Λίγα λόγια για τον συγγραφέα: Ο Δημήτριος Στατήρης γεννήθηκε το 1985 στην πόλη της Λάρισας. Έχει φοιτήσει στο Α.Τ.Ε.Ι. Λάρισας, στο τμήμα μηχανολογίας. Επίσης, είναι σπουδαστής φυσικοθεραπείας του 1ου Ι.Ε.Κ. Λάρισας. Είναι κάτοχος μαύρης ζώνης στο άθλημα του taekwondo. Το πάθος του, όμως, είναι η συγγραφή, ειδικότερα η συγγραφή ιστοριών τρόμου. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο.
–Τι αποτέλεσε έμπνευση για την συγγραφή της συγκεκριμένης νουβέλας;
Εμπνεύστηκα αυτή τη νουβέλα καθώς περπατούσα στους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών. Είδα στο βλέμμα ενός αστέγου μια αξιοπρέπεια και μια ειλικρίνεια που είχα καιρό να δω σε κάποιον βολεμένο, ας πούμε, κι αυτό αρκούσε ώστε να δοθεί το έναυσμα για το βιβλίο.
–Τι αγαπάς πιο πολύ και ποιον θα ονόμαζες μεγαλύτερό σου φόβο;
Αγαπάω τη διαύγεια του πνεύματος και φοβάμαι την παρακμή των ηθών που πηγάζουν απ’ την πολιτική ορθότητα της κάθε εποχής.
–Από ποιον συγγραφέα πιστεύεις ότι εμπνέεσαι;
Θα έλεγα ότι έχω εμπνευστεί περισσότερο από συγκεκριμένα βιβλία. Όμως, να αναφέρω και κάποιους συγγραφείς. Γ. Ν. Μωπασάν, Κ. Λισπέκτορ, Ν. Μπουτζάτι, Π. Τσίρος.
–Ποια είναι τα μελλοντικά συγγραφικά σου σχέδια;
Τα μελλοντικά συγγραφικά μου σχέδια είναι να συνεχίσω να είμαι δημιουργικός πρωτίστως και έπειτα να ολοκληρώσω ένα καινούριο βιβλίο που έχω αρχίσει, ήδη, να γράφω.
–Σε ποια ηλικία ήρθες σε επαφή με το γράψιμο;
Η πρώτη συγγραφική μου απόπειρα ήταν γύρω στα δεκαπέντε. Ήταν ένα σύντομο διήγημα μυστηρίου. Συστηματικά, ξεκίνησα να ασχολούμαι στα εικοσιπέντε και δεν έχω σταματήσει έκτοτε.
–Τι συμβουλές θα έδινες σε έναν νέο συγγραφέα;
Δεν είμαι ο καταλληλότερος άνθρωπος για τέτοιου είδους συμβουλές καθώς η καλλιτεχνική πράξη είναι ένα ταξίδι μοναχικό στο οποίο ο καλλιτέχνης οφείλει να ανακαλύψει από μόνος του γιατί το ξεκίνησε, πώς θα πορευτεί, ποια αξιοθέατα θα επιλέξει να θαυμάσει και ποια όχι, κατά τη διαδρομή, ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει κ.ο.κ.
–Ποια στοιχεία θαυμάζεις στους ανθρώπους;
Θαυμάζω την ανιδιοτέλεια, την ψυχραιμία, την υπομονή, τη μαχητικότητα, τη θέληση για υπέρβαση, την ευγένεια, τον σεβασμό κ. α.
–Ποιο είναι το motto σου;
Εδώ θα σε απογοητεύσω. Δεν έχω κάποιο motto. Ίσως να έχω πολλά και διάφορα που να προσαρμόζονται σε κάθε περίσταση αναλόγως.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Κάθε χειμώνας που ερχόταν έφερνε μαζί του και μία παρακαταθήκη από τον προηγούμενο: σκελετοί κάτω από γέφυρες, κρυοπαγήματα και αρρώστιες, χιόνια που έκαιγαν, ασπρόμαυρα Χριστούγεννα. Ο ήλιος ξεθώριαζε στην ομίχλη και οι κυρίες με τις γούνες μεταμορφώνονταν σε αλεπούδες, αρκούδες και λεοπαρδάλεις και σάλταραν στα ταξί και στα τρόλεϊ και η πόλη ερήμωνε, γινόταν γκρίζος λαβύρινθος με κίτρινα φώτα και σκουριασμένα κάγκελα».