νουβέλα. Που νιώθετε πιο οικεία ως δημιουργός;

Δεν επιλέγω. Το έργο αποφασίζει για μένα. Όταν άρχισα να γράφω τον «Άνθρωπο στη θάλασσα» δεν είχα στο μυαλό μου την ποιητική φόρμα, ούτε σκόπευα να γράψω ποίηση. Σιγά-σιγά χωρίς να το αντιληφθώ με πήγε προς τα εκεί. Όταν γράφεις μερικές επιλογές γίνονται εν αγνοία σου σαν να υπακούουν σε δική τους λογική. Το ενδιαφέρον είναι ότι εκ των υστέρων, η απόφαση να γράψω ποίηση που αρχικά φάνηκε μια ασυνείδητη επιλογή, ήταν η σωστή. «Ο άνθρωπος στη θάλασσα» μόνο σε ποιητική μορφή μπορούσε να υπάρξει. Δεν θα είχε πυκνότητα ως πεζό, κινδύνευε να γίνει περιγραφικό, η ένταση θα έπεφτε. Το πένθος για τη μητέρα, οι ενοχές, το τραγικό τοπίο των παγετώνων μόνο η ποίηση μπορούσε να τα εκφράσει με τρόπο λιτό και ουσιαστικό.

-Ως δημιουργός νιώθετε πληρότητα από το έργο που έχετε καταθέσει ή υπάρχουν ακόμα πράγματα που δεν ειπώθηκαν ή καταγράφηκαν;

Αν ένιωθα πληρότητα, θα είχα τελειώσει.

-Έχετε τιμηθεί εν ζωή και έχετε λάβει βραβεία για τη λογοτεχνική σας διαδρομή. Σημαίνουν κάτι για τον εκάστοτε λογοτέχνη που τα λαμβάνει;

Τα βραβεία είναι ενέσεις εμπιστοσύνης. Μακάρι να υπήρχαν περισσότερα. Δεν σε κάνουν καλύτερο συγγραφέα αλλά σε ενθαρρύνουν να συνεχίσεις. Πόσο κρατάει η χαρά ενός βραβείου; Μετά πάλι βρίσκεσαι ενώπιος ενωπίω με τη λευκή σελίδα.

-Διαβάζουν οι νέοι σήμερα; Πώς κρίνετε το αναγνωστικό κοινό;

Νομίζω ότι κάποιοι νέοι διαβάζουν. Πάντα λίγοι ήταν αυτοί που διάβαζαν.

Έρση Σωτηροπούλου

-Αντιμετωπίσατε δυσκολίες στο ξεκίνημα σας;

Ίσως να αντιμετωπίζω περισσότερες δυσκολίες τώρα. Όταν ξεκινάς έχεις μια αφέλεια, είσαι ανυποψίαστος. Για μένα δεν είναι αυτονόητο ότι κάποιος αποφασίζει να κάνει καριέρα στο γράψιμο. Υπάρχει κάτι αμφίρροπο στη δουλειά του συγγραφέα. Από τη μια, κανείς δεν σου ζητάει να γράψεις. Το να έχεις ένα βιβλίο στην προθήκη ενός βιβλιοπωλείου και να περιμένεις κάποιος να το αγοράσει και να σε διαβάσει, είναι μια τρομαχτική διεκδίκηση αγάπης. Από την άλλη, όταν κάποιος γράφει σε πλήρη απασχόληση πρέπει να μπορεί να ζήσει απ’ αυτό.

-Τι είδους εμπόδια έχει να υπερβεί ένας νέος συγγραφέας για να εκδώσει το έργο του και να εδραιωθεί;

Τι σημαίνει να εδραιωθεί; Να πάρει καλές κριτικές; Να γίνει γνωστός; Να τον καλούν στην τηλεόραση. Ο καθένας ερμηνεύει διαφορετικά την επιτυχία. Χρειάζεται κυρίως επιμονή. Να είσαι έτοιμος για την απόρριψη. Συχνά η τύχη, κάποιες συγκυρίες βοηθάνε.

-Περνάνε κρίση οι εκδοτικοί οίκοι;

Οι εκδότες βρίσκονται σε κρίση εδώ και χρόνια και ταυτόχρονα εκδίδουν όλο και περισσότερα βιβλία. Πώς εξηγείται; Είναι η ώθηση προς τα μπρος του ύστερου καπιταλισμού, το keep going για να μη βουλιάξεις.

-Ο ρόλος του διαδικτύου στο ζήτημα των εκδόσεων;

Θα είναι όλο και πιο δραστικός με φτωχότερα ποιοτικά αποτελέσματα. Πέρα απ’ αυτό, σύντομα θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στον εκδοτικό χώρο. Ήδη συμβαίνει. Κι αυτό θα οδηγήσει σε επιλογές βιβλίων εκ του ασφαλούς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εκδότες που χρησιμοποιούν τα δεδομένα των αλγορίθμων της τεχνητής νοημοσύνης για να μάθουν τις προτιμήσεις των αναγνωστών και τις αγοραστικές τους συνήθειες ώστε να επιλέξουν βιβλία που θα έχουν περισσότερες πιθανότητες να πετύχουν και να γίνουν ευπώλητα, μοιραία θα οδηγούνται σε συμβατικές επιλογές και δεν θα παίρνουν ρίσκο. Ο Μαρσέλ Προυστ δεν θα είχε καμία ελπίδα να εκδοθεί την εποχή της τεχνητής νοημοσύνης. Ο φόβος μου δεν είναι ότι οι αλγόριθμοι της τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούν να γράψουν σαν κι εμάς, αλλά ότι εμείς θα καταλήξουμε να γράφουμε όπως οι αλγόριθμοι.

-Πώς αντιλαμβάνεστε τη σημερινή ελληνική κοινωνία; Φέρει παθογένειες;

Είμαστε λίγο κλόουν. Κουβαλάμε έναν αχταρμά από ασύνδετα στοιχεία, ένδοξους προγόνους, μπουζούκια, μνημεία αρχαία, ορθοδοξία, αμανέδες, λάβαρα, το φαγητό της μαμάς και δεν καταφέρνουμε να απαλλαγούμε. Συνδυάζουμε σοβαροφάνεια με κουτοπονηριά. Μια κοινωνία κλόουν που ξαφνικά μπορεί να υψώσει ανάστημα και να δείξει τόλμη και γενναιότητα. Έχουμε απίστευτη ανθεκτικότητα ως λαός. Όπως το ελατήριο που το πατάς βαθιά και πάλι αναπηδάει.

-Η αίσθηση που σας προκαλεί η σημερινή πολιτική πραγματικότητα;

Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι όλα κρέμονται από μια κλωστή. Το πιο επικίνδυνο είναι το χάσμα μεταξύ τεχνολογίας και κοινωνίας που συνεχώς διευρύνεται. Βλέπουμε την τεχνολογία να κάνει άλματα καθημερινά ενώ η κοινωνία πηγαίνει προς τα πίσω. Γινόμαστε μια κοινωνία αρπακτική, που γυρίζει σε πιο πρωτόγονες μορφές. Ο κόσμος που ζούμε λειτουργεί εν αγνοία μας. Μας βομβαρδίζουν ασταμάτητα με εικόνες και πληροφορίες που μας συγχύζουν χωρίς να μαθαίνουμε κάτι. Όλες οι σημαντικές αποφάσεις, είτε πρόκειται για έναν νέο πόλεμο είτε για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ξεφεύγουν από τον έλεγχο μας.

-Πότε κλάψατε τελευταία φορά;

Προσπάθησα να κλάψω αλλά δεν μπόρεσα. Βοηθάει πολύ ένα γερό κλάμα, είναι πιο απελευθερωτικό από το γέλιο.

-Μέσα στο 2023 βιώσατε την απώλεια του συζύγου σας, Μισέλ Δημόπουλου. Μια τέτοια απώλεια γεννάει τραύματα. Κλείνουν κάποια στιγμή;

Η απώλεια βιώνεται διαφορετικά με το πέρασμα του χρόνου αλλά η ουλή μένει. Εκεί που νιώθεις ότι ο πόνος σου απαλύνεται, κάτι συμβαίνει και πέφτεις πάλι στην καταπακτή του πένθους.

-Πιστεύετε στον Θεό;

Όχι.

-Το προσωπικό καταφύγιο σας;

Μερικοί φίλοι. Τα παιδιά μου. Το διάβασμα. Τα ταξίδια.

-Ο μεγάλος σας φόβος;

‘Εχω μια στρατιά από φόβους που όμως τον περισσότερο καιρό κοιμούνται. Φόβοι σοβαροί, δικαιολογημένοι και φόβοι αστείοι, παιδικοί. Μ’ αρέσει η λέξη «φοβάμαι» αλλά δεν μ’ αρέσει το αίσθημα.

-Τι είναι ο έρωτας;

Αυτό που λέει ο πρίγκηπας Αντρέι Μπολκόνσκυ στο «Πόλεμος και Ειρήνη»: Ο έρωτας διώχνει τον θάνατο.

-Νιώθετε ευτυχισμένη;

Δεν είμαι σίγουρη αν καταλαβαίνω το ευτυχισμένη. Ξέρω πώς είναι να είμαι χαρούμενη, θλιμμένη, απελπισμένη κλπ. αλλά ευτυχισμένη; Αν πρόκειται για μια κατάσταση αγαλλίασης και αταραξίας δεν μ’ ενδιαφέρει.

-Τι άνθρωπος είναι η Έρση Σωτηροπούλου;

Με δυο πόδια.

-Πώς φαντάζεστε τη τελευταία μέρα σας στη γη;

Δεν θα ήθελα να είμαι κουτσή και να πρέπει να τρέξω.

-Τα όνειρά σας για το μέλλον;

Το μέλλον μου δεν απλώνεται μπροστά μου. Παιδί ακόμα όταν σκεφτόμουν τη λέξη μέλλον, το ένιωθα να είναι πολύ κοντά μου, να με καίει η ανάσα του. Το μέλλον για μένα είναι σήμερα, τώρα.

-Ετοιμάζετε κάτι αυτή την περίοδο;

Γράφω τον «Ιούνιο». Ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται μέσα σε είκοσι λεπτά, όσο διαρκεί μια μαγνητική τομογραφία.

-Η συμβουλή που θα δίνατε σε έναν άνθρωπο για να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα;

Να μείνει πιστός στα όνειρα του.

-Τι σας έρχεται στο μυαλό όταν λέτε το όνομα Έρση Σωτηροπούλου;

Μαύρες πινελιές. Άσπρος τοίχος.

-Κυρία Σωτηροπούλου σας ευχαριστώ πολύ για την επικοινωνία μας.

Εγώ σε ευχαριστώ.

Έρση Σωτηροπούλου βιογραφικό: εδώ

Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο

Αποτυχημένος φοιτητής Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποτυχημένος φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Ερασιτέχνης ραδιοφωνικός παραγωγός και αρθρογράφος. Συλλέκτης βινυλίων, κόμικς και βιβλίων. Λάτρης της ινδικής κουζίνας και του κόκκινου κρασιού. Με το γράψιμο έχω μια ιδιαίτερη σχέση. Όταν γράφω θέλω η σκέψη που ξεκινάει από εμένα να ολοκληρώνεται από τον αναγνώστη...