Η κουκουβάγια κινδυνεύει

Εδώ και αρκετούς αιώνες, η κουκουβάγια ή γλαυξ αρχαιοελληνιστί αποτελεί το πουλί εκείνο που είναι συνυφασμένο με την παιδεία. Από πουλί-συνοδός της θεάς Αθηνάς κατά τα αρχαία χρόνια έως το λογότυπο του πάλαι ποτέ ΟΕΔΒ και πλέον του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, πάντα η κουκουβάγια συμβόλιζε τη γνώση, το ατέρμονο κυνήγι της μάθησης και της μόρφωσης. Εντούτοις, η «κουκουβάγια της παιδείας» όπως και η κοινή κουκουβάγια που έχουμε δει οι περισσότεροι από μας, τελούν υπό εξαφάνιση και είναι αντιμέτωπες με την άμεση εξαφάνισή τους. Αλλά γιατί φτάσαμε στο σημείο να βλέπουμε την ελληνική παιδεία να ξεθωριάζει, να παραγκωνίζεται και εν τέλει να είναι πλήρως απωθητική για τους μαθητές; Κάποιες εξηγήσεις, θα προσπαθήσω να δώσω σε αυτό εδώ το άρθρο.

Πρώτα πρώτα, θα πρέπει να δούμε γιατί νοσεί πραγματικά η παιδεία στις μέρες μας. Έχει παρατηρηθεί ουκ ολίγες φορές το φαινόμενο, ειδικά τα τελευταία χρόνια, μιας πλήρους απαξίωσης του θεσμού του δημοσίου σχολείου, τόσο από την πλευρά της πολιτείας όσο κι από την πλευρά της κοινωνίας. Το δημόσιο σχολείο, αντί να αποτελεί κοιτίδα μόρφωσης και διαπαιδαγώγησης, παραπαίει υποχρηματοδοτούμενο, δέσμιο «σφιχτών» οικονομικών προϋπολογισμών, με συνέπεια να μην μπορεί να ανταποκριθεί στα αιτήματα και τις επιταγές του κοινωνικού συνόλου. Υπολογιστές, ηλεκτρονικοί πίνακες, καινούρια θρανία, εργαστήρια, αθλητικός εξοπλισμός και λοιπές υποδομές θεωρούνται απρόσιτες πολυτέλειες, τη στιγμή που είναι όχι μόνο χρήσιμα στη διαδικασία της διδασκαλίας αλλά πολύ περισσότερο αναγκαία.

Μάλλον όμως δεν είναι και τόσο δίκαιο να επιρρίπτουμε όλες τις ευθύνες στους κρατικούς μηχανισμούς, τη στιγμή που και εμείς συλλογικά οι πολίτες ευθυνόμαστε για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το δημόσιο σύστημα παιδείας. Οι μαθητές επιλέγουν πολλάκις την αδιαφορία στα μαθήματα που δεν τους απασχολούν, προτιμούν να τσεκάρουν τι τρέχει στα social την ώρα του μαθήματος και φυσικά δεν δείχνουν ούτε τον απαιτούμενο σεβασμό ούτε την απαραίτητη υπακοή στον τρόπο λειτουργίας του σχολείου.

Από την άλλη, οι γονείς επιλέγουν την εύκολη λύση των «φροντιστηριακών μαθημάτων» αδιαφορώντας πλήρως για την -έστω και σε μικρό βαθμό- ποσότητα γνώσης που μπορούν να λάβουν τα παιδιά τους από το δημόσιο σχολείο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αδιαφορούν και για το ενδεχόμενο αναβάθμισης του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών εκ μέρους του σχολείου. Επαναπαύονται, βλέπετε, στην «υψηλού κύρους» και… κόστους ύπαρξη του φροντιστηρίου, το οποίο σαν άλλη πανάκεια, έρχεται όχι μόνο να συμπληρώσει αλλά και να αντικαταστήσει εν τέλει τον ρόλο του σχολείου στη μόρφωση των νέων.

Αντιλαμβάνεται και ο πλέον ευκολόπιστος πλέον ότι κάτι τέτοιο σε μια οποιαδήποτε ευνομούμενη χώρα θα οδηγούσε, όπως και οδηγεί ήδη, σε ραγδαία υποβάθμιση του επιπέδου σπουδών που παρακολουθεί ο μέσος μαθητής. Τα παιδιά μας λοιπόν, αντί να χαίρονται τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους -την ηλικία από τα 15 έως τα 18 δηλαδή- επιδίδονται σε έναν άνευ ουσίας μαραθώνιο διαβάσματος με μοναδικό σκοπό την απόκτηση του πολυπόθητου εισιτηρίου για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που αποτελεί την κορωνίδα των επιδιώξεων μιας μέσης ελληνικής οικογένειας για τα παιδιά της, κάτι που άλλωστε είναι και δείγμα του βαθέος επαρχιωτισμού που μας διέπει σα λαό διαχρονικά. 

«Πολύ ωραία τα λες», θα μου πει κάποιος. Άλλος θα διαφωνήσει με τον συλλογισμό μου. Δεκτά και τα δύο. Αλλά θα ήταν απαράδεκτο να εμμένω απλώς στις στείρες διαπιστώσεις και να «νίπτω τας χείρας μου» όσον αφορά μια γόνιμη και σωστή παράθεση ιδεών, που θα βοηθούσαν το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας να γίνει αν όχι τέλειο, τότε σίγουρα αξιόπιστο και σε μεγάλο βαθμό συμβατό με τις ανάγκες των διδασκομένων.

Για να βάζουμε τα πράγματα σε μια σειρά, θεωρώ απαραίτητο κι αυτονόητο συνάμα να ξεκινήσουμε με την αξιολόγηση, τόσο των μαθητών όσο και των εκπαιδευτικών. Για τους πρώτους, θα μπορούσε να ακολουθηθεί το παράδειγμα της Φινλανδίας, της χώρας δηλαδή με το καλύτερο κατά πολλούς εκπαιδευτικό σύστημα στην υφήλιο. Δεν υπάρχουν διαγωνίσματα και εξετάσεις, εκτός από μία εξέταση στην τελευταία τάξη του λυκείου. Όσον αφορά αυτήν την ένσταση για τον τρόπο λειτουργίας των Πανελληνίων, θα αναλυθεί σε επόμενο άρθρο. Για τους εκπαιδευτικούς, προτείνω μια ειλικρινή, σοβαρή και προπαντός τακτική αξιολόγηση, για να διασφαλίζεται ότι το παρεχόμενο επίπεδο σπουδών είναι μεν σε καλό επίπεδο, ανταποκρίνεται στις ανάγκες των μαθητών δε.

Δεύτερον, παρεμβάσεις επιδέχεται και το ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου. Δε νοείται ευρωπαϊκή χώρα που να επαναλαμβάνεται το μάθημα της ιστορίας σε κύκλους των 3 θεματικών ενοτήτων (αρχαία, βυζαντινή, νεότερη), σε κάθε σχολική βαθμίδα. Για τα παιδιά του λυκείου, όντας πιο ώριμα, θα ήταν καλύτερο να διδάσκονται ευρωπαϊκή ιστορία, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι θα παραμεριστεί η ελληνική εκδοχή της. Και φυσικά, θα ήταν σώφρον πιστεύω, να δοθεί μια έμφαση στις ανθρωπιστικές επιστήμες, όχι από τη σκοπιά του κατηγορουμένου, της συντακτικής αναγνώρισης ή των κλίσεων, αλλά από τη σκοπιά των υπέροχων διδαγμάτων που μας δίνουν τα αρχαία αυτά κείμενα. Μπήκε κανείς άραγε στον κόπο να ασχοληθεί με το πραγματικό νόημα της Πολιτείας ή αναλώθηκε απλώς στην ανάγνωση και την αυτολεξεί μετάφραση του κειμένου;

Χωρίς να θέλω να μακρηγορώ, θα επιθυμούσα να συνοψίσω τα λεγόμενά μου σε λίγες σειρές. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα ανάλογο των προσδοκιών μας ως κοινωνία, θα απαιτούσε και από εμάς θυσίες. Όπως το να το εμπιστευόμαστε, κάτι που δεν πράττουμε σε καμία περίπτωση τώρα. Και φυσικά, για να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο από τη διάσωση του συμπαθούς πτηνού του προλόγου μου, οφείλουμε όλοι να βάλουμε το λιθαράκι μας, κοινωνία, πολιτεία, μαθητές, γονείς κι εκπαιδευτικοί. Γιατί, μια επένδυση στην παιδεία είναι μια επένδυση στο μέλλον μας, στο μέλλον των παιδιών μας.

Επιμέλεια άρθρου: Ευγενία Κελαράκου

Τριτοετής σπουδαστής της Πυροσβεστικής Ακαδημίας στην Αθήνα. Στον ελεύθερο χρόνο που διαθέτω, μου αρέσει να διαβάζω ιστορία και να γυμνάζομαι. Στόχος μου είναι να παρουσιάσω συνοπτικά και κατανοητά σε όλους άρθρα, μακριά από τον ξύλινο λόγο που έχουμε βαρεθεί. Κατάγομαι από τη Λάρισα.