Σαν σήμερα, 21 Ιουνίου του 1905, γεννιέται στο Παρίσι ο Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος, κριτικός και πολιτικός ακτιβιστής, Ζαν Πωλ Σαρτρ [Jean-Paul Charles Aymard Sartre]. Μια εξέχουσα μορφή ανθρώπου, που άφησε το δικό του στίγμα, και ανήμερα της γέννησής του, αξίζει ένα αφιέρωμα στον ίδιο και στο πολυδιάστατο έργο του.
Μεγαλώνει στο Παρίσι, με τους παππούδες του και τη μητέρα του, καθώς ο πατέρας του πέθανε λίγο αφότου γεννήθηκε. Όταν η μητέρα του ξανά παντρεύτηκε, μετακόμισε μαζί με εκείνη και τον πατριό του, στη Λα Ροσέλ, μια πόλη της Γαλλίας. Το 1921 επιστρέφει στο Παρίσι για να συνεχίσει τη σχολική του θητεία στο κλασικό λύκειο Henri-IV. Τελειώνοντάς το, μαζί με τον καλύτερο φίλο του, Πωλ Νιζάν, δίνουν εξετάσεις και πετυχαίνουν την εισαγωγή τους στην ‘École normale supérieure. Ο Ζαν, κατάφερε με τη δεύτερη προσπάθεια να μπει, στην προετοιμασία της οποίας, γνωρίζει τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ, αναπτύσσοντας δεσμό μαζί της. Ο έρωτάς τους μάλιστα, απασχόλησε πολύ τους μελλοντικούς διανοητές διότι ήταν σύντροφοι ζωής χωρίς ποτέ να υιοθετήσουν συμβατικά πρότυπα, σαν εκείνο του γάμου. Ο Σαρτρ πίστευε ούτως ή άλλως, στην απόλυτη ελευθερία του ατόμου.
Αφού παίρνει το πτυχίο της φιλοσοφίας, το 1929, για μερικά χρόνια εκτελεί χρέη διδάσκοντα σε διάφορα μέρη. Παράλληλα, το 1938 σημειώνει την πρώτη του λογοτεχνική επιτυχία, ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Η Ναυτία». Πριν απ’ αυτό, ωστόσο, το 1936, δημοσιεύει ένα δοκίμιο φιλοσοφικού περιεχόμενου, «Η φαντασία», που αργότερα, το 1940, συμπληρώθηκε από «Το φαντασιακό».
Φτάνοντας στα χρόνια του πολέμου, αφού συλλαμβάνεται και εν τέλει αποφυλακίζεται με ψεύτικες ιατρικές βεβαιώσεις, συμμετέχει στο αντιστασιακό δίκτυο «Σοσιαλισμός και ελευθερία». Σ’ αυτά τα χρόνια διαμορφώνει τις απόψεις του, που διατηρεί μέχρι τέλους. Τάσσεται υπέρ της στρατευμένης τέχνης και διανόησης. Γι’ αυτό πίστευε, ότι οι διανοούμενοι πρέπει να έχουν ενεργό ρόλο στην κοινωνία και έτσι και ο ίδιος υπήρξε ένας εσωτερικά στρατευμένος καλλιτέχνης -όχι όμως και στρατευμένος από κάποιο κράτος ή καθεστώς.
Υποστήριξε επιπλέον, σε μεγάλο βαθμό τη θεωρία του υπαρξισμού. Αυτό φάνηκε και στο ανέβασμα της παράστασης «Οι Μύγες» [Les Mouches], το 1943, το οποίο είναι το πρώτο θεατρικό έργο του Ζαν – Πωλ Σαρτρ που παρουσιάστηκε στο κοινό, με αποτυχία θα λέγαμε. Πρόκειται για ένα δράμα σε τρεις πράξεις εμπνευσμένο από τον ελληνικό μύθο των Ατρειδών που αναπτύσσει μία φιλοσοφική αντίληψη της τραγωδίας με υπαρξιστικά στοιχεία. Μπορεί άλλοι φιλόσοφοι να θεωρήθηκαν θεμελιωτές του υπαρξισμού, όμως ο Σαρτρ ήταν αυτός που τον έφερε στο προσκήνιο και δημιούργησε το ομώνυμα γαλλικό κίνημα, υποστηρίζοντας και εικονογραφώντας τις ιδέες του με πληθώρα έργων από διαφορετικά λογοτεχνικά είδη, όπως συνέβη και με το έργο που προαναφέραμε, «Οι μύγες». Τα βασικά σημεία της θεωρίας του, ήταν η ανυπαρξία του θείου και η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του ατόμου. Είπε για τον άνθρωπο πως «είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος», φέρνοντάς τον έτσι αντιμέτωπο με τις πράξεις του, και την ευθύνη που έχει για εκείνες.
Πολιτικά, ήταν αριστερός, για αυτό υποστήριζε και την πολιτική θεωρία του Μαρξισμού, αλλά ήταν αντίθετος με τις σταλινικές μεθόδους. Συμμετάσχει, λοιπόν, στην ίδρυση ενός πολιτικού κόμματος με την ονομασία «Rassemblement démocratique révolutionnaire» (= Επαναστατική Δημοκρατική Συσπείρωση). Το κόμμα δε θα έχει καμία εκλογική επιτυχία, με αποτέλεσμα ο Σαρτρ να παραιτηθεί το 1949.
Ένα αξιοσημείωτο γεγονός, που προκάλεσε σάλο και σχόλια των πάντων, ήταν ότι το 1964, αρνείται το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Θεωρεί ότι αν το αποδεχόταν, θα δέσμευε την ελευθερία του. Ήταν εκ πεποιθήσεως αντίθετος προς κάθε ιδέα ανταμοιβής. Ανέφερε επίσης, πως «Ένας συγγραφέας δεν πρέπει να επιτρέψει στον εαυτό του να μετατραπεί σε θεσμό». Ούτε στην καθιερωμένη επίσημη τελετή των βραβείων Νόμπελ, το Δεκέμβριο του 1964, εμφανίστηκε. Σε επιστολή του προς τη Σουηδική Ακαδημία δήλωσε ότι αρνείται οποιαδήποτε διάκριση από οποιοδήποτε ίδρυμα. Όπως ήταν αναμενόμενο ένα μεγάλο μέρος του πνευματικού κόσμου, στράφηκε εναντίον του.
Κάποια απ’ τα έργα που έγραψε (φιλοσοφικά, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, κινηματογραφικά σενάρια, κριτικές, δοκίμια, πολιτικά δοκίμια, αυτοβιογραφικά) είναι:
- La transcendance de l’ego (= Η υπερβατικότητα του εγώ, 1936)
- L’imagination (= Η φαντασία, 1936)
- L’Imaginaire (= Το φανταστικό, 1940)
- L’existentialisme est un humanisme (= Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, 1946)
- La nausée (= Η Ναυτία, 1938)
- Les chemins de la liberté (= Οι δρόμοι της ελευθερίας, 1945-1949)
- La mort dans l’âme (= Με το θάνατο στη ψυχή, 1949)
- Les mouches (= Οι μύγες, 1943)
- Huis clos (= Κεκλεισμένων των θυρών, 1944)
- Le diable et le Bon Dieu (= Ο Διάβολος και ο Θεός, 1951)
- Les jeux sont faits (= Ο κύβος ερρίφθη, 1947)
- Qu’est-ce que la littérature? (= Τι είναι η λογοτεχνία; 1947)
- Baudelaire (= Μποντλαίρ, 1947)
- Les mots (= Οι λέξεις, 1963)
Μια ξεχωριστή αναφορά αξίζει στα έργα «Η Ναυτία» και «Οι λέξεις», καθώς αποτελούν τα δύο πιο σημαντικά του έργα. Όσον αφορά το πρώτο, που τονίσαμε ότι ήταν η πρώτη του λογοτεχνική επιτυχία, πρόκειται για ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα, γραμμένο με τη μορφή ημερολογίου, που αφηγείται τα επαναλαμβανόμενα συναισθήματα αποστροφής που βιώνει ένας νεαρός ιστορικός, καθώς συνειδητοποιεί την κοινοτοπία και το κενό της ύπαρξης. Το 1950, βρέθηκε στον κατάλογο των 12 βραβευμένων ως καλύτερων μυθιστορημάτων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα της γαλλικής λογοτεχνίας. Απεναντίας, το δεύτερο, είναι ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα, στο οποίο ξεδιπλώνοντας τις παιδικές του αναμνήσεις και τα βιώματά του, περιγράφει τις πρώτες του αναγνωστικές εμπειρίες, και συνδέει τις λέξεις και την ανάγνωση, με την αποκάλυψη του κόσμου και τον υπαρξισμό. Είναι ξεκάθαρες μέσα απ’ αυτό οι φιλοσοφικές του θεωρίες.
Το Μάρτιο του 1972, ένα σοβαρό επεισόδιο υγείας, λόγω των πνευματικών και σωματικών υπερβολών -αλκοόλ, ναρκωτικά, τσιγάρο- τον αφήνει σχεδόν τυφλό, με απόρροια το παραγωγικό του έργο, να λάβει τέλος. Όμως, προσλαμβάνει ως γραμματέα τον Μπενύ Λεβί, ένα νεαρό στέλεχος μαοϊστικής νεολαίας που θα εκδώσει τις συζητήσεις που είχε μαζί με το φιλόσοφο και το Φιλίπ Γκαβί σε βιβλίο.
Πέθανε στις 15 Απριλίου 1980 στο Παρίσι από πνευμονικό οίδημα, σε ηλικία 75 ετών. Στην κηδεία του, που έγινε στις 19 Απριλίου 1980, παρευρέθηκαν πάνω από 50.000 άνθρωποι για να τιμήσουν τελευταία φορά το μεγάλο φιλόσοφο που άφησε το δικό του στίγμα. Η τελευταία κατοικία του, αλλά και της συντρόφου του, Σιμόν ντε Μποβουάρ, βρίσκεται στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς στο Παρίσι.
Πηγές:
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%96%CE%B1%CE%BD-%CE%A0%CE%BF%CE%BB_%CE%A3%CE%B1%CF%81%CF%84%CF%81
https://www.sansimera.gr/biographies/13 https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97_%CE%BD%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%AF%CE%B1_(%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1)