Ο Χριστόδουλος ανήκει στις μορφές της Εκκλησίας που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην Ελληνική ιστορία τις αρχές του 2000. Πρόσωπο λαοφιλές που κατάφερε να προσεγγίσει τα νεότερα τμήματα του πληθυσμού, σε μία χώρα που διατείνεται για το έντονο θρησκευτικό της συναίσθημα.
Από τις αμφιλεγόμενες δηλώσεις του ότι δε γνώριζε για τη Χούντα επειδή εκείνη την περίοδο διάβαζε μέχρι τη διαβόητη φράση «την Εκκλησία όποιο χέρι τόλμησε να την ακουμπήσει ξεράθηκε», κατάφερε να θεωρείται ένα από τα πιο επιδραστικά πρόσωπα της Εκκλησίας στη νεότερη Ελληνική ιστορία.
Ακόμα και αν η Εκκλησία παρά τις αρχικές αντιστάσεις υποτάσσεται σε αυτά που η Πολιτεία νομοθετεί, η στάση του Χριστόδουλου για το περιβόητο ζήτημα των ταυτοτήτων, έδειξε το πόσο μεγάλη επιρροή ασκεί η Εκκλησία σε μεγάλο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας.
Ο Χριστόδουλος είχε την ικανότητα να γνωρίζει να παίρνει το κοινό με το μέρος του. Σε μία χώρα όπου οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας αλληλεπιδρούν σε βαθμό που δε θεωρείται ενδεδειγμένος με το κριτήριο μίας σύγχρονης Δυτικής χώρας, έδωσε μία μεγάλη μάχη την οποία στο τέλος έχασε.
Από τη θέση του πνευματικού ηγέτη που καθοδηγεί τον κόσμο στις ανώτερες διδαχές της Χριστιανικής πίστης, μέχρι την ανθρώπινη αδυναμία του μπροστά στην αποκάλυψη της ασθένειάς του και το ερώτημα «γιατί σε εμένα» που αποδεικνύει ότι όλοι οι άνθρωποι μπροστά στην αίσθηση του επερχόμενου θανάτου βιώνουμε φόβο και κλονιζόμαστε υπαρξιακά.
Ο Χριστόδουλος ταύτισε τη Χριστιανοσύνη με την εθνική υπεροχή, υψώνοντας λάβαρα επανάστασης όταν η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες θεωρήθηκε παραβίαση προσωπικών δεδομένων. Η προσωπικότητα του Χριστόδουλου συνδυάζει λαϊκή αποδοχή, αμφιλεγόμενες δηλώσεις και έντονη ανισορροπία ανάμεσα στα όρια του Κοσμικού Κράτους και της Εκκλησίας.
Οι πιστοί διακατέχονται πάντοτε από μία αίσθηση απειλής, όποτε η νεωτερικότητα έρχεται να αλλάξει ορισμένες κοινωνικές ρυθμίσεις και να τις ρυθμίσει με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνουν πιο συμπεριληπτικές για όλες τις ομάδες συνανθρώπων μας.
Ωστόσο, το Κοσμικό Κράτος απευθύνεται σε όλους τους πολίτες και λειτουργεί με το ιδανικό της ισότητας απέναντι στο Νόμο. Η Εκκλησία έχει πνευματικούς νόμους που αφορούν το εσωτερικό της και εκείνους που επιθυμούν να ακολουθήσουν το δόγμα της.
Ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος γνώριζε το εθνικοθρησκευτικό αφήγημα φανατίζει και συσπειρώνει τους ανθρώπους. Ειδικότερα όταν συνοδεύεται και από μία εξιδανίκευση του ένδοξου παρελθόντος.
Η μάχη των ταυτοτήτων αποτελεί την πιο έντονη αντιπαράθεση Κράτους – Εκκλησίας τα 25 χρόνια στην Ελλάδα. Και αυτό διότι ο Χριστόδουλος δεν έμεινε μόνο σε κηρύγματα από άμβωνος, αλλά προσπάθησε μέσω συγκεντρώσεων να συσπειρώσει πλήθος που θα αντισταθεί απέναντι στο νόμο της Πολιτείας. Ο ίδιος δεν ήταν μετριοπαθής, αλλά επιθυμούσε να διεισδύει έντονα μέσα στα πολιτικά τεκταινόμενα, ακόμα και αν μέσα του γνώριζε ότι στο τέλος, η Πολιτεία θα κάνει τη δουλειά της και θα ψηφίσει εκείνο που κρίνει ορθό.
Η προσωπικότητα του είναι παράλληλα και χαρισματική, αλλά και διαιρετική. Γνωρίζει να ακουμπά τις ευαίσθητες χορδές της επαναστατικής νεανικής ψυχής και να φωνάζει «σας πάω». Αλλά και να προσπαθεί να επέμβει διχαστικά στην Κοινωνία και να επιβληθεί σε ζητήματα που αφορούν τον κόσμο και την Πολιτεία.
Ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ήταν μία εποχή που η Εκκλησία προσπαθούσε να επέμβει πάρα πολύ έντονα στις αποφάσεις της Πολιτείας. Η χαρισματικότητά του ως ηγέτη έγκειται στο γεγονός ότι γνώριζε να προκαλεί το θυμικό του λαού πατώντας επάνω στις πατροπαράδοτες αξίες οι οποίες πάντοτε κινδυνεύουν από οποιαδήποτε πρόοδο. Η διατήρηση του κοσμικότητας του Κράτους δεν απειλεί τη θρησκευτική πίστη, μπορούν και τα δύο να συνυπάρχουν, έχοντας αυτογνωσία των υποχρεώσεων και του θεσμικού τους ρόλου.