“Θέλει νεκροί χιλιάδες να’ ναι στους τροχούς. Θέλει και οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους…” Κάθε φορά που διαβάζω μεμονωμένα το “Άξιον Εστί” ή το ακούω μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη στέκομαι στα παραπάνω λόγια. Είναι άστοχο να απογυμνώνει κανείς ένα τόσο σπουδαίο μουσικό σύνολο και να αφαιρεί ορισμένες λέξεις ή φράσεις. Η δυναμική του παραπάνω δίστιχου όμως με καθηλώνει. Περικλείει σπουδαία και αθάνατα νοήματα. Δοσμένα με τα υπερρεαλιστικά εκφραστικά μέσα του Οδυσσέα Ελύτη, κεντημένα με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος συνέθεσε ένα λαϊκό ορατόριο παντρεύοντας τις δυτικοευρωπαϊκές καταβολές του στη μουσική από τη μία και τους παραδοσιακούς λαϊκούς δρόμους από την άλλη, και αποτυπωμένα από τη ρωμαλέα και στιβαρή φωνή του μέγιστου Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Φέτος, το “Άξιον Εστί” ως ποιητικό έργο κλείνει 60 χρόνια ζωής. Εκδόθηκε το 1959, εστάλη από τον ποιητή στον συνθέτη ένα χρόνο αργότερα και μελοποιήθηκε το 1964. Συνολικά αποτελείται από 75 σελίδες – παρότι μελοποιήθηκαν μόνο οι 17 – οι οποίες είναι χωρισμένες σε τρία μέρη: τη Γένεση, τα Πάθη και το Δοξαστικόν. Στο καθένα από αυτά κυριαρχεί μια μορφική ποικιλία-από ύμνους και ψαλμούς μέχρι αναγνώσματα και άσματα- έχοντας ως πρόθεση από τον ποιητή την απόδοση μιας έντονης μουσικότητας συνολικά.
Κάπου εδώ θα πρέπει να αναφερθεί πέρα από την ερμηνεία του Μπιθικώτση και η συγκλονιστική αφήγηση του Μάνου Κατράκη στα χωρία που δεν υπάρχει μουσική, αλλά αυτούσιος ο ποιητικός λόγος. Ο Θεοδωράκης από τη πλευρά του επιλέγει και μελοποιεί συγκεκριμένα αποσπάσματα από τα τρία μέρη του ποιητικού κειμένου καταθέτοντας ένα εκ των κορυφαίων έργων της σύγχρονης έντεχνης μουσουργίας. Τόσο η μορφολογία του ποιητικού κειμένου όσο και η μελοποίησή του διαπνέονται από μια φιλοσοφική-θρησκευτική τελετουργική αντίληψη για την ζωή. Με γνώμονα την αρχαία ελληνική τραγωδία και με συμβολισμούς καίριους ξεδιπλώνονται κλιμακωτά τα παρακάτω στάδια, Γέννηση, Πάθος, Θάνατος, Ανάσταση και Αθανασία.
Η ανάλυση των επιμέρους σταδίων καθίσταται αδύνατη σε ένα μονάχα άρθρο, καθώς τόσο από πλευράς περιεχομένου όσο και από την χρήση των εκφραστικών μέσων, αναπτύσσεται ένα κοσμογονικό αριστούργημα εικόνων, συμβολισμών και νοημάτων. Για τους λόγους αυτούς το “Άξιον Εστί” μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και έγινε ακόμη πιο διαδεδομένο ως μουσική σύνθεση καθιστώντας το πια ως ένα κλασσικό μουσικό έργο του 20ου αιώνα. Τα ευρέως γνωστά τραγούδια του ορατορίου (Ένα Το Χελιδόνι, Με Το Λύχνο Του Άστρου, Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ, Της Αγάπης Αίματα, Ανοίγω Το Στόμα Μου) συνδέθηκαν άρρηκτα με τον αντιδικτατορικό αγώνα εμψυχώνοντας πλήθος Ελλήνων. Τα τραγουδάμε όλοι μας μέχρι σήμερα και ειδικά όταν πλησιάζει η μέρα της επετείου του Πολυτεχνείου.
Βέβαια, πολύ λάθος κατά τη γνώμη μου το “Άξιον Εστί” έχει καταχωρηθεί ως ένα αριστερό έργο. Ο ίδιος ο ποιητής δεν ανήκε στην αριστερά. Για τον Μίκη Θεοδωράκη δεν χρειάζεται να αναφέρω τίποτα. Παρόλα αυτά, τα νοήματα που εξάγονται από την ανάγνωση και την ακρόαση ξεπερνούν οποιαδήποτε ιδεολογία, πολιτικό ρεύμα και κοσμοθεωρία. Υπερβαίνουν την καθημερινότητα με τέτοιο τρόπο, ώστε μέσα από τις διαδοχικές και αλλεπάλληλες ιστορικές μεταβάσεις προκύπτουν πανανθρώπινα νοήματα για την ζωή, ιστορικοί κύκλοι γεγονότων και μια πηγαία συνολικά διαχρονικότητα.
Εμμένω άστοχα ενδεχομένως στο δίστιχο που ανέφερα στην αρχή, καθώς αποτυπώνει με υπερρεαλιστικό τρόπο τον αγώνα που οφείλει να δίνει ο κάθε άνθρωπος ως μονάδα και όλοι μας συνολικά. Έναν διακαή αγώνα που θα τον οδηγήσει δια πυρός και σιδήρου στην απελευθέρωση από τα δεσμά που τον κρατούν φυλακισμένο, από εσωτερικά και εξωτερικά κελιά που πρέπει να γκρεμίσει, για να νιώσει αληθινά ελεύθερος, από τις συμβάσεις και τις συνθήκες τετράγωνης λογικής που οφείλει να καταρρίψει και βρει τον εαυτό του, από την δική του επανάσταση που ποτέ δεν είναι αργά να ονειρευτεί.
Τέλος, η διαχρονική αξία του “Άξιον Εστί” καταδεικνύεται από ένα και μόνο πράγμα. Αποτελεί ένα χιλιοτραγουδισμένο μουσικό δημιούργημα που απευθύνεται σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό ο οποίος κάθε φορά που το χρειάζεται το φέρνει στα χείλη, το νου και την καρδιά του…
Επιμέλεια άρθρου: Ευγενία Κελαράκου